Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης θυμάται στις δημοτικές εκλογές
του 2006 όταν ήταν καλεσμένος σε τηλεοπτικό πάνελ και μεταξύ
Σκανδαλίδη, Κακλαμάνη και Χαλβατζή πρόσεξε τον υποψήφιο νεαρό και
χαμογελαστό Αλέξη Τσίπρα και τα κόκκινα μποτάκια του. Και βγάζει μερικά...
συμπεράσματα.
Γράφει ο Χωμενίδης στο protagon:
Υπάρχουν στη ζωή του καθενός επεισόδια που απωθούνται, ιστορίες που επειδή σου προξενούν αμηχανία προτιμάς να τις ξεχάσεις. Ένα τέτοιο μικρό περιστατικό μού θύμισε τις προάλλες ένας καλός φίλος. «Εσύ ειδικά», μου είπε με ύφος παιγνιωδώς σαδιστικό, «δεν δικαιούσαι να μιλάς για τον Τσίπρα! Εσύ είσαι από τους πρώτους που του έκαναν λεζάντα και μάλιστα σε πανελλαδική μετάδοση...».
Αναφερόταν στις δημοτικές εκλογές του 2006. Ως υποψήφιοι δήμαρχοι Αθηναίων είχαν κατέβει ο Νικήτας Κακλαμάνης από τη Νέα Δημοκρατία, ο Κώστας Σκανδαλίδης από το Πασόκ, ο Σπύρος Χαλβατζής από το ΚΚΕ και ο Αλέξης Τσίπρας από την παράταξη που οι μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν ήταν βέβαιοι αν λεγόταν επισήμως Συνασπισμός ή Σύριζα.
Η κρίση τότε ούτε που αχνοφαινόταν. Ο Κώστας Καραμανλής φάνταζε αδιαφιλονίκητος και η πολιτική ειδησεογραφία εξαντλούνταν σε ίντριγκες και σε αντιπαλότητες μεταξύ μεγαλοστελεχών, εφόσον τα τρανά σκάνδαλα, που έμελλε να αποσαθρώσουν τη «σεμνή και ταπεινή» διακυβέρνηση, δεν απασχολούσαν ακόμα την κοινή γνώμη.
Τα ιδιωτικά κανάλια, προκειμένου να τονώσουν την τηλεθέαση των πολιτικών εκπομπών τους, επεδίωκαν στα πάνελ να βρίσκονται και εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού ή «πνευματικού» κόσμου της χώρας. Στην ουσία αναζητούσαν ατακαδόρους, οι οποίοι θα έσπαγαν κάπως την πλήξη του ξύλινου λόγου. Λάμβανα δυο τουλάχιστον προσκλήσεις τον μήνα. Κάπου-κάπου, άμα δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, ανταποκρινόμουν. Όχι γιατί είχα την ψευδαίσθηση πως με τις παρεμβάσεις μου θα άνοιγα τα μάτια των τηλεθεατών. Ούτε επειδή με δελέαζε μια αποσπασματική δημοσιότητα που καμιά σχέση δεν είχε, στην πραγματικότητα, με το υπαρξιακό μου στοίχημα, δηλαδή με το συγγραφικό μου έργο. Πήγαινα στα πάνελ κυρίως για το χάζι, του να παρακολουθώ όλες εκείνες τις σοφές ή στεφανωμένες με την ψήφο του λαού κεφαλές να ακκίζονται στο μακιγιάζ, να ζητούν από τους καμεραμέν να τραβήξουν το «καλό» τους προφίλ, να ανταλλάσσουν κομπλιμέντα και πειράγματα ώσπου να ξεκινήσει η εκπομπή για να γίνουν «εχθροί» και να βγάλουν τα μαχαίρια. Μου φαινόταν διασκεδαστικό και διδακτικό συνάμα.
Στο ντιμπέιτ λοιπόν των δημοτικών εκλογών του 2006, γνώρισα τον Αλέξη Τσίπρα. Ήτανε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στους συνυποψηφίους του. Ο Κακλαμάνης αγόρευε με τη σιγουριά του νικητή, του έκανε δε κλάκα ένας -άκουσον, άκουσον!- κοσμηματοπώλης, που φόραγε κάτι εκκεντρικά ματογυάλια κι επαναλάμβανε σαν ξόρκι τη φράση «η Αθήνα μας είναι αξία προαιώνια». Ο Σκανδαλίδης είχε τη βεβαιότητα της αξιοπρεπούς ήττας, δια της οποίας θα κλείδωνε την πρωτιά του στο ψηφοδέλτιο του Πασόκ στην Α΄ Αθηνών, πράγμα το οποίο και συνέβη ακόμα και το 2012. Ο Χαλβατζής βρισκόταν εκεί από καθαρά κομματικό καθήκον – υπερασπιζόταν την υποψηφιότητά του με το ίδιο φιλότιμο και με την ίδια ακαμψία που θα το έκανε και αν τον είχε κατεβάσει το ΚΚΕ στη Στεμνίτσα είτε στο «Σωματείο Φίλων της Μεσογειακής Φώκιας».
Ο Αλέξης Τσίπρας τώρα. Έδειχνε -πρωτ' απ' όλα- νεότερος από την ηλικία του, χαμογελαστός και τρακαρισμένος σαν φοιτητής που τον έχουν ρίξει ξάφνου σε βαθιά, παγωμένα νερά. Οι αντίπαλοί του τον αγνοούσαν ή τον αντιμετώπιζαν έστω συγκαταβατικά. Τα όσα έλεγε (όποτε τον άφηναν να μιλήσει για παραπάνω από δυο λεπτά) δεν είχαν έμπνευση ούτε φανέρωναν γνώση και αληθινό ενδιαφέρον για την Αθήνα. Σάμπως όμως και οι άλλοι ήταν εμπνευσμένοι; Τον παρατηρούσα με αυξανόμενη συμπάθεια. «Εάν είχα μια μικρή αδελφή», συλλογιζόμουν, «δεν θα με χάλαγε να βγαίνει για κάνα εξάμηνο με ετούτον τον πιτσιρικά. Μπορεί να μην τη μυούσε στον Τζον Κασαβέτις, στον Σκρίμινγκ Τζέι Χόκινς, ούτε καν στο κάμα-σούτρα... Θα τη σεβόταν όμως, θα την ενθάρρυνε να ξεδιπλώσει τις ευαισθησίες της. Θα έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ σε τίποτα Κουφονήσια, θα μάζευαν αχινούς και θα έψηναν πατάτες στη χόβολη... Το φθινόπωρο εκείνη θα τον εγκατέλειπε στην ψύχρα επειδή θα γνώριζε έναν αληθινά μεγάλο έρωτα. Κι εγώ, άμα λάχαινε, θα τον παρηγορούσα...». Τέτοια σκεφτόμουν ενώ οι παλιές καραβάνες της πολιτικής ανέπτυσσαν τα κούφια, μεγαλόπνευστα δήθεν, οράματά τους για την Αθήνα.
«Τι λέτε, κύριε Χωμενίδη;», με ρώτησε μελίρρυτη η οικοδέσποινα της εκπομπής. «Τα λόγια είναι περιττά», μου κατέβηκε φαεινή ιδέα. «Παρακαλώ τον κάμεραμαν να ζουμάρει στα παπούτσια των επίδοξων δημάρχων μας: Λουστρίνια από δέρμα φιδιού, σκαρπίνια άχαρα και στραβοπατημένα και ξαφνικά τα κόκκινα μποτάκια του Αλέξη Τσίπρα! Όποιος δεν ψηφίζει απλώς, μα ζει και περπατάει σε αυτήν την πόλη, θα βγάλει ευθύς τα συμπεράσματά του!». Ο κάμεραμαν ακολούθησε την προτροπή μου κι εγώ δεν ξανάνοιξα το στόμα μου.
Σήμερα, που ο Αλέξης Τσίπρας έχει βγει από το μετεφηβικό κουκούλι του και οι υπόλοιποι έχουν χαθεί σχεδόν μες στο μεσόκοπο καβούκι τους, η ανάμνηση του παραπάνω περιστατικού, μου δημιουργεί κάποιο ελάχιστο ψήγμα ενοχής. «Ούτε εγώ άλλαξα στα έξι χρόνια που πέρασαν, ούτε ασφαλώς ο Τσίπρας», σκέφτομαι από την άλλη. «Η παρεξήγηση απλώς αποτελεί την κινητήριο δύναμη της Ιστορίας. Φτάνει να διαλύεται εγκαίρως».
συμπεράσματα.
Γράφει ο Χωμενίδης στο protagon:
Υπάρχουν στη ζωή του καθενός επεισόδια που απωθούνται, ιστορίες που επειδή σου προξενούν αμηχανία προτιμάς να τις ξεχάσεις. Ένα τέτοιο μικρό περιστατικό μού θύμισε τις προάλλες ένας καλός φίλος. «Εσύ ειδικά», μου είπε με ύφος παιγνιωδώς σαδιστικό, «δεν δικαιούσαι να μιλάς για τον Τσίπρα! Εσύ είσαι από τους πρώτους που του έκαναν λεζάντα και μάλιστα σε πανελλαδική μετάδοση...».
Αναφερόταν στις δημοτικές εκλογές του 2006. Ως υποψήφιοι δήμαρχοι Αθηναίων είχαν κατέβει ο Νικήτας Κακλαμάνης από τη Νέα Δημοκρατία, ο Κώστας Σκανδαλίδης από το Πασόκ, ο Σπύρος Χαλβατζής από το ΚΚΕ και ο Αλέξης Τσίπρας από την παράταξη που οι μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ δεν ήταν βέβαιοι αν λεγόταν επισήμως Συνασπισμός ή Σύριζα.
Η κρίση τότε ούτε που αχνοφαινόταν. Ο Κώστας Καραμανλής φάνταζε αδιαφιλονίκητος και η πολιτική ειδησεογραφία εξαντλούνταν σε ίντριγκες και σε αντιπαλότητες μεταξύ μεγαλοστελεχών, εφόσον τα τρανά σκάνδαλα, που έμελλε να αποσαθρώσουν τη «σεμνή και ταπεινή» διακυβέρνηση, δεν απασχολούσαν ακόμα την κοινή γνώμη.
Τα ιδιωτικά κανάλια, προκειμένου να τονώσουν την τηλεθέαση των πολιτικών εκπομπών τους, επεδίωκαν στα πάνελ να βρίσκονται και εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού ή «πνευματικού» κόσμου της χώρας. Στην ουσία αναζητούσαν ατακαδόρους, οι οποίοι θα έσπαγαν κάπως την πλήξη του ξύλινου λόγου. Λάμβανα δυο τουλάχιστον προσκλήσεις τον μήνα. Κάπου-κάπου, άμα δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, ανταποκρινόμουν. Όχι γιατί είχα την ψευδαίσθηση πως με τις παρεμβάσεις μου θα άνοιγα τα μάτια των τηλεθεατών. Ούτε επειδή με δελέαζε μια αποσπασματική δημοσιότητα που καμιά σχέση δεν είχε, στην πραγματικότητα, με το υπαρξιακό μου στοίχημα, δηλαδή με το συγγραφικό μου έργο. Πήγαινα στα πάνελ κυρίως για το χάζι, του να παρακολουθώ όλες εκείνες τις σοφές ή στεφανωμένες με την ψήφο του λαού κεφαλές να ακκίζονται στο μακιγιάζ, να ζητούν από τους καμεραμέν να τραβήξουν το «καλό» τους προφίλ, να ανταλλάσσουν κομπλιμέντα και πειράγματα ώσπου να ξεκινήσει η εκπομπή για να γίνουν «εχθροί» και να βγάλουν τα μαχαίρια. Μου φαινόταν διασκεδαστικό και διδακτικό συνάμα.
Στο ντιμπέιτ λοιπόν των δημοτικών εκλογών του 2006, γνώρισα τον Αλέξη Τσίπρα. Ήτανε σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στους συνυποψηφίους του. Ο Κακλαμάνης αγόρευε με τη σιγουριά του νικητή, του έκανε δε κλάκα ένας -άκουσον, άκουσον!- κοσμηματοπώλης, που φόραγε κάτι εκκεντρικά ματογυάλια κι επαναλάμβανε σαν ξόρκι τη φράση «η Αθήνα μας είναι αξία προαιώνια». Ο Σκανδαλίδης είχε τη βεβαιότητα της αξιοπρεπούς ήττας, δια της οποίας θα κλείδωνε την πρωτιά του στο ψηφοδέλτιο του Πασόκ στην Α΄ Αθηνών, πράγμα το οποίο και συνέβη ακόμα και το 2012. Ο Χαλβατζής βρισκόταν εκεί από καθαρά κομματικό καθήκον – υπερασπιζόταν την υποψηφιότητά του με το ίδιο φιλότιμο και με την ίδια ακαμψία που θα το έκανε και αν τον είχε κατεβάσει το ΚΚΕ στη Στεμνίτσα είτε στο «Σωματείο Φίλων της Μεσογειακής Φώκιας».
Ο Αλέξης Τσίπρας τώρα. Έδειχνε -πρωτ' απ' όλα- νεότερος από την ηλικία του, χαμογελαστός και τρακαρισμένος σαν φοιτητής που τον έχουν ρίξει ξάφνου σε βαθιά, παγωμένα νερά. Οι αντίπαλοί του τον αγνοούσαν ή τον αντιμετώπιζαν έστω συγκαταβατικά. Τα όσα έλεγε (όποτε τον άφηναν να μιλήσει για παραπάνω από δυο λεπτά) δεν είχαν έμπνευση ούτε φανέρωναν γνώση και αληθινό ενδιαφέρον για την Αθήνα. Σάμπως όμως και οι άλλοι ήταν εμπνευσμένοι; Τον παρατηρούσα με αυξανόμενη συμπάθεια. «Εάν είχα μια μικρή αδελφή», συλλογιζόμουν, «δεν θα με χάλαγε να βγαίνει για κάνα εξάμηνο με ετούτον τον πιτσιρικά. Μπορεί να μην τη μυούσε στον Τζον Κασαβέτις, στον Σκρίμινγκ Τζέι Χόκινς, ούτε καν στο κάμα-σούτρα... Θα τη σεβόταν όμως, θα την ενθάρρυνε να ξεδιπλώσει τις ευαισθησίες της. Θα έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ σε τίποτα Κουφονήσια, θα μάζευαν αχινούς και θα έψηναν πατάτες στη χόβολη... Το φθινόπωρο εκείνη θα τον εγκατέλειπε στην ψύχρα επειδή θα γνώριζε έναν αληθινά μεγάλο έρωτα. Κι εγώ, άμα λάχαινε, θα τον παρηγορούσα...». Τέτοια σκεφτόμουν ενώ οι παλιές καραβάνες της πολιτικής ανέπτυσσαν τα κούφια, μεγαλόπνευστα δήθεν, οράματά τους για την Αθήνα.
«Τι λέτε, κύριε Χωμενίδη;», με ρώτησε μελίρρυτη η οικοδέσποινα της εκπομπής. «Τα λόγια είναι περιττά», μου κατέβηκε φαεινή ιδέα. «Παρακαλώ τον κάμεραμαν να ζουμάρει στα παπούτσια των επίδοξων δημάρχων μας: Λουστρίνια από δέρμα φιδιού, σκαρπίνια άχαρα και στραβοπατημένα και ξαφνικά τα κόκκινα μποτάκια του Αλέξη Τσίπρα! Όποιος δεν ψηφίζει απλώς, μα ζει και περπατάει σε αυτήν την πόλη, θα βγάλει ευθύς τα συμπεράσματά του!». Ο κάμεραμαν ακολούθησε την προτροπή μου κι εγώ δεν ξανάνοιξα το στόμα μου.
Σήμερα, που ο Αλέξης Τσίπρας έχει βγει από το μετεφηβικό κουκούλι του και οι υπόλοιποι έχουν χαθεί σχεδόν μες στο μεσόκοπο καβούκι τους, η ανάμνηση του παραπάνω περιστατικού, μου δημιουργεί κάποιο ελάχιστο ψήγμα ενοχής. «Ούτε εγώ άλλαξα στα έξι χρόνια που πέρασαν, ούτε ασφαλώς ο Τσίπρας», σκέφτομαι από την άλλη. «Η παρεξήγηση απλώς αποτελεί την κινητήριο δύναμη της Ιστορίας. Φτάνει να διαλύεται εγκαίρως».