26 Μαΐ 2017

Η κοινωνία του «να κονομήσουμε» ποτέ δεν πεθαίνει…




 Γ. Λακόπουλος

Τα μέτρα που επιβάλλονται με τα Μνημόνια στην Ελλάδα είναι σκληρά – αν και όχι για όλους. Αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω από...


το δάκτυλό μας: μόνη της έφερε τον εαυτό της στο σημείο. Αν σήμερα την υποχρεώνουν οι ξένοι να κατεβάσει το επίπεδο διαβίωσης των μελών της προκειμένου να τη δανείσουν για να μην περάσει στην κόλαση της χρεοκοπίας, είναι γιατί η ίδια το προκάλεσε.

Ανάδειξε μια πολιτική τάξη που εκμαύλισε επί δεκαετίες την κοινωνία της, δημιουργώντας ψευδείς συνθήκες ευημερίας με δάνεια και κακή χρήση των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Αυτά δεν τα λένε οι πολιτικοί και τα κόμματα, αλλά ισχύουν. Αν σήμερα εφαρμόζονται προγράμματα εσωτερικής υποτίμησης, μείωσης του κατά κεφαλήν εισοδήματος και συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας είναι γιατί η Ελλάδα εγκαταλείφθηκε στην ψευδαίσθηση της κατασκευασμένης καλοπέρασης.

Η ανομία, η ερημοποίηση της οικονομίας της και η απώλεια των μεγάλων ευκαιριών που της προσέφερε η ευρωπαϊκή ένταξη, συνέβησαν την εποχή που «όλα ήταν καλά». Οι πολιτικοί κορόιδευαν τους πολίτες και οι πολίτες τους πουλούσαν την ψήφο τους για να ανανεώνεται η κοροϊδία. Φαύλος κύκλος…

Αν πάμε πίσω, θα δούμε ότι ως το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα ή Ελλάδα ήταν ένας συνδυασμός ανατολίτικης και βαλκάνιας χωράς, με όλες τις υστερήσεις που συνεπάγεται αυτή η ιδιότητα. Παρ ότι διέτρεξε μεγάλη απόσταση και από παρίας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας εντάχθηκε στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης -και παρ ότι υπήρχε πάντα μια εσωτερική κάστα που προσπαθούσε να την αποσπάσει από τη καθ’ ημάς ανατολή και να την προσανατολίσει στη Δύση- διατήρησε χαρακτηριστικά καθυστέρησης: φαύλο κράτος, διεφθαρμένη πολιτική τάξη, διχαστική κουλτούρα, περιορισμένη παιδεία, αμοραλιστική κοινωνία – ευκολόπιστη και ευμετάβλητη στο έλεος των δημαγωγών.


Η χαμένη ευκαιρία


Η συμμετοχή της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό κοινοτικό κλαμπ με τις ιλιγγιώδεις, για τα μεγέθη της, οικονομικές εισροές αντί να εδραιώσουν την ευρωπαϊκή της υπόσταση, να δημιουργήσουν υποδομές μόνιμης ανάπτυξης, να εκπαιδεύσουν τον πληθυσμό και να εκσυγχρονίσουν το κράτος, λειτούργησαν υπέρ της αναπαραγωγής των προγενέστερων αρνητικών χαρακτηριστικών της. Παρά τις νησίδες εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού, η «παράδοση» της ανομίας και της φαυλότητας διατηρήθηκε.

Για τέσσερις δεκαετίες η ελληνική πολιτική τάξη οδηγούσε τους Έλληνες στη διαφθορά, την ήσσονα προσπάθεια, στο «δε βαριέσαι» – για να πέφτουν τα ψηφαλάκια. Έτσι οι συνειδήσεις χαλάρωσαν περισσότερο. Η έννοια της μίζας, όχι μόνο δεν συναντούσε την κοινωνική καταδίκη αλλά θεωρήθηκε μαγκιά, εξυπνάδα. Γέμισε ο τόπος καταφερτζήδες που δεν έκρυβαν ότι πήραν το «κάτι τις» τους από μια μεσολάβηση, ότι κατάφεραν να μην πληρώσουν φόρο, ότι ξεγέλασαν τους ελεγκτές και πήραν επιδοτήσεις που δεν δικαιούνταν, ότι έχουν άκρη και δεν πληρώνουν πρόστιμα και κλήσεις, ότι φοροδιαφεύγουν, ότι συναλλάσσονται κάτω από το τραπέζι – και από τις δυο πλευρές. Αυτά ήταν εύσημα , όχι μειονεκτήματα.

Η φράση «να κονομήσουμε» νομιμοποιήθηκε ως θεμιτή επιδίωξη, ακόμη και αν παρέπεμπε σε αθέμιτα μέσα. Το ίδιο το κράτος προωθούσε αυτή τη λογική με τις πλάστες «εφημερίες» στα νοσοκομεία, τα πλαστά «πιστοποιητικά» για εκταμίευση κρατικού χρήματος, τις πλάστες συνταξιοδοτήσεις δια νόμου, τη συνεχή παραβίαση των νομών του πάντα «κατ’ εξαίρεσιν».


Το εύκολο χρήμα
Όποιος προσπαθούσε να «κονομήσει» καλώς έπραττε, με οποίον τρόπο και αν το κατάφερνε, οποίο μέσο και αν χρησιμοποιούσε. Ο εύκολος πλουτισμός, έγινε εθνικό σπορ. Ο «αγροτικός πλούτος», όπως έλεγε ο αείμνηστος Αδαμάντιος Πεπελάσης, επιδεικνυόταν προκλητικά με σύμβολα σπίτια, αυτοκίνητα, ταξίδια, τρόπο ζωής που δεν τον δικαιολογούσαν τα δηλωμένα εισοδήματα. Πολιτικοί απέκτησαν περιουσία από την πολιτική και δεν το έκρυβαν. Διπλά τους οι «παράγοντες» που βρεθήκαν στα κόλπα και «κονόμησαν» μαζί τους. Αρπάχτηκαν από το κόμμα, από το κράτος, από το συνδικάτο ακόμη, ή και από μια στιγμιαία επαφή, από μια παροδική γνωριμία για να βγάζουν λεφτά. Ο συνδυασμός ελαστικότητας της νομοθεσίας και αποσάθρωσης της διοίκησης δημιουργούσε περιβάλλον συναλλαγής, για χάρη της οποίας όλα μπορούσαν να γίνουν.

Επιχειρηματίες σε όλα τα επίπεδα -μερικοί μάλιστα έγιναν εξ αρχής με κρατικά λεφτά επιχειρηματίες- ρούφηξαν το εθνικό, το κοινοτικό και το τραπεζικό χρήμα και έφτιαξαν αυτοκρατορίες, από το κέντρο μέχρι την περιφέρεια. Η χλιδή μαρτυρούσε την «επιτυχία» τους. Οι υπόλοιποι το ανεχόταν αρκεί να αρπάζουν και αυτοί ένα κόκκαλο. Η διαφορά ελεγκτή και ελεγχόμενου καταργήθηκε. Όλοι πρέπει να ζήσουμε- με κλεμμένα, ήταν το μότο.

Κανείς αρμόδιος δεν έλεγχε που βρήκαν τα λεφτά, όσοι τα επιδείκνυαν. Δεν έψαχνε πως ο χθεσινός ξυπόλητος έγινε πλούσιος χωρίς ορατή δραστηριότητα. Δεν αναρωτήθηκε πως αποκτά βίλα και τζιπ ο δημόσιος υπάλληλος. Και η κοινωνία δεν ενοχλήθηκε για τον ανερχόμενο πολιτικό που παζάρευε την ψήφο με αντάλλαγμα το δημόσιο χρήμα, ή για τον διπλανό που το διασπάθιζε με τις πλάτες του πολιτικού, ή την καπατσοσύνη του.


Η βίαιη αναδιανομή…
Ύστερα ήλθε ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη που δημιούργησε έναν παράδεισο χρήματος για όποιον ενέχει εμπλοκή στα κοινά- και διάθεση να «κονομήσει». Για να καταλήξει στην οργανωμένη κομπίνα του χρηματιστηρίου που έστησαν υπουργοί, τραπεζίτες και επιχειρηματίες, με τεχνικούς σύμβουλους κοράκια της αγοράς-πιάτσας. Μαύρα λεφτά βγήκαν από τις κασέλες, ακίνητα εκποιήθηκαν -ακόμη και δάνεια δόθηκαν με προτροπή του πρώτου τη τάξει τραπεζίτη- για να πέσουν τα λεφτά στη Σοφοκλέους που κατασκεύαζε διαρκώς πλούσιους.

Η ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους είναι μια διαδρομή στην οποία κυριαρχούν οι εμφύλιοι, οι διχασμοί, οι χρεοκοπίες, τα πραξικοπήματα και οι δικτατορίες. Οι οθωμανικές επιρροές της κοινωνίας διατηρήθηκαν. Η πρώτη πραγματική ευκαιρία να αλλάξουν αυτά δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής άρπαξε τη χώρα από τα μαλλιά και της άλλαξε ρότα. Αλλά δεν την άλλαξε…

Η παρότρυνση υπουργών και ο ελεεινός ρόλος των ΜΜΕ έστησαν ένα πάρτι βίαιης αναδιανομής εισοδήματος, το τέλος του οποίου βρήκε τους πολλούς επί ξύλου κρεμάμενους, τους λίγους με αμύθητα κέρδη και μια νέα κάστα με εύκολο ζεστό και αφορολόγητο χρήμα χωρίς καμία παραγωγική δραστηριότητα. Η κοινωνία του «να κονομήσουμε» στο μεγαλείο της.

Κι ύστερα ήλθαν ο μέλισσες. Οι κοινοτικοί κρουνοί στέρεψαν λόγω της κρίσης και της διεύρυνσης. Επιπλέον οι Ευρωπαίοι δεν ήθελαν πλέον να δίνουν λεφτά από τους φόρους τους για να καταλήγουν σε… τσέπες. Οι πολίτες όμως συνέχισαν να αναζητούν τον επόμενο που θα τους μοίραζε «λεφτά που υπάρχουν» και δεν δυσκολεύθηκαν να τον βρουν. Όταν οι αγορές αντιμετώπισαν την Ελλάδα σαν τον φαλιρισμένο που πάει για κρέμασμα και δεν τη δάνειζαν, η ντόπια πλουτοκρατία και όσοι «κονόμησαν» από το δημόσιο χρήμα, σφύριζαν κλέφτικα – καθώς είχαν βγάλει το χρήμα έξω.


Κρύβοντας την αλήθεια
Μια ανίσχυρη κυβέρνηση έχασε τον δημοσιονομικό έλεγχο και μια άλλη που τη διαδέχθηκε με αμφιλεγόμενο επικεφαλής, οδήγησε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Τότε ήλθε η στιγμή να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Αλλά έκανε ότι μπορούσε για να το αποφύγει. Ένας νέος παίκτης πούλησε μαγκιά και πήρε την κατάσταση στα χέρια του υποσχόμενος ότι θα επαναφέρει τα πράγματα στην προγενέστερη κατάσταση.

Ήταν αδύνατο και το παραδέχθηκε αναγκαστικά, αλλά ταυτόχρονα ένας άλλος «σωτήρας» προσπαθεί να τον διαδεχθεί υποσχόμενος όσα δεν μπορεί να κάνει και στηριζόμενος σε όσους επωφελήθηκαν στην εποχής της ασυδοσίας, με τη μίζα, τη ρεμούλα, και τη διαφθορά. Και η ζωή συνεχίζεται.

Σήμερα η κοινωνία του «να κονομήσουμε» είναι σακατεμένη, αλλά ακόμη επιμένει όπως παλιά: μπούχτισε με τον Σημίτη και πήγε στον Καραμανλή, τον πούλησε για να πάει στον Παπανδρέου και μετά στον Σαμαρά, «αγόρασε» Τσίπρα. Και τώρα εκείνοι που τη χειραγωγούν της πλασάρουν Μητσοτάκη. Αρνείται να δει την αλήθεια, την πραγματικότητα τις ευθύνες της και το δρόμο αποκατάστασης των τραυμάτων της.

Οι «κονομημένοι» είναι εδώ και επιχειρούν να ξαναμπούν στο πολιτικό παιχνίδι, για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και η κοινωνική ανοχή τους δίνει ελπίδες. Η κοινωνία είναι χειρότερη από τους εκπροσώπους της. Οι πολίτες συνεχίζουν την κατανάλωση δηλητηριώδους πολιτικού και μιντιακού αέρα. Καταναλώνει σάπια υλικά και το απολαμβάνει. Με τον ίδιο τρόπο που έκαναν πρωθυπουργό κάποιον που λοιδορούσαν επί χρόνια, που στήριξαν μετά κάποιον που έριξε την κυβέρνηση του κόμματος του υπέρ των συμφερόντων, που πήγαν από το 4% στο 35% ένα κόμμα που δεν είχε στοιχειώδη κουλτούρα διακυβέρνησης και επαφή με τη πραγματικότητα, παζαρεύουν με έναν αδιάφορο κληρονόμο τη συνέχεια.

Η ευκολία πάνω από όλα και οποίος την υπόσχεται είναι δικός μας. Γι αυτό κανείς πολιτικός δεν υπόσχεται ποτέ σκληρή δουλειά και διαρκή προσπάθεια… Η κοινωνία του «να κονομήσουμε» δεν θέλει τον έλεγχο, την απόδοση ευθυνών, την ευνομία, τους κανόνες και τη συμμετοχή στα βάρη.

Δεν θέλει την αλήθεια. Συναλλάσσεται με αμοραλιστές πολίτικους, αποπέμπει όσους της δείχνουν την ουσία, πνίγει ότι μπορεί να την απειλήσει δια της δημιουργίας, της εφαρμογής των νόμων, της προσπάθειας και της πειθαρχίας σε στόχους. Λατρεύει το ψέμα και την ευκολία. Την κουτοπονηριά και την ανευθυνότητα. Στροβιλίζεται από τον ένα λαοπλάνο στον άλλο. Αποστρέφεται τους δημιουργικούς Έλληνες- και είναι πολλοί- διαφθείρει τη νεολαία της με υπερκατανάλωση και σκάρτα πρότυπα, γυρίζει την πλάτη στον έντιμο επιχειρηματία, στον αγωνιζόμενο εργαζόμενο, στον νόμιμο πολίτη.
Οι τσουκνίδες…

Σαν τις τσουκνίδες οι «χαλασμένοι» Έλληνες, που συναποτελούν αυτή την κοινωνία, πνίγουν τους υπολοίπους που θέλουν υγιές μέλλον για τη χώρα τους με κράτος που θα λειτουργεί υπέρ τους με οικονομία που θα αξιοποιεί τις δυνατότητες τους, με διαυγή παρουσία στον κοινοτικό χώρο.

Η κοινωνία του «να κονομήσουμε» ακόμη και όταν είναι μειοψηφική είναι κυρίαρχη – φαίνεται και σ αυτούς που στέλνει στη Βουλή, ή στην περιρρέουσα ατμόσφαιρά που δημιουργεί. Έτσι επιβίωσε και έτσι θέλει αν συνεχίσει. Δια της «κονόμας», όχι δια της παραγωγής, της απόκτησης εισοδήματος και της οργάνωσης. Σήμερα ακόμη και αν χάνει ένα κομμάτι από τις σάρκες της δεν αλλάζει νοοτροπία. Αυτή η κοινωνία είναι εδώ, εκμαυλισμένη, ανεύθυνη, ανήθικη, αδηφάγα, καιροσκοπική, ισοπεδωτική και τελικά αυτοκαταστροφική…


 anoixtoparathyro.gr