21 Δεκ 2014

Μήνας «φωτιά» ο Φεβρουάριος για την ελληνική οικονομία


Μήνας «φωτιά» ο Φεβρουάριος για την ελληνική οικονομία
Της Ελευθερίας Αρλαπάνου
Με αμείωτο ενδιαφέρον, επενδυτές, οίκοι και οι ισχυροί στην Ε.Ε. και τις ΗΠΑ παρακολουθούν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, οι οποίες μέχρι στιγμής, φέρνουν εγγύτερα το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών
, στις αρχές του έτους. Σενάριο που θέτει αυτόματα την οικονομία σε κατάσταση συναγερμού αφού σε λιγότερες από 28 μέρες, αφότου αναλάβει, ο όποιος νέος κυβερνητικός σχηματισμός θα πρέπει να λάβει γρήγορες αποφάσεις, καθώς τα χρήματα τελειώνουν, οι αγορές καραδοκούν και οι διαθέσεις των πιστωτών είναι προδιαγεγραμμένες.
Το χρονοδιάγραμμα που έχει ήδη διαμορφωθεί, με τη χορήγηση της δίμηνης παράτασης, η οποία εκπνέει στις 28 Φεβρουαρίου, είναι εξαιρετικά δεσμευτικό. Και αυτό επειδή, μπαίνοντας στον Μάρτιο τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου εισέρχονται σε επικίνδυνη ζώνη, ιδίως εάν έως τότε δεν έχει καταστεί δυνατή η εκταμίευση των 7 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε εκκρεμότητα από την αξιολόγηση η οποία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Μήνας «φωτιά» ο Φεβρουάριος για την ελληνική οικονομία
Ταμειακά η χώρα τόσο μέσω των εντόκων γραμματίων όσο και με τον εσωτερικό δανεισμό μέσω repos από φορείς της γενικής κυβέρνησης, πορεύεται εντός ορίων για το πρώτο δίμηνο του έτους. Από εκεί και ύστερα, τα πράγματα γίνονται δυσχερή, ιδίως με δεδομένο ότι ο Μάρτιος είναι ο πρώτος μήνας που συγκεντρώνονται υψηλές πληρωμές της τάξης των περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Οι πιο δύσκολοι μήνες τον επόμενο χρόνο θα είναι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος με συνολικές πληρωμές περίπου 9 δισ. ευρώ κυρίως προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Ειδικά δε όσον αφορά στη δυνατότητα πληρωμής μισθών και συντάξεων, ομαλά, σε θεωρητικό επίπεδο, αυτή καλύπτεται από την ομαλή ροή των εσόδων του Δημοσίου. Θέμα όμως για το οποίο υπάρχει ήδη προβληματισμός με δεδομένη την ανησυχία περί φοροδοτικής κόπωσης ειδικά στους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς.
Πρακτικά στο σενάριο των πρόωρων εκλογών δεν προβλέπεται χορήγηση έξτρα ρευστότητας από τις προγραμματισμένες δόσεις, αφού η αξιολόγηση από την τρόικα εκ των πραγμάτων θα πάρει…. παράταση για την επόμενη μέρα. Και στο σημείο αυτό ξεκινά ο μεγάλος προβληματισμός, αφού η όποια νέα κυβέρνηση, πριν καν ορκιστεί, θα πρέπει να έχει λάβει κρίσιμες αποφάσεις και ο χρόνος σε καμία περίπτωση δεν θα λειτουργεί υπέρ της, εφόσον βέβαια δεν υπάρξει ανάγκη να προκηρυχθούν επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές. Την ίδια ώρα η οικονομία θα είναι ήδη εξασθενημένη από την παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα των τελευταίων μηνών, με εμφανή σημάδια και στην πραγματική οικονομία, η οποία πασχίζει να κρατηθεί ζωντανή, αφήνοντας πίσω την ύφεση που την γονάτισε τα τελευταία έξι χρόνια.
Μήνας «φωτιά» ο Φεβρουάριος για την ελληνική οικονομία
Επιφυλάξεις, εξ ορισμού 
Όπως εκτιμούν ξένα τραπεζικά στελέχη η αγορά αλλά και οι πιστωτές είναι εκ των πραγμάτων επιφυλακτικοί στο σενάριο που σε μια εκλογική αναμέτρηση επικρατούν «μη οικεία πρόσωπα». Και αυτό επειδή οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτή τη στιγμή δεν είναι ξεκάθαρες ως προς το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που τελικά θα αποφασίσει να κάνει, εάν έλθει τελικά στην εξουσία. «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα σχέδιο, που θα κριθεί στην πράξη και στη διαπραγμάτευση με τους επίσημους πιστωτές. Κανείς όμως δεν λέει ποιο είναι το plan B, εάν στην πρώτη προσέγγιση δεν υπάρξει συμφωνία», επισημαίνει ξένος αναλυτής, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως για τις αγορές, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ η ενδεδειγμένη πολιτική για την Ελλάδα είναι συγκεκριμένη και κινείται στο πλαίσιο του προγράμματος προσαρμογής.
Μήνας «φωτιά» ο Φεβρουάριος για την ελληνική οικονομία
Βεβαίως οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως πρέπει να υπάρξουν σαφώς περιθώρια χαλάρωσης και σταδιακού περιορισμού της περιοριστικής πολιτικής, αφού καμία κυβέρνηση πλέον στην Ελλάδα δεν μπορεί να διαχειριστεί πρόσθετη λιτότητα. Ωστόσο όλα αυτά, μαζί ενδεχομένως με μια αναδιάρθρωση του χρέους, πρέπει να γίνουν συντεταγμένα, σε κλίμα συναίνεσης και χωρίς ατυχείς χειρισμούς, με δεδομένο ότι το 80% του χρέους ανήκει στους επίσημους πιστωτές με τους οποίους θα γίνει και η μεγάλη διαπραγμάτευση.
Η Ελλάδα θα «τηλεφωνήσει» πρώτη… 
Πάντως, διπλωματικές πηγές θεωρούν σχεδόν βέβαιο, πως η Ε.Ε. θα αφήσει την… πρωτοβουλία των κινήσεων στην ελληνική πλευρά. Άλλωστε η Ελλάδα είναι, στη συγκεκριμένη περίσταση, εκείνη που πραγματικά επείγεται, για ταμειακούς λόγους, αλλά και γιατί μετά την εκπνοή της δίμηνης παράτασης η χώρα πρακτικά είναι ξεκρέμαστη, χωρίς δίχτυ ασφαλείας έναντι των αγορών. Καθεστώς που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να προκαλέσει συνθήκες νέου κραχ στην ελληνική αγορά μετοχών και ομολόγων αφού όσοι έχουν τοποθετηθεί δεν θα περιμένουν επ' άπειρον να ξεκαθαρίσει η πολιτική διαπραγμάτευση, εφόσον αυτή τεθεί σε βάσεις που απέχουν σημαντικά από τα όσα μέχρι σήμερα έχουν αποφασιστεί.
Με τα σημερινά δεδομένα η όποια ελληνική κυβέρνηση μπορεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου να πετύχει ένα συμβιβασμό με τους πιστωτές, κλείνοντας την αξιολόγηση, διασφαλίζοντας την εκταμίευση των δόσεων αλλά κυρίως τη μετάβαση στην προληπτική γραμμή πίστωσης των περίπου 11 δισ. ευρώ για το 2015 που μπορεί να αποτελέσει επαρκές μαξιλάρι έναντι των αγορών στις οποίες θα πρέπει να απευθυνθεί η χώρα ούτως ή άλλως τον επόμενο χρόνο. Και αυτό γιατί για να μπορέσει να κάνει χρήση της προληπτικής γραμμής πίστωσης θα πρέπει να μπορεί να είναι παρούσα στις αγορές έστω και για περιορισμένα ποσά.
Εάν ωστόσο ο όποιος νέος κυβερνητικός σχηματισμός αποφασίσει να ασκήσει πολιτική υψηλού ρίσκου έναντι των πιστωτών και κυρίως της Ευρωζώνης, εγείροντας απαιτήσεις που δύσκολα θα γίνουν αποδεκτές, η απάντηση των Ευρωπαίων, αναμφίβολα θα κινηθεί στο ίδιο μήκος κύματος. Δηλαδή στη ζώνη υψηλού κινδύνου, χωρίς επικίνδυνες παραμέτρους αυτή τη φορά, αφού οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είναι «φορτωμένες» με ελληνικά ομόλογα όπως ήταν το 2010. Δεν είναι τυχαίες οι διαρροές στον ξένο Τύπο αλλά και οι τοποθετήσεις ανώτερων αξιωματούχων της Ευρωζώνης. Όπως σημειώνουν κατ΄ επανάληψη το τελευταίο διάστημα η Ευρωζώνη θέλει την Ελλάδα μαζί της, αλλά μια Ελλάδα ισχυρή, η οποία δεν θα παρεκκλίνει από τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος προσαρμογής, στέλνοντας εκ των προτέρων σαφές στίγμα για το πλαίσιο στο οποίο θα διαπραγματευθούν με την όποια ελληνική κυβέρνηση.
Σε κίνδυνο οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα
Ο ρυθμός ανάπτυξης, «κλειδί» για το πρόγραμμα προσαρμογής του 2015
Οι συνθήκες που διαμορφώνονται έως τώρα προκαλούν έντονο προβληματισμό ως προς το ενδεχόμενο σοβαρής καθυστέρησης στη διαδικασία σταθεροποίησης της οικονομίας. Ήδη για το 2015 το πρόγραμμα προσαρμογής έχει στηριχθεί στην υπόθεση ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,9%, από περίπου 0,6% φέτος. Στόχος, που, ούτως ή άλλως, αρκετοί αναλυτές και οίκοι θεωρούσαν φιλόδοξο και πλέον καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί, εάν συνεκτιμήσει κανείς ότι το πρώτο τρίμηνο του έτους η οικονομία θα βρίσκεται όπως όλα δείχνουν σε καθεστώς ισχυρών πιέσεων, ενώ ενδεχομένως η αβεβαιότητα να παραταθεί περαιτέρω ανάλογα με την τροπή που θα πάρουν οι διαπραγματεύσεις, ακόμη και στην περίπτωση που αποφευχθεί το ενδεχόμενο ρήξης. «Κλειδί» αποτελεί η ρευστότητα, που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαν να διοχετεύσουν οι τράπεζες στην αγορά, ίσως όμως να μην μπορέσουν να το κάνουν στον ίδιο βαθμό, εάν χρειαστεί να βάλουν πλάτη στο Δημόσιο, για πρόσθετες εκδόσεις εντόκων γραμματίων, εάν ταμειακά υπάρξει πρόβλημα από τον Μάρτιο και μετά.
Είναι προφανές πως εάν οι στόχοι για την ανάπτυξη δεν επιτευχθούν, συμπαρασύρονται και οι στόχοι για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Με άλλα λόγια θα τεθούν σε κίνδυνο οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα, που ούτως ή άλλως απειλούνται από το ενδεχόμενο να υπάρξει φρένο στη ροή πληρωμών φόρων τους επόμενους μήνες, θα διογκωθεί το δημοσιονομικό κενό και οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας. Το πλαίσιο αυτό θα έχει εκ των πραγμάτων αρνητικές συνέπειες και στην αγορά, δυσχεραίνοντας σημαντικά την επαναπροσέγγιση των ξένων επενδυτών, την ενίσχυση της ρευστότητας, και την επιστροφή του Δημοσίου στις ομολογιακές εκδόσεις, δημιουργώντας φαύλο κύκλο στασιμότητας, που μπορεί να λάβει, υπό προϋποθέσεις, επικίνδυνες διαστάσεις. Ήδη παραγωγικοί φορείς και εκπρόσωποι επιχειρηματικών κλάδων στέλνουν προειδοποιητικά σήματα για τον κίνδυνο που διατρέχει η πραγματική οικονομία, καθώς η πολιτική αβεβαιότητα κτύπησε τη χώρα στην πιο κρίσιμη καμπή, όσον αφορά στη δυναμική εξόδου της οικονομίας από την ύφεση και την αποκατάσταση συνθηκών ρευστότητας στην αγορά.
Χρέος προς ΔΝΤ και ΕΚΤ
Τοκοχρεολύσια 22 δισ. ευρώ λήγουν το 2015
Μια απλή ανάγνωση στις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας το 2015 καθιστά ξεκάθαρο πως ο κύριος όγκος των πληρωμών αφορά στους επίσημους πιστωτές της χώρας. Και ειδικότερα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλωστε το 2015 είναι ο τελευταίος χρόνος μέχρι το 2020 που συγκεντρώνεται μεγάλος όγκος πληρωμών για τοκοχρεολύσια. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επόμενα χρόνια οι πληρωμές για τοκοχρεολύσια θα προσγειωθούν από περίπου 22 δισ. ευρώ το 2015 στην περιοχή των 13 - 16 δισ. ευρώ έως το 2020, με δεδομένες τις ήδη ευνοϊκές ρυθμίσεις που έχουν γίνει στην αποπληρωμή των δανείων προς τον EFSF έως τώρα. Μάλιστα στον σχεδιασμό της κυβέρνησης ήταν η περαιτέρω εξομάλυνση του προφίλ αποπληρωμής του χρέους των 340 δισ. ευρώ με περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, μετατροπή έστω σε ένα βαθμό των επιτοκίων από κυμαινόμενα σε σταθερά και παροχή ενδεχομένως επιπλέον περιόδου χάριτος.
Σε κάθε περίπτωση η χώρα καλείται να πληρώσει σε τοκοχρεολύσια περίπου 22 δισ. ευρώ, το 2015, με την πόρτα των αγορών προς το παρόν πρακτικά κλειστή και τη χορήγηση προληπτικής γραμμής πίστωσης να βρίσκεται στον αέρα, αφού βρίσκεται σε εκκρεμότητα η πολιτική διαπραγμάτευση για τους όρους παροχής της.
Την ίδια ώρα επιχειρήματα που κατά καιρούς έχουν ακουστεί, όπως για παράδειγμα ότι κανείς δεν θέλει, στην Ευρωζώνη ένα χρεοστάσιο που θα πλήξει τον ίδιο του τον εαυτό, με δεδομένο ότι οι μεγάλες λήξεις φέτος αφορούν σε δάνεια από την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, δεν ευσταθούν. Και αυτό επειδή μια ενδεχόμενη αθέτηση πληρωμών από την πλευρά της Ελλάδας έστω και σε δάνεια του επίσημου τομέα, μοιραία θα προκαλέσει ισχυρό αντίκτυπο καταρχήν στην ίδια τη χώρα και συγκεκριμένα στην ελληνική αγορά ιδιωτικού χρέους, απομακρύνοντας ακόμη περισσότερο τους διεθνείς επενδυτές από τα ελληνικά ομόλογα. Οι ιδιώτες επενδυτές, «τραυματισμένοι» από το PSI του 2012, δεν πείθονται σε καμία περίπτωση ότι εάν η Ευρώπη κληθεί να διαγράψει ελληνικό χρέος, δεν θα βάλει και εκείνους, αναγκαστικά στο παιχνίδι για να περιορίσει τη ζημία που θα υποστεί η ίδια. Όπως άλλωστε έκανε και το 2012 εφαρμόζοντας με τον τρόπο που τελικά εφαρμόστηκε το κούρεμα στο χρέος που κατείχαν οι ιδιώτες επενδυτές και κάτοχοι ελληνικών ομολόγων.
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26516&subid=2&pubid=113413152