Είτε αριστερές είτε δεξιές και ανεξάρτητα από το πόσο καιρό βρίσκονταν στην εξουσία, κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο «τιμωρήθηκαν» φέτος από τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους σε μια χρονιά σημαδεμένη από πολλές και κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις ανά την.. υφήλιο.
Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ ήταν η τελευταία χρονικά σε μια σειρά από ηχηρές ήττες για τα κόμματα εξουσίας το 2024, με περίπου 70 χώρες -το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού- να προσέρχονται στις κάλπες.
Τα ζητήματα που έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων ποικίλλουν ευρέως, αν και υπήρχε σχεδόν καθολική δυσφορία από την πανδημία του κορονοϊού και τη διαχείρισή της, καθώς άνθρωποι και επιχειρήσεις παλεύουν ακόμη να σταθούν ξανά στα πόδια τους, αντιμετωπίζοντας παράλληλα πεισματικά υψηλές τιμές, κυβερνήσεις με οικονομικά προβλήματα και έξαρση της μετανάστευσης.
«Υπάρχει μια γενική αίσθηση απογοήτευσης με τις πολιτικές ελίτ, που τις θεωρούν εκτός πραγματικότητας», εξηγεί ο ο Richard Wike, διευθυντής της έρευνας στο Pew Research Center. Μια δημοσκόπηση σε 24 χώρες διαπίστωσε ότι η ελκυστικότητα της ίδιας της δημοκρατίας λιγοστεύει καθώς οι ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία και εκφράζουν την άποψη ότι καμία πολιτική παράταξη δεν τους αντιπροσωπεύει πραγματικά. «Πολλοί παράγοντες το προκαλούν αυτό», λέει ο Wike, «αλλά σίγουρα τα συναισθήματα για την οικονομία και τον πληθωρισμό είναι μια βασική αιτία».
Στη Βρετανία, οι κεντροδεξιοί Συντηρητικοί υπέστησαν το χειρότερο αποτέλεσμα από το 1832 στις εκλογές του Ιουλίου, με το κεντροαριστερό Εργατικό Κόμμα να επανέρχεται στην εξουσία μετά από 14 χρόνια.
Στην αντίπερα όχθη της Μάγχης, η ακροδεξιά συγκλόνισε τα κυβερνητικά κόμματα της Γαλλίας και της Γερμανίας -τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης- στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Τα αποτελέσματα ώθησαν τον Γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες εκλογές με την ελπίδα να ανακόψει μια ακροδεξιά «έκρηξη» στο εσωτερικό της χώρας. Το αντιμεταναστευτικό κόμμα «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν κέρδισε τον πρώτο γύρο, αλλά τα αντανακλαστικά των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου το έριξαν στην τρίτη θέση στον κρίσιμο β′ γύρο, δημιουργώντας μια εύθραυστη κυβέρνηση με ένα διχασμένο νομοθετικό σώμα.
Ο Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία, εν τω μεταξύ, αναμενόταν ευρέως ότι θα κέρδιζε εύκολα μια τρίτη συνεχόμενη θητεία τον Ιούνιο, αλλά οι ψηφοφόροι αποδοκίμασαν μαζικά στην κάλπη το ινδουιστικό εθνικιστικό Κόμμα Bharatiya Janata, κοστίζοντας του την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο, αν και κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία με τη βοήθεια των συμμάχων του.
Ομοίως, οι Ιάπωνες ψηφοφόροι τιμώρησαν τον Οκτώβριο το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο κυβερνά τη χώρα σχεδόν χωρίς διακοπή από το 1955. Ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Shigeru Ishiba θα παραμείνει στην εξουσία, αλλά η μεγαλύτερη από το αναμενόμενο απώλεια τερμάτισε τη μονόπλευρη διακυβέρνηση του LDP, δίνοντας στην αντιπολίτευση την ευκαιρία να επιτύχει αλλαγές πολιτικής, στις οποίες αντιτίθενται εδώ και καιρό οι συντηρητικοί. «Οι ψηφοφόροι τιμωρούσαν ένα κατεστημένο κόμμα για ένα σκάνδαλο διαφθοράς και αυτό τους έδωσε την ευκαιρία να εκφράσουν πολύ περισσότερες απογοητεύσεις που είχαν ήδη», λέει ο Paul Nadeau, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Temple στο Τόκιο.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ωστόσο, είναι πιο δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα. «Αυτό είναι αρκετά συνεπές σε διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικές χώρες, διαφορετικές εκλογές - οι κυβερνώντες υπέστησαν πλήγμα», προσθέτει. «Και δεν έχω μια καλή εξήγηση ως προς τις αιτίες αυτού του γενικευμένου φαινομένου».
Ο Ρομπ Φορντ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, εκτιμά ότι ο πληθωρισμός ήταν ο βασικός μοχλός του «μεγαλύτερου κύματος καταψήφισης του κατεστημένου» - αν και οι λόγοι πίσω από αυτή την αντίδραση μπορεί να είναι, όπως λέει, «ευρύτεροι».
«Θα μπορούσε να έχει άμεση σχέση με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας - ένα μεγάλο κύμα με προβλήματα στα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, εργασίας κ.λπ. που κάνουν τους ανθρώπους λιγότερο ευτυχισμένους παντού, με αποτέλεσμα να ξεσπούν στις κυβερνήσεις», προσθέτει.
Στη Νότια Αφρική, για παράδειγμα, η υψηλή ανεργία και η ανισότητα συνέβαλαν σε μια δραματική απώλεια υποστήριξης προς το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το οποίο κυβερνούσε για τρεις δεκαετίες από το τέλος του απαρτχάιντ. Το κόμμα που κάποτε ήταν επικεφαλής ο Νέλσον Μαντέλα έχασε την κοινοβουλευτική του πλειοψηφία στις εκλογές του Μαΐου και αναγκάστηκε να συνασπιστεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Σε αφρικανικές χώρες με ισχυρούς δημοκρατικούς θεσμούς, ισχύει το ίδιο μοτίβο «αγανάκτησης». Χώρες με ισχυρότερους θεσμούς π.χ. η Νότια Αφρική, η Σενεγάλη ή η Μποτσουάνα, έχουν αναγκαστεί να σχηματίσουν κυβερνήσεις εθνικής ενότητας είτε να προχωρήσουν σε αλλαγή του κυβερνητικού κόμματος. Στη Μποτσουάνα, για παράδειγμα, στις εκλογές του Οκτωβρίου οι ψηφοφόροι έριξαν απροσδόκητα από την εξουσία ένα κόμμα που κυβερνούσε για 58 χρόνια, από την ανεξαρτησία από τη Βρετανία και μετά.
Αλλά και οι νεοεισερχόμενοι στην εξουσία έχουν ήδη διαπιστώσει ότι ο μήνας του μέλιτος μετά τις νίκες τους ήταν σύντομος, καθώς οι άνθρωποι στράφηκαν γρήγορα εναντίον τους.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, Κιρ Στάρμερ, είδε τα ποσοστά αποδοχής του να πέφτουν από ένα κουρασμένο εκλογικό σώμα που θέλει χαμηλότερες τιμές και καλύτερες δημόσιες υπηρεσίες - αλλά είναι βαθιά δύσπιστο για την πρόθεση και την ικανότητα των πολιτικών να επιφέρουν αλλαγές. Ο Ford, από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, λέει ότι είναι πρόβλημα για τη δημοκρατία όταν οι ψηφοφόροι είναι τόσο γρήγοροι στην κρίση τους.
Η νίκη του Τραμπ είναι ένας από τους κορυφαίους θριάμβους του συντηρητικού λαϊκιστικού κινήματος. Αλλά ο Ούγγρος ομοϊδεάτης του, Βίκτορ Όρμπαν, είδε το κόμμα του να καταγράφει τη χειρότερη επίδοση των τελευταίων δεκαετιών στις φετινές ευρωεκλογές, αποδεικνύοντας ότι κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο.
https://www.huffingtonpost.gr/