14 Απρ 2013

Γιατί φοβούνται την κριτική…

του Στέλιου Συρμόγλου
Αναφέρομαι σε όσους εμπλέκονται στο δίχτυ της δημοσιότητας. Όσους επιδιώκουν την ευρεία αναγνώριση προκαλώντας ενίοτε με το δημιουργικό τους έργο ή απλώς με τις πράξεις τους ή ακόμη και την προκλητική τους συμπεριφορά.
Στους πολιτικούς που ...επιζητούν τη δημοσιότητα με γλοιώδη συχνά τρόπο ή μετέρχονται διαφόρων μέσων, για να εξασφαλίσουν ένα μονόστηλο με μια φωτογραφία σε κάποιο λαθρόβιο έντυπο ή για μια ολιγόλεπτη εμφάνισή τους στην τηλεόραση.

Αναφέρομαι στους “επώνυμους”, όπως αυτοαποκαλούνται κι έτσι τους αποκαλεί και ο λαός, ωσάν όλοι οι άλλοι να είναι ανεπώνυμοι, δηλαδή να μην αναγνωρίζονται και να μην ακούνε σε κάποιο όνομα. Αναφέρομαι, λοιπόν, στα δημόσια πρόσωπα που με τον ένα ή άλλο τρόπο απασχολούν το δημόσιο βίο σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Και είναι η συντριπτική πλειοψηφία όλων αυτών, ιδίως των πολιτικών και των κυβερνητικών παραγόντων, που αντιμετωπίζουν την κριτική με φοβία και θέλουν να την αποφύγουν, όπως ο διάβολος το λιβάνι!..

Η κριτική, ωστόσο, είναι λειτουργία, μια ατομική ικανότητα και μια μορφή επικοινωνίας. Επιπλέον μπορούμε να πούμε ότι η κριτική έχει κοινωνικό χαρακτήρα, συντελείται δηλαδή μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και αποτελεί επακολούθημα των ανθρωπίνων πράξεων. Το αποτέλεσμα της κριτικής είναι το πιο σημαντικό, γιατί αν δεν υπάρχει αποτέλεσμα, η κριτική είναι ατελής. και δεν είναι λίγες οι φορές που η κριτική δεν έχει αποτελέσματα.

Αυτό οφείλεται, είτε στο ότι απλώς γίνεται για να γίνεται, είτε γιατί δεν είναι σοβαρή για να λαμβάνεται υπόψη από τον αποδέκτη της. Αλλες φορές πάλι προσκρούει στον εγωισμό ή την αδιαφορία αυτού ή αυτών που την δέχονται, αλλά και γιατί δεν είναι τεκμηριωμένη.

Αν τώρα έρθουμε στο “υποκείμενο” της κριτικής, θα πρέπει να σταθούμε στους στόχους, στους σκοπούς που έχει ή μπορεί να έχει αυτός που ασκεί την κριτική, στις προθέσεις και τις επιδιώξεις του. Αναφερόμενος στις προϋποθέσεις  για λόγους μεθοδολογικούς, θα πρέπει να τις διαχωρίσω σε αντικειμενικές και υποκειμενικές. Στην πρώτη περίπτωση μιλάμε για τις αντικειμενικές δυνατότητες, όπως είναι οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες, η ευχέρεια για συλλογή υλικού. Αν έρθουμε στις υποκειμενικές προϋποθέσεις μπορούμε να τις κατατάξουμε σε πνευματικές, ψυχικές και ηθικές.

Για παράδειγμα, η ωριμότητα της κρίσης είναι από τους βασικούς συντελεστές. Ταυτόχρονα η γνώση, είτε γενική είτε ειδική, είναι πολύ σημαντικός παράγοντας. Υπάρχουν περιπτώσεις, και μάλιστα πολλές, που συνηθίζουμε να μιλάμε για όλα. Και γι’ αυτά που κατέχουμε και γι’ αυτά που δεν κατεχουμε.

Αλλες προϋποθέσεις που θεωρούνται σημαντικές είναι η ψυχραιμία, η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα. Αντίθετα, ο φανατισμός, η εμπάθεια, η προκατάληψη, ο φόβος, είναι ανασταλτικοί παράγοντες. Ομως, αν είναι απαραίτητο να ισχύει μια δεοντολογία στη όποιας μορφή κριτική, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που από μέσο κοινωνικής προσφοράς και ανόδου, μεταβάλλεται σε όργανο κακόβουλης και υποχθόνιας διαστρέβλωσης γεγονότων και καταστάσεων. Σε όργανο υποβιβασμού και εξευτελισμού της προσωπικότητας των άλλων.

Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι η κριτική χαρίζεται ή αποσιωπά ή παραβλέπει, εν ονόματι οποιωνδήποτε σκοπιμοτήτων, θεμιτών ή αθέμιτων. θετική μπορεί να θεωρηθεί η κριτική, όταν σκοπεύει στην επανόρθωση και την κοινωνική κάθαρση, όταν επιτυγχάνει την εξυγίανση νοσηρών καταστάσεων στην πολιτική ή αποκαθιστά την παραποιημένη αλήθεια.

Αρνητική θεωρείται όταν συνειδητά επιδίδεται σε διαβολές, ακολουθώντας την επιλογή του “λέγε-λέγε, κάτι μένει”. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που σπιλώνονται συνειδήσεις, που δημιουργείται αναστάτωση και κοινωνική ανωμαλία, εξαιτίας της κακόβουλης κριτικής.

Η κριτική είναι όχι μόνο δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση κάθε ανθρώπου, ιδιαίτερα του πνευματικού ανθρώπου και του Τύπου-ΜΜΕ γενικότερα. Κι αυτό γιατί, αν πολλές φορές ο Τύπος ή οι πνευματικοί άνθρωποι δεν καταφέρνουν να λύσουν διάφορα προβλήματα, είναι λάθος να νομίζουμε ότι δεν επιτελούν έργο και μάλιστα σημαντικό, που δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.