Ένα από τα συμπτώματα της κρίσης, όχι απλώς πολιτικής αλλά και πολιτισμικής, στη χώρα μας είναι ο τρόπος με τον οποίο αρκετά μέσα και δημοσιογράφοι αντιλαμβάνονται τη συστράτευση με την κυβέρνηση.
Θέλω να είμαι σαφής: από θέση αρχής δεν έχω πρόβλημα...
όταν ένας αρθρογράφος ή ένα μέσο είναι υπέρ της κυβέρνησης. Η δημοσιογραφία -καλώς ή κακώς- πάντα περιλαμβάνει το στοιχείο της «γραμμής».Όσο πιο σαφής είναι η γραμμή και ρητά διατυπωμένη, τόσο πιο εύκολο είναι για τον αναγνώστη να βάλει το σχετικό «φίλτρο» και να κατανοήσει αυτό που διαβάζει, να πάρει δηλαδή την πληροφορία, να διαχωρίσει και να κρίνει το σχόλιο, και τελικά να σχηματίσει τη δική του γνώμη.
Πρόβλημα έχω όταν η συστράτευση γίνεται… βλακεία. Όταν χάνεται η σοβαρότητα, όταν χάνεται το μέτρο, όταν χάνεται η επαφή με την πραγματικότητα.
Και αυτό ακριβώς το πρόβλημα εντοπίζω σε ορισμένους αρθρογράφους τις τελευταίες μέρες σε σχέση με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Ως γνωστόν, σε σχέση με αυτό το πολύ μεγάλο σκάνδαλο, που πολύ φοβάμαι ότι θα το πληρώσουμε όλες και όλοι μας, ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών ήρθε από υποκλοπές συνομιλιών.
Τι έρχονται λοιπόν και λένε διάφοροι… φωστήρες της δημοσιογραφίας;
«Τώρα σας αρέσουν οι υποκλοπές, αλλά όταν τις έκανε η ΕΥΠ φωνάζατε και κάνατε διαμαρτυρίες».
Ουσιαστικά, προσπαθούν να υποστηρίξουν ότι εκείνες οι υποκλοπές της ΕΥΠ (και του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator) ήταν εξίσου αναγκαίες με αυτές και στην πραγματικότητα όταν υποκλέπτονταν οι συνομιλίες του σημερινού αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπουργών, πολιτικών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, ανώτατων αξιωματικών και δικαστικών, «κάτι» έψαχνε η ΕΥΠ και το έκανε.
Βεβαίως αυτό που προσπερνούν είναι ότι στην περίπτωση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ έχουμε να κάνουμε με νόμιμες επισυνδέσεις που έγιναν από την Ελληνική Αστυνομία ύστερα από εισαγγελική παραγγελία στο πλαίσιο της διερεύνησης συγκεκριμένων και ρητά αναφερόμενων στα σχετικά έγγραφα αδικημάτων, εντός συγκεκριμένης δικογραφίας που τώρα οδηγείται στη δικαιοσύνη.
Δηλαδή, στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ υπήρξε συγκεκριμένη έρευνα, αυτή εντόπισε υπόνοιες για τέλεση αδικημάτων όπως και αυτούς που μπορεί να εμπλέκονταν και σε αυτό το πλαίσιο με πλήρη νομιμότητα έγιναν οι σχετικές επισυνδέσεις.
Αντιθέτως, στην περίπτωση των υποκλοπών είχαμε την ΕΥΠ να πραγματοποιεί αυθαίρετα πλήθος υποκλοπών, απλώς και μόνο με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» χωρίς καμία επίκληση συγκεκριμένου αδικήματος (ή κινδύνου όντως για την «εθνική ασφάλεια»), χωρίς άλλη αιτιολογία, κατά βάση απλώς και μόνο επειδή η ΕΥΠ μπορούσε να το κάνει αυτό γνωρίζοντας ότι η αρμόδια Εισαγγελέας απλώς θα διεκπεραίωνε το σχετικό αίτημα.
Μάλιστα, στην περίπτωση των υποκλοπών είχαμε όχι μόνο αυτές της ΕΥΠ, αλλά και την παράλληλη λειτουργία ενός παρασυστήματος – με όρους….ΣΔΙΤ – που «έτρεχε» και το παράνομο λογισμικό Predator.
Είναι σαφές ότι τις δύο περιπτώσεις τις χωρίζει η άβυσσος που χωρίζει τη νομιμότητα από την παρανομία και την αυθαιρεσία.
Κάτι που σε πρώτη φάση είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης που είχε αποδοκιμάσει τις υποκλοπές αυτές. Γιατί μπορεί ποτέ να μην ανέλαβε πραγματικά την πολιτική ευθύνη, ωστόσο ουδέποτε βγήκε να πει κιόλας «καλώς γίνονταν αυτές οι υποκλοπές».
Γιατί, όμως, βγαίνουν έμπειροι και με γνώση αρθρογράφοι και γράφουν – μετά συγχωρήσεως… – ανοησίες;
Μια απάντηση θα ήταν ότι από την προηγούμενη δεκαετία και τις μεγάλες πολώσεις της, κυριάρχησε μεταξύ των δημοσιολόγων που στρατεύτηκαν υπέρ των Μνημονίων και του «Μένουμε Ευρώπη» μια αντίληψη της πολιτικής πολεμικής που στηρίχτηκε στην πεποίθηση ότι η μάχη είναι «υπαρξιακή» και άρα «όλα επιτρέπονται». Δηλαδή, χάθηκε κάθε έννοια διαλόγου, κριτικής που να στηρίζεται σε επιχειρήματα, αναγνώρισης ότι μπορεί και η άλλη πλευρά να έχει κάποια βάση σε αυτά που λέει. Αντιθέτως, κυριάρχησαν τα «αντανακλαστικά»: εάν κάποιος ήταν απέναντι, ήταν αυτομάτως «μαδούρος», «δραχμιστής», «επικίνδυνος». Εάν κάτι ερχόταν από την Τρόικα ήταν αυτομάτως «σκληρό αλλά αναγκαίο», «όρος επιβίωσης», «κοινή λογική».
Αυτή η αντίληψη του πολιτικού διαλόγου σαφώς συνεχίζεται και τώρα και οδηγεί, ιδίως όταν δεν υπάρχει κάποια «κεντρική γραμμή» αλλά «παίρνουν πρωτοβουλίες», ακόμη και σε τοποθετήσεις που αποτυπώνουν βαθιά άγνοια του πώς λειτουργούν βασικοί θεσμοί και το κράτος δικαίου εν γένει.
Όμως, φοβάμαι ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με άγνοια ή με λησμονιά βασικών αρχών του πώς λειτουργεί μια όντως ευνομούμενη Πολιτεία.
Έχουμε και μια βαθύτερη – και κατά συνέπεια πιο επικίνδυνη – μετατόπιση.
Αυτοί που σήμερα συγχέουν τις νόμιμες επισυνδέσεις στο πλαίσιο έρευνας για αδικήματα και τις παράνομες υποκλοπές με απλή επίκληση «εθνικής ασφάλειας», δεν το κάνουν μόνο επειδή δεν μπορούν να κάνουν τη διάκριση.
Το κάνουν και γιατί στα μάτια τους οι δυο διαδικασίες είναι όμοιες. Όχι όμοιες στη νομιμότητα, όμοιες σε ένα «δικαίωμα αυθαιρεσίας» που στα μάτια τους έχει ούτως ή άλλως η εκάστοτε κυβέρνηση που είναι «με τη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Δηλαδή, το άρρητο επιχείρημά τους είναι λίγο πολύ ότι «δικαίωμα του κράτους είναι να αυθαιρετεί για να προστατεύσει το “εθνικό συμφέρον”» ακόμη και εάν ως «εθνικό συμφέρον» εννοούν να διατηρηθεί στην εξουσία μια από τις πιο αντιδημοφιλείς κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών.
Να το πω πολύ απλά εάν εξισώνουν τη νομιμότητα με την αυθαιρεσία είναι επειδή στα μάτια τους και μέσα σε μια λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η αυθαιρεσία της εξουσίας είναι η πραγματική νομιμότητα, είναι το «κράτος που παίρνει την κατάσταση στα χέρια του».
Βεβαίως αυτό που δεν αναφέρουν είναι ότι όλα αυτά δεν έχουν ακριβώς σχέση με τη δημοκρατία. Αλλά, δεν νομίζω ότι η διασφάλιση της ποιότητας της δημοκρατίας είναι ακριβώς μεταξύ των προτεραιοτήτων τους.