6 Ιουλ 2025

“Βόμβα” από τον Μιχάλη Σάλλα: Ο Μητσοτάκης προτίμησε από την ευκαιρία των 90 δισ. ευρώ (RRF κλπ) για να φτιαξει παραγωγή, την επιδοματική εξάρτηση ( μοντέλο ΟΠΕΚΕΠΕ

 

Το γιατί η Ελλάδα, παρότι είχε πρόσβαση σε ευρωπαϊκούς πόρους ύψους σχεδόν 90 δισ. ευρώ, δεν κατάφερε να ανασχεδιάσει το παραγωγικό της μοντέλο, επιχειρεί να εξηγήσει στο άρθρο του στο Βήμα της Κυριακής ο τραπεζίτης Μιχάλης Σάλλας.

– Πηγή: ieidiseis.gr

Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που έχει εισρεύσει ποτέ στη χώρα από το εξωτερικό, αναλογικά με το ΑΕΠ, και συνιστά –όπως σημειώνει– μια επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο σκέλος της εξασφάλισης πόρων.

Ο κ. Σάλλας υπογραμμίζει πως το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό και δομικό: η Ελλάδα στερείται ενός συνεκτικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης.

Συνολικά, για την περίοδο 2021–2027, η χώρα έχει στη διάθεσή της 65 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις από κοινοτικά ταμεία.

Από αυτά, 26,2 δισ. ευρώ προέρχονται από το νέο ΕΣΠΑ, ενώ άλλα 16–17 δισ. αφορούν την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στήριγμα για τον αγροτικό τομέα. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) συνεισφέρει επιπλέον 17,8 δισ. ευρώ, ενώ από το ενεργειακό σκέλος REPowerEU προβλέπονται περίπου 800 εκατ. ευρώ. Θεματικά προγράμματα όπως το Horizon Europe και το Erasmus+ προσθέτουν περίπου 2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η χώρα έχει πρόσβαση σε 12,7 δισ. ευρώ μέσω δανείων του RRF, καθώς και σε έργα που χρηματοδοτούνται ή εγγυώνται επενδυτικά εργαλεία, όπως το InvestEU και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Παρά την τεράστια αυτή στήριξη, ο κ. Σάλλας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική και εναλλακτικό σχέδιο, η Ελλάδα κινδυνεύει να μείνει πίσω. Αν μέρος των κονδυλίων είχε αξιοποιηθεί σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 40–50 δισ. ευρώ στην επταετία, δηλαδή κατά 1,5–2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.

Αντίθετα, η χώρα συνεχίζει να λειτουργεί ως απλός απορροφητής χρημάτων, χωρίς να ενισχύει την παραγωγική της βάση. Όπως σημειώνει ο έμπειρος τραπεζίτης, το κράτος δρα περισσότερο ως διανομέας πόρων και όχι ως μοχλός μετασχηματισμού. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο παραγωγικό σχέδιο που να δένει τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις με στρατηγικούς στόχους όπως η μεταποίηση, η τεχνολογική πρόοδος, η εξωστρέφεια και η δημιουργία σταθερών, καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του αγροτικού τομέα, όπου ο ΟΠΕΚΕΠΕ και το σύστημα των ενισχύσεων έχουν συντηρήσει επί δεκαετίες μια στρεβλή λογική επιδοτήσεων, συχνά χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Η Ελλάδα επιδοτούσε στο παρελθόν ακόμη και την καταστροφή προϊόντων (χωματερές) , αντί να επενδύει στη βελτίωση της παραγωγής και στην ποιότητα.

Το πλέον ανησυχητικό, κατά τον κ. Σάλλα, δεν είναι τι έγινε με τους πόρους, αλλά τι θα συμβεί όταν αυτοί μειωθούν. Ήδη η Ε.Ε. επανεξετάζει το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο για την περίοδο 2028–2034, με έμφαση πλέον στην άμυνα, την ενεργειακή και τεχνολογική αυτονομία και τη γεωπολιτική σταθερότητα. Αν οι επιδοτήσεις περιοριστούν κατά 30% ή 50%, η Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρό σοκ: η ανάπτυξη ενδέχεται να μειωθεί κατά 1,5–2 μονάδες ετησίως και οι πιέσεις στους δημοσιονομικούς δείκτες θα είναι μεγάλες.

Ο κ. Σάλλας προτείνει, λόγω περικοπών στις «τυφλές» επιδοτήσεις, ένα μεταβατικό πλαίσιο στήριξης για ενίσχυση της οικονομίας. Ένα «μαξιλάρι προσαρμογής» που θα δώσει χρόνο στην ελληνική οικονομία να μετασχηματιστεί. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αυξημένη συμμετοχή της Ε.Ε. σε κοινές επενδύσεις, πρόσβαση σε ευνοϊκή χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, φορολογικά κίνητρα για επαναπατρισμό παραγωγής, ακόμα και ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες.

Τέλος, η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, προσαρμοσμένο στις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Αν δεν οργανωθεί εγκαίρως, η μετάβαση από τη φάση των επιδοτήσεων στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα» θα αποκαλύψει με ένταση τα χρόνια στρατηγικά ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας.

Αναλυτικά το άρθρο:

«Με σχεδόν 65 δισεκατομμύρια ευρώ σε ευρωπαϊκές επιδοτήσεις και ένα συνολικό χρηματοδοτικό πακέτο που αγγίζει τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ, η Ελλάδα είχε μια ιστορική ευκαιρία να επαναθεμελιώσει το παραγωγικό της μοντέλο. Αντ’ αυτού, επέλεξε να διατηρήσει την επιδοματική της εξάρτηση, απορροφώντας κονδύλια χωρίς να τα μετασχηματίζει σε ανάπτυξη. Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφει τις προτεραιότητές της προς την άμυνα, την τεχνολογία και τη γεωπολιτική αυτονομία, η χώρα κινδυνεύει να μείνει πίσω χωρίς πόρους, χωρίς στρατηγική, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο.

Στο πλαίσιο της περιόδου 2021–2027, η Ελλάδα θα έχει απορροφήσει περί τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις από ευρωπαϊκούς πόρους. Ειδικότερα, από το νέο ΕΣΠΑ αναλογούν περίπου 26,2 δισεκατομμύρια ευρώ από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που παραμένει πυλώνας για χιλιάδες αγρότες, υπολογίζονται περίπου 16 με 17 δισεκατομμύρια. Από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF) προστίθενται 17,8 δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις και σχεδόν 800 εκατομμύρια από το ενεργειακό σκέλος REPowerEU, ενώ η συμμετοχή της χώρας σε θεματικά προγράμματα όπως Horizon Europe, CEF, LIFE, Erasmus+, συνεισφέρει άλλα 1,5 με 2 δισεκατομμύρια ευρώ.

Πέρα από τις επιδοτήσεις, η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε επιπλέον 12,7 δισεκατομμύρια ευρώ μέσω των δανείων του RRF και σε δεκάδες έργα χρηματοδοτούμενα ή εγγυημένα από επενδυτικά εργαλεία όπως το InvestEU και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Το συνολικό ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης, επιδοματικό και δανειακό, προσεγγίζει ή και ξεπερνά τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ.

Αναλογικά με το ΑΕΠ της χώρας, πρόκειται για τη μεγαλύτερη εισροή πόρων από οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα και συγχρόνως η μεγαλύτερη βοήθεια που έχει λάβει από το εξωτερικό στην ιστορία της. Σε σύγκριση με το σχέδιο Μάρσαλ αλλά ακόμα και από τα ποσά που δόθηκαν υπό μορφή δανείων την περίοδο των μνημονίων, τα κονδύλια της περιόδου 2021-2027 ήταν πολύ υψηλότερα. Αναμφισβήτητα ήταν μία μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Με τέτοιες εισροές ωστόσο, η αναμενόμενη ανάπτυξη θα έπρεπε να είναι έντονη, διαρθρωτική, με προοπτική και εξωστρέφεια. Αντί αυτού, η ελληνική οικονομία καταγράφει έναν ρυθμό αύξησης περί το 2,3% ετησίως, λίγο πάνω από τον εκτιμώμενο δυνητικό της ρυθμό, και πολύ χαμηλότερα από εκείνον που θα δικαιολογούσε μια τέτοια εξωτερική στήριξη. Μέρος από τα ευρωπαϊκά κονδύλια αν είχαν αξιοποιηθεί στοχευμένα σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, η ανάπτυξη θα μπορούσε να ενισχυθεί κατά 1,5 έως 2 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως, δηλαδή το σωρευτικό ΑΕΠ της περιόδου 2021–2027 θα μπορούσε να αυξηθεί κατά επιπλέον 40 έως 50 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το πρόβλημα γι’ αυτήν την χαμένη ευκαιρία για το μέλλον του τόπου, είναι καθαρά δομικό, δηλαδή πολιτικό. Η Ελλάδα συνεχίζει να απορροφά πόρους χωρίς να τους μετατρέπει σε παραγωγική ικανότητα. Το κράτος λειτουργεί ως διανομέας χρημάτων, όχι ως φορέας μετασχηματισμού. Οι επιδοτήσεις συχνά χρηματοδοτούν καταναλωτικές ή διοικητικές δαπάνες, επιμορφωτικά σεμινάρια, μικρής εμβέλειας παρεμβάσεις. ‘Όλα αυτά αποτελούν μικροδαπάνες διάσπαρτες που μπορεί να αντιμετωπίζουν κάποιες άμεσες ανάγκες και να εξυπηρετούν το πελατειακό κράτος, αλλά αθροιστικά είναι τεράστια ποσά που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη ενός ισχυρότερου κράτους.

Λείπει το ενιαίο παραγωγικό σχέδιο που θα συνέδεε τους ευρωπαϊκούς πόρους με στόχους μεταποίησης, εξωστρέφειας, τεχνολογικής προόδου και βιώσιμων θέσεων εργασίας.

Ασφαλώς, τέτοιοι σχεδιασμοί δεν είναι εύκολοι σε χώρες που το κράτος λειτουργεί πελατειακά και η Δημόσια Διοίκηση είναι ανεπαρκής και διαβλητή. Το πελατειακό κράτος είναι εκείνο που οδήγησε την χώρα στα μνημόνια, την χρεωκοπία και τα οικονομικά, γνωστά και λιγότερο γνωστά, σκάνδαλα.

Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του ΟΠΕΚΕΠΕ, του βασικού διαχειριστή αγροτικών επιδοτήσεων. Παρά την τεχνολογική εξέλιξη, η χώρα παραμένει χωρίς λειτουργικό ψηφιακό μητρώο γεωργικής γης, με συστηματικά λάθη σε ελέγχους, καθυστερήσεις πληρωμών και πληρωμές σε μη επιλέξιμες εκτάσεις. Αντί ο μηχανισμός να λειτουργεί ως εργαλείο αναδιάρθρωσης της αγροτικής οικονομίας, αναπαράγει την εξάρτηση και τη διοικητική αναποτελεσματικότητα, για ευνόητους λόγους.

Η στρεβλή διαχείριση των αγροτικών πόρων δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Από τις πρώτες δεκαετίες συμμετοχής της Ελλάδας στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, διαμορφώθηκε ένα πρότυπο επιδοματικής λογικής στον πρωτογενή τομέα, το οποίο αντί να προωθεί την επεξεργασία και τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, ενίσχυε την απόσυρση και την καταστροφή τους. Υπάρχουν ιστορικές αναφορές σε επιδοτούμενες πρακτικές απόρριψης προϊόντων σε χωματερές ή σε μη παραγωγικές χρήσεις, στο όνομα της διατήρησης τιμών και εισοδήματος. Αντί να στηριχθούν η αγροτική βιομηχανία και η βιομηχανία τροφίμων, επικράτησε ένα καθεστώς χρηματοδοτούμενης αδράνειας, εν πολλοίς αποδεκτό από την τότε πολιτική ηγεσία και τους ισχυρούς συνεταιριστικούς μηχανισμούς της εποχής. Το υπόδειγμα αυτό άφησε διαχρονικά την ύπαιθρο χωρίς προστιθέμενη αξία, χωρίς εξωστρέφεια και χωρίς επενδυτικό ορίζοντα.

Το πιο ανησυχητικό όμως δεν είναι το πώς αξιοποιούνται οι πόροι, αλλά το τι θα συμβεί όταν αυτοί περιοριστούν. Η συζήτηση για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ε.Ε. (2028–2034) έχει ήδη ξεκινήσει σε τεχνικό επίπεδο. Όλα δείχνουν πως οι προτεραιότητες της Ένωσης αλλάζουν: το βάρος μετατοπίζεται στην κοινή άμυνα, στη στρατηγική αυτονομία σε ενέργεια και πρώτες ύλες, στην τεχνολογική κυριαρχία και στη γεωπολιτική σταθερότητα των συνόρων. Το πολιτικό και δημοσιονομικό περιθώριο για επιδοτήσεις τύπου ΕΣΠΑ και ΚΑΠ μειώνεται. Η εθνική συγχρηματοδότηση αναμένεται να αυξηθεί. Οι καθαροί αποδέκτες επιδοτήσεων (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) θα χρειαστεί να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους σε μια Ε.Ε. λιγότερο «επιεική».

Εάν οι επιδοτήσεις μειωθούν κατά 30% ή 50%, η ελληνική οικονομία θα δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα. Η δημόσια επενδυτική δαπάνη θα συρρικνωθεί, η αγροτική παραγωγή θα χάσει τη βάση επιβίωσής της, η αυτοδιοίκηση θα στερηθεί βασικά εργαλεία λειτουργίας. Η ανάπτυξη μπορεί να μειωθεί κατά 1,5–2 μονάδες ετησίως.

Η δημοσιονομική ισορροπία θα τεθεί υπό πίεση. Το σοκ θα είναι συστημικό και μεγάλο.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει όχι απλώς νέους πόρους (ούτως ή άλλως κάποια κονδύλια θα υπάρξουν), αλλά μια «μεταβατική στρατηγική στήριξης», ένα σύνολο εργαλείων που θα λειτουργήσουν ως αναπτυξιακό υποκατάστατο των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, μέχρι να ολοκληρωθεί η εσωτερική προσαρμογή. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αυξημένη συμμετοχή της Ε.Ε. σε κοινές επενδύσεις (π.χ. στην άμυνα, την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, κ.α.) και πρόσβαση σε ευνοϊκή χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, φορολογικά κίνητρα για τον επαναπατρισμό παραγωγής, εκδόσεις μη τακτής λήξης ομολογιακών Δανείων (perpetuals) ή προσωρινή εξαίρεση εθνικών δαπανών από τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Πρόκειται για ένα «μαξιλάρι μετάβασης», χωρίς το οποίο η σταδιακή απόσυρση των επιδοτήσεων, θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει. Χρειάζεται ένα νέο εθνικό σχέδιο που θα εντάσσεται στις προτεραιότητές της και θα ευθυγραμμίζεται με τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική. Η επόμενη περίοδος δεν θα είναι περίοδος κατανομής επιδοτήσεων, αλλά περίοδος συμμετοχής σε κοινές επενδύσεις , από την αμυντική βιομηχανία και τις τεχνολογίες αιχμής, έως την πράσινη μετάβαση με όρους ανταγωνιστικότητας. Η χώρα πρέπει να στραφεί προς την παραγωγή αξίας, την τεχνολογική ενσωμάτωση, τη βιομηχανική ανασυγκρότηση και να δώσει κίνητρα για την οργάνωση ιδιωτικών εξαγωγικών φορέων.


Διαφορετικά, κινδυνεύει να μείνει εκτός του νέου επενδυτικού ευρωπαϊκού χάρτη.

Οι επιδοτήσεις αποτέλεσαν τις τελευταίες δεκαετίες τον μηχανισμό εξισορρόπησης της ελληνικής οικονομίας. Δεν έγιναν όμως ποτέ εργαλείο αναπτυξιακού μετασχηματισμού. Η επόμενη δεκαετία δεν θα προσφέρει το ίδιο περιθώριο. Αν η Ελλάδα δεν οργανωθεί έγκαιρα, το τέλος της “ευρωπαϊκής επιείκειας” μπορεί να αποκαλύψει με τον πιο ωμό τρόπο το έλλειμμα στρατηγικής που κρύβεται πίσω από την “ευαίσθητη” σταθερότητα των αριθμών και την βελτίωση της ζωής του Έλληνα.

Μιχάλης Σάλλας

Πρόεδρος Lyktos Group, Επίτιμος Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου»