Συγκεκριμένα, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) αυξήθηκε κατά 4,4% το τελευταίο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, φτάνοντας τα 40,72 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αυτή η αύξηση δεν συνδέεται με βιώσιμη βελτίωση των εισοδημάτων. Το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε μόνο κατά 1,4% στην ίδια περίοδο, φτάνοντας τα 39,13 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι η κατανάλωση μεγαλώνει ταχύτερα από τα εισοδήματα υποδηλώνει ότι τα νοικοκυριά καταφεύγουν σε δανεισμό. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ποσοστό αποταμίευσης, το οποίο έφθασε το -4,1% το 4ο τρίμηνο του 2024, έναντι -1,1% το προηγούμενο έτος. Αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης σημαίνει ότι τα νοικοκυριά ξοδεύουν περισσότερα από όσα κερδίζουν, κάτι που οδηγεί αμετάκλητα σε αύξηση του χρέους.
Παράλληλα, οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος και οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν σημαντικά (26,4% και 4,8% αντίστοιχα), πιέζοντας περαιτέρω τα εισοδήματα και ενισχύοντας την ανάγκη για δανεισμό.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σαφής αν λάβουμε υπόψη τα συνολικά δεδομένα της οικονομίας. Ο καθαρός δανεισμός της συνολικής οικονομίας (S.1) ανήλθε σε 4,22 δισ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο, μειωμένο σε σχέση με το 2023 (5,34 δισ. ευρώ), αλλά η βελτίωση οφείλεται κυρίως στο πλεόνασμα του εξωτερικού ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων (+1,95 δισ. ευρώ) και όχι σε βελτίωση της οικονομικής συμπεριφοράς των νοικοκυριών.
Αναλυτικά τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ