6 Σεπ 2025

Δημογραφικό: Τιμωρώντας την οικογένεια και τα παιδιά

 

Το δημογραφικό αναδεικνύεται ως ένας ακόμα «εθνικός γρίφος» σε μια χώρα που βιώνει πολλαπλές κρίσεις. Οι ορατές και αθέατες όψεις από τον Διευθυντή του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών, Βύρωνα Κοτζαμάνη, την Καθηγήτρια του Παντείου, Μαρία Καραμεσίνη, και τον ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα του «Μητέρα Μηδέν Παιδιών», Λύο Καλοβυρνά.

Η Ελλάδα δεν πεθαίνει, ωστόσο, μοιάζει να ψυχορραγεί καθώς ο πληθυσμός της γερνά, οι νέοι της που έφυγαν μετανάστες λόγω κρίσης δεν επιστρέφουν και γεννιούνται όλο και λιγότερα μωρά.Ευτυχώς -και παρά το κύμα νεοσυντηρητισμού- έχει περάσει η εποχή που το να κάνει κάποιος – και, κυρίως, κάποια – παιδιά θεωρούνταν ο προορισμός της ζωής του/της. Τι γίνεται ωστόσο με όσους θέλουν να γίνουν γονείς; Τι κάνει η χώρα που το πολιτικό της σύστημα διεκτραγωδεί την υπογεννητικότητα; Πως στηρίζονται οι νέοι άνθρωποι ώστε να δημιουργήσουν οικογένεια και μάλιστα να κάνουν όσα παιδιά πραγματικά επιθυμούν;

«Πότε θα κάνεις ένα παιδάκι; Γιατί δεν κάνεις ένα παιδάκι; Μετά θα θέλεις και δεν θα μπορείς». Αυτό είναι το μάντρα που ακούει στέρεο σχεδόν καθημερινά η 31χρόνη Λέτα. «Έχω φίλες που δεν απέκτησαν παιδιά κι είναι μια χαρά, δεν βλέπω καμία να υποφέρει στα 50 της επειδή δεν έκανε παιδιά», λέει η Λέτα. «Εγώ δεν θέλω και δεν βλέπω το λόγο να μου ασκείται αυτή η πίεση. Αλλά, δεν βλέπω και να υποστηρίζονται εμπράκτως οι γυναίκες που θέλουν να κάνουν ένα ή περισσότερα παιδιά».

Η 33χρονη Κατερίνα είναι μαμά δύο κοριτσιών, η μεγάλη της κόρη πάει στην πρώτη δημοτικού και το μωρό της είναι 11 μηνών. Πρόσφατα, επέστρεψε στην αγορά εργασίας. «Είναι ένας καθημερινός άθλος», λέει η Κατερίνα. «Για ένα μέσο ζευγάρι τα δυο παιδιά μοιάζουν με πολυτέλεια. Για όσες φίλες μου θέλουν να κάνουν παιδιά μόνες τους, μοιάζει οριακά ακατόρθωτο. Και δεν είναι μόνο το συνολικό κόστος ζωής και τα απλησίαστα ενοίκια, είναι και οι εργοδότες που όταν είσαι νέα σε ρωτάνε αν σκέφτεσαι να κάνεις παιδί, είναι που οι μωρομάνες βρίσκουν δυσκολότερα δουλειά, είναι που χρειάζεσαι τους γονείς σου κοντά για βοήθεια, είναι η ίδια η πόλη που δεν είναι φιλική για τα μικρά. Από τη μια μας λένε κάντε παιδιά επειγόντως κι από την άλλη δεν υποστηριζόμαστε αν θέλουμε να τα κάνουμε».

«Η Ελλάδα γερνάει», «η Ελλάδα πεθαίνει», «η Ελλάδα χωρίς μέλλον». Αυτοί είναι μερικοί από τους δραματικούς τίτλους που διαβάζουμε συχνά. Ποια είναι η δημογραφική εικόνα της χώρας μας; Και τι να περιμένουμε για το κοινό μας μέλλον; Ο Βύρων Κοτζαμάνης είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών.

kotzamanis_5e2be.jpg

«Οι πρόσφατες προβολές των διεθνών οργανισμών για την περίοδο 2024-2050 συγκλίνουν ως προς το ότι οι θάνατοι θα συνεχίσουν να υπερτερούν σημαντικά των γεννήσεων, ο συνολικός πληθυσμός θα μειωθεί και η γήρανση δεν πρόκειται να ανακοπεί, καθώς οι 65 ετών και άνω θα αυξηθούν κατά 650-700 χιλιάδες», μας λέει ο καθηγητής και μας δίνει τα στοιχεία:

-μειώνεται ο αριθμός των παιδιών που αποκτούν οι διαδοχικές γενεές
-οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930 έκαναν 2,25 παιδιά κατά μέσο όρο,
-οι κόρες τους που γεννήθηκαν το 1960 2,0 και οι εγγονές τους που γεννήθηκαν γύρω από το 1985 λιγότερα από 1,5 παιδιά/γυναίκα.
-οι γεννήσεις είναι σήμερα πολύ λιγότερες από αυτές της περιόδου 1955-1980.
-μετά το 2010 έχουμε περισσότερους θανάτους από γεννήσεις, και, ταυτόχρονα, και ένα αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο.

Ωστόσο, σε όλες τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες οι γενεές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου κάνουν όλο και λίγο λιγότερα παιδιά. «Οι αλλαγές στις αναπαραγωγικές συμπεριφορές των ζευγαριών οδήγησαν παντού στον περιορισμό του αριθμού των παιδιών αλλά και σε ένα νέο μοντέλο οικογένειας που διαφοροποιείται σημαντικά από τα προϋπάρχοντα», λέει ο Βύρων Κοτζαμάνης. «Στη χώρα μας η μετάβαση στο νέο αυτό τύπο οικογένειας γίνεται με σχετική υστέρηση, ενώ συνυπάρχουν ακόμη και στοιχεία του πρότερου μοντέλου. Η Ελλάδα εντάσσεται ταυτόχρονα στην ομάδα εκείνη των χωρών όπου, ελλείψει ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών, ο αριθμός των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι διαδοχικές μετά το 1950 γενεές υπολείπεται όλο και περισσότερο του επιθυμητού απέχοντας πλέον σημαντικά στις νεότερες γενεές των 2,05 (του ορίου δηλαδή της αναπαραγωγής)».

Οι «διασώστριες του Έθνους»

Πριν μιλήσουμε για το κατά πόσο υποστηρίζονται οι νέοι άνθρωποι να γίνουν γονείς, ας εστιάσουμε πρωτίστως στις γυναίκες, αυτές που οι συντηρητικές φωνές καλούν να γίνουν… διασώστριες του έθνους. Πόσο υποστηρίζονται στην Ελλάδα οι γυναίκες για να αναπτυχθούν ολόπλευρα και ως επαγγελματίες και ως προσωπικότητες και - αν το επιθυμούν- να γίνουν και μητέρες; Από αυτήν την απλή απορία ξεκινάμε τη συζήτησή μας με την Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

karamesini_b3d70.webp

«Καμία συζήτηση για το δημογραφικό δεν μπορεί να προσπεράσει την έμφυλη διάσταση, αφού οι γυναίκες είναι που αποφασίζουν, είτε μόνες είτε από κοινού με τον/την σύντροφο, να κάνουν παιδιά. Η εκκλησία και, γενικότερα, η συντηρητική ιδεολογία θεωρεί την μητρότητα προορισμό κάθε γυναίκας και τις προτρέπει να θέσουν τη μήτρα τους στην υπηρεσία του έθνους ή της φυλής. Οι φεμινίστριες υπερασπίζονται σθεναρά το δικαίωμα των γυναικών να μην κάνουν παιδιά εάν δεν το θέλουν και, δικαίως, είναι καχύποπτες απέναντι στη δημογραφική πολιτική και αντίθετες με τον όποιο ιδεολογικό καταναγκασμό των γυναικών για τεκνοποιία», αναφέρει η Καραμεσίνη.

Όπως μας εξηγεί η καθηγήτρια του Παντείου, «οι σκανδιναβικές χώρες, από τη δεκαετία του 1960 συνέδεσαν τους στόχους της πολιτικής έμφυλης ισότητας με αυτούς της οικονομικής και δημογραφικής πολιτικής. Ανέπτυξαν άδειες μητρότητας/ανατροφής και υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας ως «πολιτική συμφιλίωσης/εξισορρόπησης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής» για να διευκολύνουν τις εργαζόμενες γυναίκες να γεννούν και να φροντίζουν τα παιδιά τους, μέτρα που διαχύθηκαν τις επόμενες δεκαετίες σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Όσες χώρες εφάρμοσαν εγκαίρως τέτοιες πολιτικές, συγκράτησαν σε σημαντικό βαθμό τη μακροχρόνια τάση μείωσης της γονιμότητας. Στην Ελλάδα, οι πολιτικές αυτές επεκτάθηκαν καθυστερημένα, μόλις τη δεκαετία του 2000. Γι’ αυτό και οι δείκτες γονιμότητας μειώθηκαν δραματικά με την είσοδο των γυναικών στην αμειβόμενη εργασία τις δεκαετίες του 1980 και 1990».

Δυο πολύ ενδιαφέρουσες παραμέτρους θα εισφέρει στη συζήτηση ο ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας Λύο Καλοβυρνάς, που το 2022 δημοσίευσε τo έργο «Μητέρα Μηδέν Παιδιών» (εκδ. Gutenberg). Βασισμένος σε έρευνες και στις ψυχοθεραπευτικές ομάδες που οργανώνει από το 2012, ο Καλοβυρνάς ξεδιπλώνει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του όψεις της (μη) μητρότητας στην Ελλάδα. Γιατί σήμερα οι άνθρωποι κάνουν λιγότερα ή καθόλου παιδιά, τον ρωτάμε. «Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, είναι εφικτό για τις γυναίκες να παραμένουν άτεκνες με τρόπο ασφαλή και αξιόπιστο αλλά και χωρίς να κινδυνεύουν να εξοστρακιστούν κοινωνικά», λέει ο Καλοβυρνάς. Οι γυναίκες πλέον έχουν τη δυνατότητα να πραγματώνονται μέσα από άλλες εμπειρίες ζωής πέρα από τη μητρότητα, η οποία μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν αναγκαστική και αναπόδραστη για την πλειοψηφία. Ωστόσο, ακόμα κι όταν επιλέγουν να κάνουν παιδιά, κάνουν λιγότερα και σε μεγαλύτερη ηλικία – ένα φαινόμενο που παρατηρείται σε όλες τις χώρες του πλανήτη, μόλις ανέβει το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο των γυναικών».

kalobyrnas_199b2.jpeg

«Τα παιδιά σήμερα αξίζουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν» αναφέρει ο Καλοβυρνάς εξηγώντας «όσο πιο παραδοσιακή ή/και φτωχή είναι μία χώρα, τόσο τα παιδιά εννοιολογούνται με όρους υλικο-οικονομικούς (ως εργατικά χέρια και γηροκόμοι) και κοινωνικο-παραδοσιακούς (συνέχιση ονόματος, να μη θεωρηθεί το ζευγάρι αποτυχημένο στη ζωή). Αντιθέτως, όσο ανεβαίνει το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, οι άνθρωποι κάνουν παιδιά κυρίως για λόγους ψυχολογικο-συναισθηματικούς. Το να κάνεις παιδί απαιτεί πλέον τεράστια συναισθηματική και χρονική επένδυση σε σύγκριση με το παρελθόν. Δεν είναι μόνο το ότι οι νέοι σήμερα δεν βγάζουν αρκετά χρήματα για να κάνουν περισσότερα παιδιά, αλλά και ότι κρίνουν ότι δεν τους αρκούν οι συναισθηματικοί και χρονικοί πόροι για να μεγαλώσουν ένα παιδί σωστά και υπεύθυνα με βάση τις νέες αντιλήψεις για την ανατροφή (και την αξία) των παιδιών».

Τα πετυχημένα μοντέλα

Παρόλο που στον δυτικό κόσμο η τάση είναι να γεννιούνται λιγότερα παιδιά, όπως μας εξηγεί ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, «υπάρχουν και χώρες όπου ο αριθμός των παιδιών που απέκτησαν όσοι γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετία του 1980 ελάχιστα διαφέρει από αυτόν που απέκτησαν οι γονείς τους που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (1,8-2,0 παιδιά κατά μέσο όρο, ένα αριθμό παιδιών δηλαδή που δεν υπολείπεται σημαντικά αυτού που επιθυμούν). Αυτό το πέτυχαν δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την οικογένεια και το παιδί».

Πως ακριβώς; Όπως μας εξηγεί ο καθηγητής, εφαρμόζοντας συνδυασμένες πολιτικές τόσο για την άρση των έμφυλων διακρίσεων και των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην οικογενειακή και την επαγγελματική ζωή, αλλά και τη μείωση τους κόστους μεγαλώματος των παιδιών και την πρόσβαση σε κοινωνική κατοικία. Παράλληλα, δημιούργησαν ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας που στηρίζει τον γονέα από κάποιους βασικούς κινδύνους (απώλεια της εργασίας, ενεργές πολιτικές επανένταξης, ελάχιστο διασφαλισμένο εισόδημα).

«Στη χώρα μας δεν έχουμε τέτοιες πολιτικές», τονίζει ο Κοτζαμάνης. «Η τελευταία δε υπερ-δεκαετής κρίση, με την αύξηση της ανεργίας των νέων και των δυσκολιών σταθερής ένταξής τους στην αγορά εργασίας, την μείωση των εισοδημάτων τους, την αύξηση του κόστους στέγασης και της ανασφάλειας για το μέλλον αύξησαν τις δυσκολίες για την δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιού-ών».

Πως ακριβώς συνδέεται το δημογραφικό με τις εργασιακές σχέσεις και την φτωχοποίηση του πληθυσμού, ρωτάμε την κα Καραμεσίνη. «Σήμερα, αν και τα μέτρα πολιτικής «συμφιλίωσης οικογενειακής κι επαγγελματικής ζωής» έχουν βελτιωθεί, ακυρώνονται από την πλήρη απορρύθμιση του χρόνου εργασίας. Για να αποφασίσει μια γυναίκα ή ένα ζευγάρι να κάνει παιδί/ά, δεν χρειάζονται μόνο επιδόματα, αμειβόμενες άδειες και δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες φροντίδας, αλλά σταθερή δουλειά και επαρκές εισόδημα, φθηνή στέγη, καλό δημόσιο σύστημα υγείας κλπ. Τίποτα από αυτά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν οι νέοι άνθρωποι στην Ελλάδα».

«Οι επιδοματικές πολιτικές που ακολουθούνται ως τώρα από μόνες τους έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν αναμένεται να δώσουν ιδιαίτερα αποτελέσματα», αναφέρει ο Βύρων Κοτζαμάνης εξηγώντας πως πως «θα πρέπει να μειωθεί το πολύ υψηλό κόστος που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμα ενός παιδιού, κυρίως ως προς την παιδεία και την υγεία, αλλά και να λυθεί άμεσα το οξύτατο στεγαστικό πρόβλημα με τη δημιουργία ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας από το κράτος. Η Πολιτεία πρέπει να υιοθετήσει πολιτικές που θα αντιμετωπίσουν την ανεργία και θα αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και θα άρουν την εργασιακή επισφάλεια».

Θα μπορούσαν άραγε οι άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν στην ήπειρό μας κι έρχονται ως πρόσφυγες ή μετανάστες να δώσουν μια λύση και στο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, ρωτάμε την Μαρία Καραμεσίνη. «Η Ευρώπη δεν θα μπορέσει να επιλύσει το δημογραφικό πρόβλημα μόνο με μέτρα αύξησης της γονιμότητας. Όλες οι μελέτες διεθνών οργανισμών υποστηρίζουν ότι μόνο με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών θα μπορέσει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις υπαρκτές και διαρκώς αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού αλλά και να αποφύγει τη συρρίκνωση του πληθυσμού της, που απειλεί την οικονομική της προοπτική και την κοινωνική ευημερία των λαών της».

https://www.dnews.gr/

Ντίνα Δασκαλοπούλου