11 Ιουλ 2025

Στον «αέρα» οι προπληρωμένες κάρτες για τα επιδόματα - Καταπέλτης ο Συνήγορος του Πολίτη


 Ενστάσεις για τον τρόπο καταβολής των επιδομάτων ανεργίας και μητρότητας μέσω προπληρωμένων καρτών διατύπωσε ο Συνήγορος του Πολίτη, με επίσημη επιστολή προς την Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως.

Στην επιστολή, ο Συνήγορος μεταφέρει πλήθος καταγγελιών από πολίτες, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι αδυνατούν να κάνουν ελεύθερη χρήση του επιδόματος, εξαιτίας των περιορισμών που επιβάλλει το νέο καθεστώς.

Ειδικότερα, οι άνεργοι πολίτες υποστηρίζουν ότι αδυνατούν να πληρώσουν ενοίκιο, δόσεις δανείων, κοινόχρηστα ή να στηρίξουν οικονομικά συγγενικά πρόσωπα, αφού δεν είναι δυνατή η μεταφορά χρημάτων από την κάρτα σε τραπεζικό λογαριασμό, ούτε η ανάληψη πέραν του 50% του ποσού.

Ο νόμος 5078/2023 και η ΚΥΑ 3511/12-03-2025, που ρυθμίζουν το νέο πλαίσιο, προβλέπουν πως το ήμισυ κάθε επιδόματος πρέπει να δαπανάται αποκλειστικά μέσω προπληρωμένης κάρτας, περιορίζοντας σημαντικά τη δυνατότητα ρευστοποίησης ή ελεύθερης διάθεσης των ποσών από τους δικαιούχους.

Ο Συνήγορος του Πολίτη επικαλείται στην επιστολή του, τη συνταγματική προστασία της κοινωνικής ασφάλισης και της ελευθερίας της προσωπικής ανάπτυξης και οικονομικής δράσης των πολιτών. Επισημαίνει ότι τέτοιου είδους περιορισμοί, αν και επιτρέπονται, δεν πρέπει να θίγουν τον πυρήνα των δικαιωμάτων και πρέπει να είναι αναλογικοί και πρόσφοροι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Συνήγορος τονίζει πως η εφαρμογή της προπληρωμένης κάρτας δεν φαίνεται να αποτελεί αναγκαίο ή αποτελεσματικό μέτρο για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και ζητά την άμεση αναθεώρηση του καθεστώτος.

Προτείνει δε, τη λήψη νομοθετικής ή κανονιστικής πρωτοβουλίας, ώστε να αποκατασταθεί η δυνατότητα των δικαιούχων να χρησιμοποιούν τα επιδόματα για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών τους, χωρίς περιορισμούς που τους στερούν το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Συγκεκριμένα, ο Συνήγορος του Πολίτη επικαλείται το Σύνταγμα, το οποίο προβλέπει στο άρθρο 22 παρ. 5: «Tο Kράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.»

Το επίδομα ανεργίας και γονικής άδειας και οι παροχές μητρότητας συνιστούν ασφαλιστικές παροχές όπως αυτό απορρέει τόσο από την οικεία νομοθεσία, όσο και από την σχετική νομολογία του ΣτΕ.
Κατά το Ανώτατο Ακυρωτικό, εφόσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου (είδος συλλογικής ανταποδοτικότητας).

Κατά τούτο οι ασφαλιστικές παροχές του επιδόματος ανεργίας και των ποσών μητρότητας έχουν ουσιωδώς όμοια νομική φύση με την σύνταξη (που χορηγείται με την επέλευση κάθε φορά του αντίστοιχου κινδύνου όπως π.χ. η σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας) και συνεπώς συνιστούν νόμιμα μέσα για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας (άρθρο 5 του Συντάγματος). Η προστασία της προσωπικότητας έχει αναχθεί σε ιδιαίτερο δικαίωμα, δυνάμει του άρθρου ΑΚ 57, ενώ η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και η ελευθερία των συμβάσεων, δυνάμει του άρθρου ΑΚ 361. Η τελευταία επιτρέπει στο κάθε πρόσωπο να ρυθμίζει μόνο του τις περιουσιακές και προσωπικές σχέσεις του κατά τον τρόπο που ανταποκρίνεται στην προτίμησή του.

Στην ελευθερία αυτή μπορεί ο τυπικός νομοθέτης να επιβάλει περιορισμούς για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος (ΣτΕ 1964/2016, ΣτΕ 4569/2015 7μ.), λαμβάνοντας υπ’ όψιν
ότι οι περιορισμοί αυτοί:

Α) δεν πρέπει να προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος, ήτοι ο τρόπος καταβολής τους να είναι ικανός να εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, όσο το δυνατό εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει ο/η ασφαλισμένος/η κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου και

Β) θα πρέπει να τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας, να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν (ΣτΕ 3372/2015 Ολομ., ΣτΕ 2527/2013 Ολομ., ΣτΕ 2451/2012 7μ. κ.ά.). Εξάλλου, όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΣτΕ 4569/2015 7μ., ΣτΕ 3962/2014 Ολομ. κ.ά.).

Ειδικότερα η εν θέματι ρύθμιση δεν προκρίνεται ως αναγκαία για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αλλά τυγχάνει νομικά ασύνδετη με τον επιδιωκόμενο στόχο και σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει πρόδηλα το απαραίτητο μέτρο και τούτο διότι η καταβολή με πίστωση στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων ή έστω σε προπληρωμένη κάρτα είναι ικανή και πρόσφορη για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής σε συνδυασμό
και με άλλα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής που έχουν ληφθεί από τον νομοθέτη.

Για παράδειγμα η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 προβλέπει τα εξής:

«3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά.»

Πέραν των ανωτέρω όμως η εν θέματι ρύθμιση δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι υπάρχουν νόμιμες συναλλαγές που δεν δύναται να λάβουν χώρα μέσω POS διότι αυτό δεν προβλέπεται από την οικεία νομοθεσία, όπως π.χ. τα μισθώματα κατοικίας, ή δόσεις δανείων, ενώ παραγνωρίζει το πραγματικό γεγονός ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής τα μισθώματα κατοικίας υπερβαίνουν κατά πολύ το ½ του ποσού των παροχών με συνέπεια να δημιουργείται αντικειμενική αδυναμία να ανταπεξέλθει ο μισθωτής στην συμβατική του υποχρέωση καταβολής του ενοικίου αφού αδυνατεί να μεταβιβάσει με τραπεζικό έμβασμα το υπόλοιπο του
ενοικίου στον εκμισθωτή. Κατά τούτο η προσθήκη της υποχρέωσης το ήμισυ (1/2) του καταβαλλόμενου ποσού να δαπανάται αποκλειστικά μέσω χρήσης της προπληρωμένης κάρτας του δικαιούχου για αγορές προϊόντων ή υπηρεσιών, (συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών αγορών), ή πληρωμές χωρίς επιβάρυνση του δικαιούχου με έξοδα κόστους συναλλαγών τραπεζικής συναλλαγής υπερακοντίζει τον ανωτέρω σκοπό.

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν:

Α) Τις ανωτέρω νομοθετικές ρυθμίσεις και την ερμηνεία αυτών,

Β) Tις αιτιάσεις των πολιτών ότι με τον νέο τρόπο πληρωμής στερούνται τη δυνατότητα κατά το ήμισυ να αποπληρώσουν βασικές βιοτικές τους ανάγκες και να διαθέσουν ελεύθερα αυτό, εκτιμούμε ότι είναι αναγκαίο να ληφθεί άμεσα νομοθετική μέριμνα ή πρωτοβουλία στο πλαίσιο της κανονιστικής δράσης, ώστε φαινόμενα που καταγγέλλονται για αδυναμία πληρωμής των βασικών υποχρεώσεων (στέγαση, υποχρεώσεις δανείων, κοινόχρηστα, μεταφορά σε προστατευόμενη μέλη που διαβιούν εκτός οικογενειακής στέγης) να απαλειφθούν με κάθε πρόσφορο μέσο.

Σας ευχαριστούμε για την προσοχή σας και παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση τυχόν χρειαστεί.