Μιλάμε συχνά για τα στελέχη του κομματικού σωλήνα, για το πόσο σημαντική
είναι η μετάβαση από ένα πολιτικό προσωπικό που το αποτελούν εκείνα σε
ένα πολιτικό προσωπικό που θα αποτελείται από ανθρώπους της πραγματικής
κοινωνίας – ειδάλλως ακόμα και....
η διαχείριση καθ’ εαυτήν δεν μπορεί παρά
να είναι αναιμική. Γιατί όμως επιμένουμε σε αυτό; Είναι έτσι τα
πράγματα, ή η κυρίως χρήση στελεχών του «κομματικού σωλήνα» αποτελεί μια
φυσική και αναμενόμενη λειτουργία της πολιτικής; Εν τέλει, ποιό είναι
το πρόβλημα με τον «κομματικό σωλήνα»;
Tο πρόβλημα με τα κόμματα της Μεταπολίτευσης
είναι το δεδομένο και οριστικό διαζύγιό τους από την κοινωνία.
Λειτουργούν ανεξάρτητα και απομακρυσμένα από αυτήν, η επικοινωνία του
κλειστού συστήματος του εκάστοτε κομματικού μηχανισμού με την
πραγματικότητα είναι συνήθως προσχηματική, ένα αναγκαίο κακό για την
ανανέωση της παροχής πολιτικής εξουσίας στο κόμμα. Σε αυτά τα πλαίσια,
ένα τέτοιο κόμμα δεν αντλεί τα στελέχη του από την κοινωνία, αλλά τα
δημιουργεί εξ απαλών ονύχων σε δικούς του «δοκιμαστικούς σωλήνες». Ας
πάρουμε το συνηθέστερο σήμερα παράδειγμα, αυτό των κομματικών νεολαιών
και κυρίως της παρουσίας τους στο πανεπιστήμιο. Αυτή η διαδικασία
απομακρύνει σταδιακά το υποψήφιο στέλεχος από την πραγματικότητα όπως
την γνωρίζουν οι υπόλοιποι συμπολίτες του: από τους βαθμούς στο
πανεπιστήμιο μέχρι την είσοδο (;) στην αγορά εργασίας, από την
στρατιωτική θητεία μέχρι τον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνεται η
παραμικρή εργασία και υποχρέωση, το «παιδί του (κομματικού) σωλήνα»
γνωρίζει την ζωή με άλλους όρους, με άλλον τρόπο από αυτόν των
συνομηλίκων συμπολιτών του: έχει μόνον ακουστά τον σπουδαστικό μόχθο στο
πανεπιστήμιο, την πάλη και την απελπισία της αναζήτησης μιας θέσης στον
ήλιο της αγοράς εργασίας, τις καθ’ ημέραν δυσκολίες συνδιαλλαγής με το
δημόσιο, δεν τα έχει βιώσει πραγματικά, έχει μόνον ακούσει να μιλούν γι’
αυτά, άρα δεν δύναται και να προσφέρει πραγματικές λύσεις σε αυτά. Η
μόνη πρόσβαση στην πραγματικότητα είναι μέσω γαλάζιων, πράσινων ή ροζ
παραμορφωτικών φακών. Όμως δεν είναι αυτό το πραγματικό, το μέγιστο
πρόβλημα.
Το πραγματικό, το μέγιστο πρόβλημα εμφανίζεται όταν ο βιοπορισμός
διασφαλιστεί, είτε εμμέσως είτε άμεσα, από τις διεργασίες του κομματικού
σωλήνα. Αντιθέτως, όταν κάποιος π.χ. πανεπιστημιακός εμπλέκεται στην
πολιτική ή εκλέγεται, το ενδεχόμενο να απεμπλακεί ή να μην επανεκλεγεί
δεν συνεπάγεται παύση του βιοπορισμού του: απλώς επιστρέφει στο
προηγούμενό του επάγγελμα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα παιδιά του
σωλήνα: ο εξοστρακισμός από την πολιτική, η απώλεια της εύνοιας των
ανθρώπων-κλειδί, η αποτυχία επανεκλογής συνεπάγονται παύση του
βιοπορισμού, ξαφνικό βιοποριστικό πρόβλημα. Όσο ανιδιοτελής ή
οραματιστής κι αν τυγχάνει κάποιος πριν εισέλθει στα συγκεκριμένα
γρανάζια, περίπου σε αυτό το σημείο απελευθερώνονται ακατανίκητες
ψυχολογικές δυνάμεις που συνηγορούν περί του αντιθέτου: πλέον η ανάγκη
να διατηρηθεί κανείς στην θέση του, στην κομματική καριέρα του και στον
κομματικό βιοπορισμό του δεν αποτελεί μονάχα συνειδητή επιλογή ή σκέψη,
μα αδήριτη ενστικτώδη ανάγκη, απελευθερώνονται τα αντανακλαστικά της
ανθρώπινης ανάγκης για ασφάλεια και βιοπορισμό, θολώνουν την συνειδητή
σκέψη και καταπλακώνουν τα κριτήρια σε αμείλικτο βαθμό. Ανεπαίσθητα και
ασυνείδητα, χωρίς καν να το διαπιστώσει ο ίδιος, το παιδί του σωλήνα
αποκτά νέες προτεραιότητες: να επιδιώκει ή να διατηρεί την εύνοια του
αρχηγού του κόμματος, να μην δυσαρεστήσει με επιλογή του ή ενδεχόμενη
παρρησία του όσους (ψηφοφόρους και φεουδάρχες) εγγυώνται την επανεκλογή
του, να έχει τις «σωστές» απόψεις, την «σωστή» ψήφο και τις «σωστές»
επιλογές ώστε να μην εκβληθεί από τον βιοπορισμό του και από το μόνο
είδος καθημερινότητας που γνωρίζει. Πλέον, ανεπαίσθητα, αυτές οι
προτεραιότητες κανοναρχούν την πολιτική συμπεριφορά του και τις επιλογές
του, όχι η παλαιότερη ανιδιοτέλεια, ο οραματισμός, η κάποτε πηγαία
φιλοπατρία – όσο κι αν αυτά συνεχίζουν να αποτελούν το άλλοθι, με τον
ίδιο τρόπο που -στοιχηματίζω- ο Άκης Τσοχατζόπουλος πιστεύει ακόμη
σήμερα ότι έλαβε τις βέλτιστες αποφάσεις για την πατρίδα.
Η αλλαγή των προτεραιοτήτων οδηγεί στην αλλαγή των στόχων: γρήγορα
καθίσταται σαφές ότι η επανεκλογή παίζεται ευκολώτερα στο πεδίο των
εντυπώσεων παρά στο πεδίο της ουσίας και της παραγωγής έργου. Όταν το
παιδί του σωλήνα βγαίνει στην τηλεόραση για να αντιπαρατεθεί παιδιά του
σωλήνα απεσταλμένα άλλων κομμάτων, γνωρίζει πως σε αυτήν την μάχη δεν θα
κερδίσει όποιος εκφράσει το πιο «τετράγωνο» επιχείρημα, την πιο
ειλικρινή μαρτυρία, την καλύτερη, πιο μελετημένη και πρακτικά εφαρμόσιμη
πρόταση, τον ευφυέστερο και ρεαλιστικώτερο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό
ικανόν να λύσει τα προβλήματα του πολίτη, όχι: νικά εκείνος που θα
κερδίσει τις εντυπώσεις. Εκείνος που θα υπονομεύσει με τον πιο
αποτελεσματικό τρόπο το ήθος του αντιπάλου, που θα εκσφενδονίσει την πιο
πιασάρικη ατάκα, που θα διατυπώσει το πιο εντυπωσιακό ευχολόγιο, που θα
μιλήσει ακατάπαυστα ώστε να καλυφθεί ο αντίπαλος από την οχλαγωγία. Η
παραγωγή έργου, η εκπροσώπηση του πολίτη γίνεται πάρεργο της πολιτικής,
παράπλευρη απώλεια: το παιχνίδι παίζεται στην (επαν)εκλογή και στις
επικοινωνιακές μεθοδεύσεις της.
Όταν προκύπτει μια πραγματική κρίση, ή μια περίοδος «αλλαγής
καθεστώτος», η εκπαίδευση που παρέχει ο «κομματικός σωλήνας» δεν έχει
καταστήσει τα στελέχη του ικανά να την αντιμετωπίσουν. Τα παιδιά του
σωλήνα γνωρίζουν καλά την συλλογή ψήφων, την διατήρηση και δημιουργία
ισορροπιών, την επικέντρωση στην δημιουργία των «σωστών» εντυπώσεων. Δεν
δύνανται να γνωρίζουν πώς να δώσουν πραγματικές λύσεις σε πραγματικά
προβλήματα, το πώς να αλλάξουν άρδην τις προτεραιότητες μιας
διαχειριστικής πρακτικής, το πώς να λειτουργήσουν αν χρειαστεί έξω από
τα στενά όρια των συμμαχιών, των ομαδοποιήσεων και των ισορροπιών, το
πώς να αλλάξουν μια πραγματική κατάσταση και όχι τις εντυπώσεις σχετικά
με αυτήν ή τις ισορροπίες γύρω από αυτήν. Όταν έρχεται η στιγμή που
χρειάζεται να σπάσεις αυγά, τα παιδιά του σωλήνα απλώς δεν μπορούν να
βοηθήσουν. Το πολύ πολύ να βοηθήσουν στην «επικοινωνιακή διαχείριση» του
πράγματος…
Σημειώνουμε εδώ ότι η σχεδόν αποκλειστική αξιοποίηση «παιδιών του
σωλήνα» μόνον άφευκτη νομοτέλεια της πολιτικής δεν είναι! Ενώ το
φαινόμενο υφίσταται φυσικά παντού, πολύ συχνά σε άλλες χώρες
τροφοδοτείται το πολιτικό προσωπικό από ανθρώπους με ανεξάρτητη πορεία
στην πραγματική κοινωνία – χωρίς να είναι αυτοί… υπερήλικες επειδή δεν
μεγάλωσαν σε θερμοκήπιο. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Barack Obama διέγραψε μιαν
ανεξάρτητη επαγγελματική και ακαδημαϊκή πορεία και μετά, μετά από μιαν
επιτυχημένη καριέρα στην πραγματική ζωή, επιδίωξε ενασχόληση με την
πολιτική – ειδάλλως στην Αμερική δεν θα τον έπαιρναν και σοβαρά…
Αντιθέτως, η Margaret Thatcher επεδίωκε την εκλογή της στο κοινοβούλιο
από τα 24 της χρόνια – χωρίς όμως να αποτελεί εκείνη το
αποτέλεσμα/προϊόν ενός κομματικού φυτωρίου και θερμοκηπίου, ενός
κλειστού εσωτερικού συστήματος παραγωγής στελεχών, και ακριβώς εκεί
έγκειται η μείζων διαφορά…
Μπορούμε να επενδύσουμε πραγματικές ελπίδες σε «παιδιά του σωλήνα», οσοδήποτε ταλαντούχα;
Ούτε με λοβοτομή.
Σωτήρης Μητραλέξης
μπλε μηλο