Του Κώστα Καλλίτση, Καθημερινή, 12.5.13
Η
συνεχής παροχή ορού τεχνητής αισιοδοξίας δεν είναι εύκολο να
συντηρηθεί. Κι όχι δύσκολο να εκτραπεί σε ανεκδοτολογικού χαρακτήρα
αντιδράσεις. Δύο γεγονότα των ημερών: Την
Τρίτη, η Hochtief ανακοίνωσε ότι θα... μεταβιβάσει την εταιρεία της που
δραστηριοποιείται σε αεροδρόμια, στο fund του καναδικού Συνταξιοδοτικού
Φορέα, Canada’s Public Sector Pension Investment Board. Στο πακέτο
περιλαμβάνονται τα αεροδρόμια Βουδαπέστης, Ντίσελντορφ, Αμβούργου,
Τιράνων, Σίδνεϊ καθώς και το 26,7% του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος». Η
γερμανική εταιρεία, το 49,8% της οποίας έχει αποκτήσει ο ισπανικός
όμιλος ACS, είχε δοκιμάσει (χωρίς επιτυχία…) να πουλήσει αεροδρόμια,
δρόμους και άλλα έργα υποδομής, το 2011. Επί χρόνια επιδιώκει να
πουλήσει περιουσιακά στοιχεία με στόχο να μειώσει τα χρέη που βαραίνουν
την ίδια και τον βασικό μέτοχό της (τέλη 2012, ο όμιλος ACS είχε καθαρό
χρέος περίπου 6 δισ. ευρώ…) και να ενισχύσει την κατασκευαστική μονάδα
της. Σειρά για πώληση παίρνουν η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία που κατέχει
στην Αυστραλία καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία της στην Ευρώπη.
Κανένα άλλο κράτος δεν διανοήθηκε ότι μπορεί αυτές οι αγοραπωλησίες να
συνιστούν σήμα εμπιστοσύνης των αγορών στην οικονομία του. Το
ισχυρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση…
Οι
κεντρικές τράπεζες των κρατών της Ευρωζώνης επρόκειτο να «ρολάρουν»
ελληνικά ομόλογα ύψους 1,5 δισ. ευρώ περίπου, που λήγουν τις επόμενες
εβδομάδες. Και το ελληνικό κράτος επρόκειτο να έχει συλλέξει τα έσοδα
του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ) των ετών 2011 και 2012. Τελικά, οι
κεντρικές τράπεζες, παρά τη συμφωνία που είχε γίνει τον Δεκέμβριο,
απεφάνθησαν ότι νομικά προβλήματα που ανέκυπταν δεν επέτρεπαν να μας
διευκολύνουν.
Και
το ελληνικό κράτος (λόγω του βαθύτατου εκσυγχρονισμού που άρτι έχει
εφορμήσει και στις εφορίες…) ούτε ειδοποιητήρια δεν πρόλαβε να στείλει
για τον ΦΠΑ των δύο ετών. Προέκυψε, λοιπόν, χρηματοδοτικό έλλειμμα. Για
να καλυφθεί, το Eurogroup θα πρέπει να εγκρίνει να μας καταβληθούν δύο
δόσεις, ύψους 7,6 δισ. ευρώ. Ητοι, τα 4,3 δισ. που επρόκειτο να μας
δοθούν το α΄ τρίμηνο (αν δεν είχαμε καθυστερήσει…) και τα 3,3 δισ. του
β΄ τριμήνου. Κανείς δεν φανταζόταν ότι αυτό θα γινόταν ευκαιρία για
πανηγυρισμούς. Κι όμως, έγινε και γίνεται από την κυβερνητική
προπαγάνδα…
Με
κάθε μέσο επιχειρείται η κυριαρχία ενός πλάσματος επί της κοινής
γνώμης, ότι η ασκούμενη πολιτική αποδίδει. Ο κ. Σόιμπλε έχει τους λόγους
του να ισχυρίζεται ότι η πολιτική του αποδίδει (ακόμα και) στην Ελλάδα:
Διεκδικεί την ψήφο των Γερμανών πολιτών-θυμάτων της λιτότητας, το
φθινόπωρο. Στην Ελλάδα, όμως, παρασιτισμός και συντήρηση έχουν δικούς
τους, ακόμη σοβαρότερους λόγους να διατυπώνουν αυτόν τον ισχυρισμό: Για
(α) να αποσιωπούν ότι η ασκούμενη πολιτική τείνει να ακυρώνει την
προοπτική της ανάπτυξης και (όσα φώτα κι αν κρεμάσουν στην άκρη του
τούνελ…) να την αντικαθιστά με μια μακρόχρονη ασθενική σχεδόν ανάκαμψη,
με μαζική ανεργία και αφόρητες ανισότητες. Και έτσι (β) να κερδίζουν
πολιτικό χρόνο, ώστε να διευκολυνθούν οι χειρισμοί, να αναζητηθούν οι
συμβιβασμοί και οι ισορροπίες συμφερόντων. Με κεντρική επιδίωξη, να
αποτραπεί ο κίνδυνος της αλλαγής – που ελλοχεύει σε συνθήκες συστημικής
κρίσης. Και να ενταφιάσουν την ευκαιρία που εμπεριέχει μια τόσο μεγάλη
κρίση, για τη ριζική αλλαγή της χώρας.