22 Μαρ 2013

Πόσο βαθιά φτάνουν οι σχέσεις Κύπρου-Ρωσίας

Είναι σχεδόν αδύνατον να έχει κανείς πρόσβαση στην πλήρη αλήθεια της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής ιστορίας των κρατών. Πρόκειται συνήθως για συσχετισμούς δυνάμεων τέτοιας πολυπλοκότητας, για δικτυώσεις συμφερόντων τέτοιας δυναμικής που μόνο .....
ψήγματα αυτών μπορεί να αλιεύσει κανείς από τον τεράστιο και αποσπασματικό όγκο δεδομένων που έχει στη διάθεση του.
Ειδικά, όταν πρόκειται για ένα χώρο που «καίει», όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ανατολικής πλευράς της Λεκάνης της Μεσογείου, εκεί όπου σήμερα και τις τελευταίες ημέρες η Κύπρος πρωταγωνιστεί στις εξελίξεις, έχοντας απέναντί της μία ολόκληρη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες γεωστρατηγικές «καυτές πατάτες» του πλανήτη.
Μέσα στον ορυμαγδό, λοιπόν, των εξελίξεων στην Κύπρο που κλονίζουν συθέμελα την ίδια τη χώρα, την Ε.Ε., αλλά και τα συμφέροντα της υπερδύναμης Ρωσίας, εγείρεται με φυσικό τρόπο το ερώτημα: από πότε και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε το φλερτ μεταξύ των δύο χωρών (Κύπρου και Ρωσίας) που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της ειδησεογραφικής επικαιρότητας;
Πού και πότε μπορεί κανείς να εντοπίσει κάποια πρώτα ευδιάκριτα ίχνη της σχέσης των δύο, τα οποία απολήγουν στη σημερινή κατάσταση, όπου και οι δύο πόλοι αποζητούν μεν να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους συνεργαζόμενοι – η Κύπρος την οικονομική επιβίωσή της και η Ρωσία τις καταθέσεις της και την περαιτέρω εγκαθίδρυσή της στην περιοχή – χωρίς ωστόσο να θέλει καμία εκ των δύο να δυσαρεστήσει την Ευρώπη;
Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς ότι τα πράγματα είναι αρκετά ευδιάκριτα: η Ρωσία έχει πολλούς λόγους να έχει παρουσία στην Κύπρο (άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ζήτησε ως αντάλλαγμα τη δημιουργία ναυτικής βάσης στο νησί και συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου), καθώς μόνη διέξοδός της προς τη Μεσόγειο αυτή τη στιγμή είναι το συριακό λιμάνι του Ταρτούς, το οποίο ωστόσο, με τις υπό διαμόρφωση εμφυλιακές εξελίξεις στη Συρία, δεν είναι και τόσο σίγουρο ότι θα συνεχίσει να το διατηρεί υπό τον έλεγχό της. Τι μένει; Το «τείχος» που ονομάζεται Τουρκία, το οποίο την αποκόπτει από το ζωτικής σημασίας χώρο της ανατολικής Μεσογείου, όντας την ίδια στιγμή προπύργιο των ΗΠΑ.
Πώς άρχισαν όμως στον 20ο αιώνα τα πράγματα, όσον αφορά το αμφίθυμο φλερτ μεταξύ των δύο χωρών;
ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΡΩΣΙΑΣ-ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1964-1974
Σύμφωνα με το Wikipedia, μετά την κλιμάκωση της έντασης με την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τυλληρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεμία. Στο διάστημα μεταξύ 1964 και 1974 οι περίοδοι των διακοινοτικών εντάσεων εναλλάσσονταν με περιόδους διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες όμως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές ομάδες και τις εξόπλισε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που μαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις το 1966 και το 1972, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισμό στις δυνάμεις του ΟΗΕ προς φύλαξιν. Η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, φοβούμενη επέμβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονομικές κυρώσεις (εμπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών οι οποίες όμως μέχρι το τέλος του χρόνου ουσιαστικά τερματίζονται. Το Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνομιλίες, η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.
Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την Ε.Σ.Σ.Δ. και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε μια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.Δ. στην αρχή τάχθηκε με το μέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όμως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις με την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιμότερες.
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΟΥ ΙΣΡΑΗΛ
Σύμφωνα και πάλι με την Wikipedia, η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948 σε παλαιστινιακά εδάφη, με την εκδίωξη χιλιάδων Αράβων από τις εστίες τους, προκάλεσε την εχθρότητα των αραβικών λαών και έγινε αιτία να φουντώσει ο αραβικός εθνικισμός. Η αραβική εχθρότητα έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά τον «Πόλεμο των έξι ημερών» τον Ιούνιο του 1967, κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε και άλλα αραβικά εδάφη (τη Δυτική Όχθη, τη λωρίδα της Γάζας, την χερσόνησο του Σινά και τα υψώματα Γκολάν στη Συρία). Η εχθρότητα των Αράβων στράφηκε και εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, που υποστήριζαν το Ισραήλ. Οι μεγάλες αραβικές χώρες που περίζωναν το Ισραήλ (η Αίγυπτος, η Συρία και το Ιράκ) ζήτησαν και πήραν βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση. Άφθονος σοβιετικός οπλισμός κατέκλυσε τις χώρες αυτές. Και το σημαντικότερο, ο σοβιετικός στόλος, του οποίου η παρουσία στην Μεσόγειο ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη πριν την δεκαετία του 1960, άρχισε να αμφισβητεί την κυριαρχία του 6ου Αμερικανικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο (Απρίλιος 1964).
Το 1971 ο σοβιετικός στόλος στην Ανατολική Μεσόγειο παρουσίαζε υπεροπλία σε σύγκριση με τον αμερικανικό. Μπορούσε μάλιστα να ελλιμενίζεται σε φιλικά λιμάνια, ενώ ο 6ος αμερικάνικος στόλος έχασε τα λιμάνια της Τουρκίας ένεκα των εχθρικών διαδηλώσεων Τούρκων πολιτών που θεωρούσαν εχθρική την αμερικάνικη πολιτική, επειδή παρεμπόδισε τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1964. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο δυσμενής για τα δυτικά συμφέροντα, επειδή οι πετρελαιοπαραγωγικές αραβικές χώρες, όπως Ιράκ, Λιβύη και Αλγερία, καθώς και το Ιράν, άρχισαν να θέτουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την εμπορία του πετρελαίου, το οποίο μέχρι τότε εκμεταλλεύονταν με τεράστια κέρδη αγγλικές, αμερικανικές και γαλλικές εταιρίες.
Η Κύπρος υποστήριζε τις αραβικές χώρες στη διαμάχη τους με το Ισραήλ και αυτές υποστήριζαν ένθερμα τις προσπάθειες του Ελληνισμού στην Κύπρο να αποκτήσει αδέσμευτη ανεξαρτησία και να μην περιέλθει υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Όμως, πολιτική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν να εμποδίσουν τη Σοβιετική Ένωση να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερα πλεονεκτήματα με την αύξηση της επιρροής της στην Κύπρο, που, λόγω της φιλίας της με τους Άραβες συνεπαγόταν αυξημένο κίνδυνο για το Ισραήλ.
Η διείσδυση της ΕΣΣΔ στο χώρο της Μέσης Ανατολής αύξησε την στρατηγική σημασία της Κύπρου για τη Δύση. Οι βρετανικές βάσεις στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική αξία, ειδικά μετά την εκδίωξη των Άγγλων από τη διώρυγα του Σουέζ (1956) και το Άδεν (1967). Οι βάσεις χρησιμοποιούνταν προς «αντιμετώπιση της απειλής του σοβιετικού συνασπισμού». Το ΝΑΤΟ θεωρούσε το Κυπριακό ως οικογενειακή του υπόθεση, εξαιτίας της στρατιωτικής παρουσίας της Αγγλίας και των ΗΠΑ στο νησί. Γι' αυτό και είδε με εξαιρετική ανησυχία την ανάμειξη της ΕΣΣΔ που έθετε σε κίνδυνο τα στρατηγικά του πλεονεκτήματα στην Κύπρο.
Κύρια φροντίδα της Αμερικής ήταν να αποτραπεί μια σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας εξαιτίας της Κύπρου. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφή, επειδή θα επέφερε διάσπαση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, ισχυροποίηση της παρουσίας της ΕΣΣΔ στην Ανατολική Μεσόγειο και κίνδυνο μετατροπής της Κύπρου σε σοβιετικό δορυφόρο. Για να εξουδετερωθούν οι κίνδυνοι έπρεπε ο Μακάριος να φύγει από την εξουσία και να πάρει τη θέση του μια φίλια κυβέρνηση, και η Τουρκία να συγκρατηθεί από το να εισβάλει στην Κύπρο. Όμως η Τουρκία με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ταπεινωθεί, επειδή ήταν ένας εξαιρετικά πολύτιμος σύμμαχος για τις ΗΠΑ. Γι´αυτό οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού απαραιτήτως θα έπρεπε να έχει την έγκριση της Τουρκίας.
Η ΕΣΣΔ εξάλλου είχε ως σκοπό η Κύπρος να μην τεθεί υπό τον έλεγχο του ΝΑΤΟ. Για να αποτρέψει τέτοιο ενδεχόμενο προειδοποιούσε ότι δεν θα ανεχόταν στρατιωτική εισβολή της νατοϊκής Τουρκίας στη Κύπρο. Για τον ίδιο ρόλο καθιστούσε σαφές ότι δεν ευνοούσε ένωση της Κύπρου με την νατοϊκή Ελλάδα. Η Κύπρος για την ΕΣΣΔ θα έπρεπε να διατηρηθεί ως ανεξάρτητο κράτος και οποιαδήποτε λύση του προβλήματος θα έπρεπε να εξευρεθεί μέσω του ΟΗΕ και όχι του ΝΑΤΟ.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '90 ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Σύμφωνα με άρθρο (14/12/2007) του Μακάριου Δρουσιώτη στην Ελευθεροτυπία, «η Κύπρος υποδέχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μεγάλο μέρος του πλούτου της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενωσης που διοχετεύτηκε στο εξωτερικό. Σήμερα φιλοξενεί μια μεγάλη παροικία Ρώσων εκατομμυριούχων και είναι η έδρα ρωσικών υπεράκτιων εταιρειών
Η επίσκεψη Λαβρόφ αναβαθμίστηκε σε επίσημη. Ο Ρώσος ΥΠΕΞ είχε συνομιλίες με την υπουργό Εξωτερικών, καθώς και συνάντηση με τον πρόεδρο Παπαδόπουλο. Σύμφωνα με το έγκυρο διπλωματικό ρεπορτάζ, μεταξύ της Μόσχας και της Λευκωσίας υπήρξε μια συναλλαγή: Να στηρίξει η Ρωσία την Κύπρο στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ενόψει του ψηφίσματος για την ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και, για αντάλλαγμα, η Κύπρος τη Ρωσία στην Ε.Ε. για το ζήτημα του Κοσόβου.

Ο Σεργκέι Λαβρόφ έκανε δηλώσεις στη Λευκωσία που κινήθηκαν σε δύο άξονες:

Τάχθηκε ενάντια στα χρονοδιαγράμματα στην επίλυση διεθνών προβλημάτων.

Η τοποθέτηση αυτή παραπέμπει στη ρωσική άποψη, ίσως και την κυπριακή, στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Στην περίπτωση του Κυπριακού οι επ’ αόριστον συνομιλίες, χωρίς πιεστικά χρονοδιαγράμματα, μόνο την ολοκλήρωση της τουρκοποίησης των κατεχόμενων κυπριακών εδαφών εξυπηρετεί.

Ηταν το χρονοδιάγραμμα της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε. που μετακίνησε την τουρκική πολιτική από τη θέση ότι «το Κυπριακό λύθηκε το ’74» στη θέση «η μη λύση δεν είναι λύση». Είναι η πίεση της ένταξης στην Ε.Ε., σε συγκεκριμένη ημερομηνία, που άλλαξε την τουρκική προσέγγιση από τη θεωρία της «σύγκρουσης των τρένων», εάν η Κύπρος γινόταν αποδεκτή στην Ε.Ε., στη θέση ότι η μη λύση θα είχε τίμημα στις ενταξιακές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Εάν τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα δεν απέδωσαν και η Τουρκία ξέφυγε χωρίς λύση είναι ένα άλλο ζήτημα.

Ο δεύτερος άξονας των δηλώσεων του Σεργκέι Λαβρόφ ήταν η κριτική κατά του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Γκι Μουν, και ειδικά στις αναφορές του στην πρόσφατη έκθεσή του, περί άρσης της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Οι θέσεις αυτές ικανοποίησαν τη Λευκωσία και είχαν κάποια ευεργετικά αποτελέσματα στο ψήφισμα του Συμβουλίου της Ασφαλείας για την ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

Είναι γεγονός ότι η Ρωσία έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον ΟΗΕ στο ζήτημα του Κοσόβου. Ο Λαβρόφ, από τη Λευκωσία, «έβαλε στη θέση του» τον Μπαν Γκι Μουν, έχοντας κατά νουν το Κόσοβο και όχι το Κυπριακό.

Επί της ουσίας του Κυπριακού, ο Σεργκέι Λαβρόφ δεν είπε ούτε μια λέξη που να δυσαρεστεί την Τουρκία. Απέφυγε να πάρει θέση, ακόμη κι όταν ρωτήθηκε για την κατοχή, τον εποικισμό, τη φυσική παρουσία του τουρκικού στρατού. Επέκρινε το γενικό γραμματέα για την πρότασή του για την άρση της απομόνωσης, αλλά απέφυγε να τοποθετηθεί στη θέση της κυπριακής κυβέρνησης για τα αίτια της απομόνωσης.

Ο Λαβρόφ στη Λευκωσία αποπειράθηκε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της Ρωσίας με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, χρησιμοποιώντας το Κυπριακό, ωσάν η Τουρκία να μην είναι μέρος του προβλήματος. Αυτή ήταν παραδοσιακά η πολιτική της Ρωσίας στο Κυπριακό, από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης: ανέχτηκε την τουρκική εισβολή και χρησιμοποιούσε το Κυπριακό για να επιδεινώνει τα προβλήματα που αυτό προκαλούσε στο ΝΑΤΟ.

Η Κύπρος επέλεξε συμμάχους και τους αναζήτησε στη Δύση, εντασσόμενη στην Ε.Ε. και αποχωρώντας οικειοθελώς από το Κίνημα των Αδεσμεύτων. Βέβαια, η Κύπρος είναι υποχρεωμένη να αναζητεί ευρύτερες συμμαχίες και να ακολουθεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Χωρίς, όμως, να τρέφει αυταπάτες ότι μπορεί να κάνει παιχνίδι σε ανταγωνισμό με τους φυσικούς της συμμάχους στην Ε.Ε. Εάν δεν μπορεί να βρει συμμαχίες μέσα στην Ευρώπη για να πιέσει την Τουρκία, είναι αφέλεια να πιστεύει πως μπορεί να τα καταφέρει σε συμμαχία με τη Ρωσία, και μάλιστα ένας εναντίον 26, κατά τρόπο που να δημιουργεί εντυπώσεις ότι ενεργεί σαν Δούρειος Ιππος των Ρώσων στο ευρωπαϊκό κλαμπ».
ΦΕΡΕΦΩΝΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ Η ΚΥΠΡΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Σύμφωνα με άλλο άρθρο (10/3/2012) του ιδίου στον «Πολίτη», «στην ΕΕ και γενικά στη Δύση υπάρχει καχυποψία για τις μη διαφανείς σχέσεις της Κύπρου με τη Ρωσία. Καταρχάς έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει πρακτικός και αποτελεσματικός μηχανισμός άσκησης επιρροής από τη Μόσχα προς τη Λευκωσία, σε ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων.
Στη Λευκωσία υπάρχει μια "περηφάνια" για τις σχέσεις με τη Ρωσία που διαπερνά όλο το φάσμα της κοινωνίας, για δύο λόγους που γίνονται κατανοητοί από την κοινή γνώμη:
* Οι οικονομικές σχέσεις.
* Το εθνικό πρόβλημα.
Αυτά τα δύο ζητήματα κάνουν την κοινωνία να αντιμετωπίζει θετικά τον ρωσικό παράγοντα και να θεωρεί τη Ρωσία τον πιο αξιόπιστο και τον πιο σταθερό σύμμαχο της Κύπρου. Ουδείς αμφιβάλλει ότι τα ρωσικά κεφάλαια είναι αυτήν τη στιγμή η ατμομηχανή της οικονομίας. Κι αν αποσυρθούν οι ρωσικές καταθέσεις, τότε οι τράπεζές μας θα κινδυνεύσουν πραγματικά με κατάρρευση.
Όμως, τα ρωσικά κεφάλαια βρίσκονται στην Κύπρο διότι κάποιοι μεγάλοι καταθέτες βρίσκονται σε ανταγωνισμό και όχι σε συνεργασία με το καθεστώς Πούτιν. Η κυβέρνηση της Ρωσίας επιδιώκει εδώ και χρόνια να αποκτήσει έλεγχο επί των ρωσικών κεφαλαίων και για το λόγο αυτό έβαλαν την Κύπρο στη μαύρη λίστα.
Όταν τον Νοέμβριο του 2008 ο Χριστόφιας επισκέφθηκε τη Μόσχα, η ύψιστη προτεραιότητα της Μόσχας ήταν η δημιουργία μηχανισμού ελέγχου των ρωσικών κεφαλαίων: Ποιοι τα έχουν, πού τα διακινούν, τι φόρους πληρώνουν, τι μίζες θα πρέπει να πληρώσουν για να μην τους κυνηγήσουν.
Ο Χριστόφιας ήταν πρόθυμος να υπογράψει μια συμφωνία όπως την ήθελαν οι Ρώσοι, έναντι πολιτικής υποστήριξης. Στη διάρκεια της επίσκεψης υπογράφηκε ένα Πρωτόκολλο που επέτρεπε τον έλεγχο των περιπτώσεων των ρωσικών καταθέσεων, μία προς μία. Ακολούθησαν συνομιλίες οι οποίες ολοκληρώθηκαν σε έναν χρόνο. Η νέα συμφωνία ικανοποιούσε πλήρως τις απαιτήσεις της Μόσχας. Ο Χριστόφιας πρότεινε η υπογραφή της να γίνει στην Κύπρο. Αυτός ήταν ο κύριος σκοπός της σύντομης επίσκεψης του Μεντβέντεβ στην Κύπρο. Η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε πρόσφατα από τη Δούμα. Κατά ορισμένους είναι θετική διότι θα τοποθετήσει τις οικονομικές σχέσεις σε ορθολογιστική βάση. Κατ' άλλους είναι καταστροφή διότι θα διώξει το μαύρο χρήμα από την Κύπρο. Η Κύπρος έδωσε στον Πούτιν αυτό που ήθελε και πήρε για αντάλλαγμα μια επίσκεψη του Μεντβέντεφ και μερικές γενικόλογες δηλώσεις του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας για το Κυπριακό και την ενέργεια.
Στο εθνικό ζήτημα η Μόσχα δεν έχει καμιά διάθεση, ούτε κανένα συμφέρον να αντιπαραταχθεί με την Τουρκία. Όταν πήγε ο Χριστόφιας στη Μόσχα, το 2008, το Κυπριακό ελάχιστα απασχόλησε τις συνομιλίες. Στην κοινή διακήρυξη υπήρχε μια παράγραφος για συνομιλίες χωρίς χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες και για εθελούσια συμφωνία μεταξύ των Κυπρίων, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Αυτή είναι η πάγια θέση της Μόσχας από το 1974. Η Τουρκία ουδέποτε μπήκε στην εικόνα. Όπως σχολίασε ο διευθυντής του γραφείου Κύπρου - Ελλάδος Oleg Bredihin (wikileaks), με τη διακήρυξη που υπεγράφη "καλούνται τα ξένα κράτη -διαβάστε ΕΕ- να μην εμπλακούν στη διαδικασία και να αφήσουν την όποια πρωτοβουλία στον ΟΗΕ". Ο Bredihin απέρριψε τις τουρκικές επικρίσεις για τη διακήρυξη, λέγοντας ότι η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι "θα διαβάσουν ό,τι θέλουν στη συμφωνία", και αυτό δεν πρέπει να υπονομεύει τις καλές σχέσεις της Ρωσίας στην περιοχή.
Στις δημόσιες δηλώσεις που έγιναν, ο Χριστόφιας μίλησε για "ανιδιοτελή, συνεχή, χωρίς σταματημό στήριξη της Ρωσικής Ομοσπονδίας -προηγουμένως της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στην ίδια βάση αρχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας- στον αγώνα του κυπριακού λαού για να απαλλαγεί από την κατοχή, για να επανενώσει τη χώρα του, για την αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για την απαλλαγή από τον εποικισμό".
Ουδέποτε και πουθενά δεν υπάρχει τέτοια ρωσική ρητορική. Δηλώσεις σαν κι αυτές του Χριστόφια είναι μια πατέντα που υιοθετήθηκε από το 1974 όταν η Μόσχα δεν ήθελε να καταδικάσει την εισβολή και συμφωνήθηκε με το ΑΚΕΛ να τα λέγει εκείνο, χωρίς να παίρνει θέση η ρωσική πλευρά. Οι δηλώσεις προβάλλονταν από τα ΜΜΕ ενίοτε και σαν ρωσικές τοποθετήσεις. Αυτή η πρακτική συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Σοβιετικής επινόησης ήταν -από το 1974- και οι συνομιλίες κυπριακής ιδιοκτησίας, διότι το στάτους κβο ήταν το μεγαλύτερο λαχείο που έλαχε στη Σοβιετική Ένωση και μετά στη Ρωσία, διότι αποσταθεροποιούσε τις σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας, Ελλάδας - Κύπρου - Τουρκίας, Τουρκίας - ΕΕ, Τουρκίας - ΗΠΑ, Τουρκίας - ΝΑΤΟ και ΕΕ - ΝΑΤΟ μέχρι τις μέρες μας.
Αντιθέτως, η Μόσχα τα κατάφερνε και είχε άριστες σχέσεις και με την Κύπρο και με την Τουρκία. Το βέτο του 2004 -ανεξαρτήτως του αν ήταν καλή ή κακή η λύση- δεν ήταν για τις αρχές και τις αξίες. Ήταν για το εθνικό συμφέρον της Ρωσίας, όχι της Κύπρου. Και η όποια παρέμβαση έγινε -μεσάνυχτα- από τη Μόσχα προς την κυπριακή πλευρά με το γνωστό πια κανάλι εξυπηρετούσε τη Ρωσία και διόλου την Κύπρο».