«Ναι, αλλά για το Μάτι δεν λέτε τίποτα». Το επιχείρηµα αυτό είχε επιστρατευτεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως πρόταση συµψηφισµού όταν ολόκληρη η Ελλάδα, συγκλονισµένη, έθετε το ερώτηµα τι έγινε και γιατί έγινε εκείνο το βράδυ στα Τέµπη. Οποιος ζητούσε εξηγήσεις έπρεπε να πάψει... να το κάνει. Επρεπε να αντικειµενικοποιήσει το έγκληµα ως κάτι που συµβαίνει. Που συνέβη και στο Μάτι και στη Μάνδρα. Συνεπώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είχε ευθύνη, αφού προσθέτοντας τα θύµατα στο Μάτι και στη Μάνδρα και αφαιρώντας εκείνα στα Τέµπη περίσσευε ικανός αριθµός θυµάτων που µπορούσαν να δικαιολογήσουν και τον Κώστα Αχ. Καραµανλή και τον Χρήστο Τριαντόπουλο και φυσικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η κυνική και µακάβρια αριθµητική µε την οποία ο προπαγανδιστικός µηχανισµός του Μητσοτάκη παρήγαγε κυνισµό και πολιτική δεν άντεξε στην κοινωνική πίεση.
Στους δρόµους βγήκαν περί τα δύο εκατοµµύρια άνθρωποι για να απαιτήσουν να αποδοθεί δικαιοσύνη και να σταµατήσει η συγκάλυψη και κατ’ επέκταση η προπαγάνδα. Κάθε ελληνικό σπίτι έχει αντιπροσωπευτεί στις µεγάλες κινητοποιήσεις για το έγκληµα στα Τέµπη. Υπήρξαν δικαστικές και άλλες µεθοδεύσεις, αλλά η κοινή γνώµη (κι αυτό δεν είναι κάτι συνηθισµένο και τυχαίο) µένει σταθερή στο αίτηµα για δικαιοσύνη, ενώ βλέπει µε καχυποψία την προσπάθεια να παραχθεί σύγχυση µέσω κατασκευασµένων πορισµάτων και θεωριών.
∆ύο χρόνια µετά κανένας δεν τολµά να δικαιολογήσει σε δηµόσια τοποθέτηση, µε συµψηφισµούς, το έγκληµα διαρκείας που ξεκίνησε πριν από το τρένο και συνεχίζεται έως σήµερα µε τη συγκάλυψη. Κανένας, εκτός από τη νυν πρόεδρο του Αρειου Πάγου Αναστασία Παπαδοπούλου. Μιλώντας σε συνέδριο µε θέµα «∆ικαιοσύνη: Θεµέλιο Ανάπτυξης και Ευηµερίας» (την ώρα που ο Πάνος Ρούτσι, τραγικός πατέρας, ζητούσε ρισκάροντας τη ζωή του µε απεργία πείνας απαντήσεις και όχι ψέµατα) συνέκρινε τα Τέµπη µε το Μάτι και τη Μάνδρα. Το επέκτεινε µάλιστα ως επιχείρηµα πέρα από τη σφαίρα που το τοποθετεί ο προπαγανδιστικός µηχανισµός της κυβέρνησης. Χαρακτήρισε τις αντιδράσεις της κοινωνίας προβληµατικές και υποκινούµενες, µόνο και µόνο γιατί δεν υπήρξαν αντίστοιχες για το Μάτι. Η δήλωση της προέδρου του Αρειου Πάγου αποτελεί ύβρη και για τη ∆ικαιοσύνη και για την κοινωνία. Ας τη δούµε προσεκτικά:
«Αυτή η χώρα είχε και άλλα δυστυχήµατα –το Μάτι, τη Μάνδρα– αλλά ποτέ δεν υπήρξαν τέτοιες εκδηλώσεις. Ολοι αυτοί που κινούνται γύρω από τους συγγενείς δεν θέλουν να ξεκινήσει η δίκη. Αυτό πλέον είναι πεποίθηση. Μετά από δυόµισι χρόνια ανάκριση και χιλιάδες σελίδες δικογράφων δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνει η ανάκριση».
Η κ. Παπαδοπούλου δεν αποτελεί κάποιο βαρύ βιογραφικό στον χώρο της ∆ικαιοσύνης όπως λένε συνάδελφοί της. Είναι ωστόσο πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας. Λόγω αυτού του θεσµικού ρόλου έπρεπε να γνωρίζει ότι δουλειά της δεν είναι να κρίνει την κοινωνία όταν διαµαρτύρεται νόµιµα (άρθρο 11 του συντάγµατος), αλλά να εξασφαλίζει τη δίκαιη απονοµή δικαιοσύνης. Στις παρέες της µπορεί να λέει ό,τι θέλει, να δηλώνει θαυµάστρια των πιο ακραίων τρολ του διαδικτύου που αναπαράγουν αυτά τα επιχειρήµατα, αλλά στον δηµόσιο ρόλο και λόγο πρέπει να σέβεται και να προσέχει. Εκτός αν θεωρεί ότι δύο εκατοµµύρια ανθρώπων που διαµαρτυρήθηκαν για τα Τέµπη (για να αναφερθώ σε µία µόνο κινητοποίηση) είναι πεπλανηµένοι και υποκινούµενοι. ∆εν βρισκόµαστε στην εποχή του δικτάτορα Παπαδόπουλου και η ∆ικαιοσύνη δεν µπορεί να εκφράζεται από τις απόψεις της Αναστασίας Παπαδοπούλου. Τέλος. ∆εν είµαστε κράτος δικαστών ούτε πολιτικών. Είµαστε, θεωρητικά τουλάχιστον, κράτος δικαίου και κανόνων.
Το ερώτηµα της προέδρου του Αρειου Πάγου, γιατί δεν υπήρξαν αντίστοιχες κινητοποιήσεις σε άλλα δυστυχήµατα, πρέπει να το απαντήσει η ίδια, αντί να το θέτει ως επιχείρηµα λάθους προσανατολισµού της κοινωνίας. Για το έγκληµα στα Τέµπη γίνεται αυτό που γίνεται γιατί είναι καταφανές ότι δεν αποδίδεται δικαιοσύνη και µεθοδεύεται η συγκάλυψη. Γι’ αυτό η κοινωνία ανέβηκε στα κάγκελα, βγήκε στον δρόµο και θα παραµείνει. Ποτέ άλλοτε µπροστά σε µια τόσο τραγική κατάσταση κάποιοι στη ∆ικαιοσύνη, αυτοί που έπρεπε να βοηθήσουν για να αποδοθεί δίκιο, δεν ήταν τόσο προκλητικοί. Οι πράξεις του ανακριτή έχουν καταγγελθεί από τους δικηγορικούς συλλόγους, από τους εµπλεκόµενους και από µέσα ενηµέρωσης που δηµοσιοποιούν καθηµερινά τις τρύπες και τις επιτηδευµένες παραλείψεις στην ανάκριση.
Αν θέλει όµως η κ. πρόεδρος να κάνει σύγκριση µε το Μάτι, υπάρχει κάτι στο οποίο µπορεί να την κάνει. Στο Μάτι οι ιατροδικαστές, παρότι ήταν εµφανές από πού προήλθε ο θάνατος των θυµάτων, έκαναν τοξικολογικές εξετάσεις στις σορούς όπως επιβάλλει το πρωτόκολλο. Στα Τέµπη (για να πάµε στη σύγκριση) γιατί δεν έγινε; Γιατί ο επικεφαλής των ιατροδικαστών Νίκος Καρακούκης βεβαίωσε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο και στη συνέχεια βρέθηκε να προάγεται;
Σε ποια άλλη υπόθεση δυστυχήµατος ή εγκλήµατος, που υπήρχαν ακόµη και υπόνοιες για κάτι ύποπτο, οι δικαστικές αρχές δεν υλοποίησαν αίτηµα των συγγενών για εκταφή;
Η ίδια η κ. Παπαδοπούλου αποκάλυψε πως όσα συµβαίνουν, µε τη δική της ανοχή, αποτελούν διαδικασία συγκάλυψης και συνιστούν υποκρισία. Στο ίδιο συνέδριο η πρόεδρος του Αρειου Πάγου είπε σε σχέση µε τα αιτήµατα των συγγενών να εκταφούν οι άνθρωποί τους:
«Εχουν ήδη απορριφθεί αιτιολογηµένα, καθώς εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. ∆εν µπορεί να γίνει επανεξέταση των ίδιων αιτηµάτων».
Ενώ όµως η πρόεδρος διατυπώνει αυτή την απόλυτη άρνηση ύστερα από πολιτικές δηλώσεις του υπουργού ∆ικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη, που αναγκάζεται να τα γυρίσει σε σχέση µε τις εκταφές, η ίδια η ενιαία ∆ικαιοσύνη, την οποία πρωτίστως εκφράζει η κ. Παπαδοπούλου µε το θεσµικό αξίωµά της, αποφασίζει να επιτρέψει τις εκταφές. Είναι αυτό θεσµική λειτουργία της ∆ικαιοσύνης ή απόδειξη ότι έχει αφεντικό το οποίο υπηρετεί τυφλά; Πώς εξετάστηκε το αίτηµα που δεν µπορούσε να εξεταστεί; Πώς γίνεται εκταφή που δεν γινόταν να γίνει; Πώς ξανανοίγει µε τον τρόπο αυτό η δικογραφία που δεν γινόταν να ανοίξει;
Τα πράγµατα όµως είναι ακόµη χειρότερα. Τα επανειληµµένα αιτήµατα των συγγενών για εκταφές είχαν δύο σκέλη. Το ένα αφορούσε την ταυτοποίηση του υλικού που βρίσκεται στα φέρετρα. Ηθελαν δηλαδή να εκπληρωθεί το ηθικό δικαίωµα να ξέρουν αν έκλαψαν και έθαψαν στον τάφο τους δικούς τους ανθρώπους. Το δεύτερο σκέλος αφορά την εξέταση του βιολογικού υλικού προκειµένου να διαπιστωθεί τι χηµικές ενώσεις υπάρχουν στα υπολείµµατα των σωµάτων. Η εξέταση αυτή, η οποία δεν είναι µόνο ηθικό δικαίωµα των γονιών αλλά ανακριτική διαδικασία για την αποκάλυψη της αλήθειας, δεν έγινε ποτέ. Ο δε ανακριτής Σωτήρης Μπακαΐµης έδωσε εντολή να καταστραφεί το βιολογικό υλικό που ήταν στη διάθεση των αρχών και θα µπορούσε να εξεταστεί χωρίς να γίνει εκταφή. Αντί όλων αυτών των ανακριτικών πράξεων, ο ανακριτής αρνήθηκε τις εκταφές που ζητούσαν οι ίδιοι οι γονείς.
Μετά την κοινωνική κατακραυγή που προκλήθηκε από την απεργία πείνας του γονιού Πάνου Ρούτσι µε το αίτηµα της εκταφής, αποφασίζεται η εκταφή αλλά όχι για να ικανοποιηθεί το δεύτερο σκέλος. Η ∆ικαιοσύνη, όπως και η κυβέρνηση, δεν θέλει να ερευνηθούν οι σοροί για να διαπιστωθεί αν περιέχουν χηµικά τα οποία µετέφερε το τρένο.
Γιατί; Ποιος είναι ο λόγος; Γιατί οι λειτουργοί της ∆ικαιοσύνης δεν ικανοποιούν το αίτηµα των συγγενών, ώστε να διαλυθεί κάθε αµφιβολία και να λάµψει η αλήθεια; Είναι χρυσή ευκαιρία να αποδειχθεί ότι όσα λέγονται για παράνοµο φορτίο υδρογονανθράκων είναι ανυπόστατα και να ησυχάσουν και οι συγγενείς και η κοινή γνώµη. ∆εν θέλει αλήθεια ο πρωθυπουργός, ο οποίος διατύπωσε πριν από τις έρευνες ακόµη την άποψη ότι τα περί τέτοιου φορτίου είναι θεωρίες συνωµοσίας, να επιβεβαιωθεί και να επανακτήσει την εµπιστοσύνη που έχει χάσει; ∆εν θέλει η ∆ικαιοσύνη που εµφανίζεται να έχει τρωθεί να στείλει το µήνυµα ότι στέκεται όρθια µε αξιοπρέπεια και κύρος; Προφανώς όχι. Για να δείξεις την αξιοπρέπεια πρέπει να την έχεις.
Κωστας Βαξεβανης
https://www.documentonews.gr/