Η εμμονή της Γερμανίας στην αποτελεσματικότητα
των μέτρων λιτότητας που επιβάλλει, όχι μόνο στο χειμαζόμενο Νότο, αλλά και
στους συμμάχους της στο Βορά, πέρα από τις ηθικίστικες δικαιολογίες που
ξεφουρνίζει, κυρίως για... εσωτερική κατανάλωση και χάιδεμα αυτιών των πολυπληθών
αναγνωστών της Bild, βασίζεται σε μια λοξή ανάγνωση της δικής της εξαγωγικής επιτυχίας,
που ακολούθησε την υιοθέτηση το 2003 από την ίδια και τον σοσιαλδημοκράτη ΥΠΟΙΚ
Σρέντερ, της Ατζέντας 2010, η οποία προέβλεπε αύξηση της ανταγωνιστικότητας δια
της περιστολής μισθών, απορρύθμισης της εργασίας, φτηνού ευρώ σε σχέση με το
μάρκο αν εξακολουθούσε να υπάρχει και για να μη το ξεχνάμε, υπέρβασης των
κριτηρίων του Μάαστριχτ για το δημόσιο έλλειμμα.
Τώρα, όμως, που η πραγματικότητα
της Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ιταλίας βγάζει μάτι ως προς την επιτυχία
της γερμανικής συνταγής, πληθαίνουν και οι φωνές, λίγο αργοπορημένες είναι
αλήθεια, ότι η επιτυχία της Γερμανίας δεν είναι και τόσο επιτυχία, όπως η ίδια
θέλει να βαυκαλίζεται.
Χωρίς να το αντιλαμβάνεται,
επιστρατεύοντας πριν λίγο καιρό την ΕΚΤ στο να βγάζει μακροσκελείς εκθέσεις σχετικά
με τον ελλείποντα πλούτο των Γερμανών σε σχέση με τους ομολόγους τους στο Νότο,
και βάζοντας τον Τόμσεν να διαδίδει ότι οι συντάξεις των Ελλήνων κατά μέσο όρο
είναι μικρότερες από τις συντάξεις των Γερμανών, η εντύπωση που μένει τελικά
δεν είναι ότι οι Νότιοι γδέρνουν τους Γερμανούς, αλλά ότι η Γερμανία γδέρνει
τους ίδιους της τους πολίτες. Και πράγματι, παρά το μεγάλα της εμπορικά
πλεονάσματα, αδιάλειπτα από το 1952 με εξαίρεση το χρόνο της ενοποίησης με την
Ανατολική Γερμανία, ο συσσωρευμένος πλούτος δεν μετακυλίστηκε προς τους
εργαζόμενους που έβαλαν πλάτη, αλλά συσσωρεύτηκε στα ανώτερα εισοδηματικά
στρώματα, καθιστώντας τη Γερμανία μια από την πρώτες χώρες ως προς την
ανισοκατανομή. Το ότι οι γερμανικές συντάξεις είναι τόσο χαμηλές δεν είναι
κατόρθωμα για το οποίο πρέπει να υπερηφανεύεται. Τουναντίον μάλιστα.
Επίσης, η Γερμανία αντί να
ανακυκλώνει τα πλεονάσματά της στο εσωτερικό, όπως της ζητείται να κάνει σήμερα
για να δοθεί μια εξαγωγική ανάσα στην περιφέρεια που ασφυκτιά, προτίμησε όλο
αυτό τον καιρό που επωφελούνταν από τα χαμηλά, έως αρνητικά επιτόκια, να τα
τοποθετεί σε εξωτικά χρηματιστηριακά προϊόντα στο εξωτερικό και σε οικιστικές
φούσκες στην Ιρλανδία και Ισπανία. Το αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να
χαθεί από το 2006 έως σήμερα, έως και το 20% του γερμανικού ΑΕΠ, όπως αποκάλυψε
πρόσφατη έκθεση του Marcel Fratzscher από το Ινστιτούτο οικονομικής έρευνας DIW
του Βερολίνου. Μεταφραζόμενο σε ευρώ, οι Γερμανοί επενδυτές έχασαν δηλαδή, γύρω
στα 400 δις. Αν ήταν περισσότερο προσεκτικοί, και προτιμούσαν να επενδύσουν στο
εσωτερικό τις αποταμιεύσεις τους, που είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, σήμερα
θα ήταν σαφώς πλουσιότεροι. Τώρα ποιοι, αυτό είναι άλλο ερώτημα.
Ένα σκάλισμα λίγο πιο κάτω από
τις ρητορείες και την επιφάνεια, δείχνει ότι το γερμανικό θαύμα οφείλεται
περισσότερο σε μια καλοσερβιρισμένη αφήγηση παρά στην απτή πραγματικότητα. Ας
δούμε κάποιες λεπτομέρειες, όπως τις εκθέτει το Spiegel, σε άρθρο του με τίτλο
«Η πάσχουσα υποδομή».
«Καθ’ ένας που περιδιαβαίνει τη
χώρα θα παρατηρήσει δρόμους γεμάτους τρύπες, παρατημένες σιδηροδρομικές
γραμμές, ερειπωμένα σχολεία, εργοστάσια που εγκαταλείπονται για να μεταφερθούν
στο εξωτερικό, γερασμένες γέφυρες, φθαρμένες πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις και
πεπαλαιωμένα τηλεφωνικά δίκτυα».
Όπως αναφέρει ο Υπουργός
Μεταφορών του κρατιδίου της Βεστφαλίας, πολλές από τις γέφυρες της χώρας
χρονολογούνται από το 1970, σε πολλά σημεία είναι σάπιες και δεν μπορούν να
ανταποκριθούν στην αυξανόμενη κίνηση. Συγκεκριμένα, από τις 100 γέφυρες, οι 80
βρίσκονται σε ελεεινή κατάσταση, και χρειάζονται περί τα 4 δις ευρώ για να
ξαναγίνουν ασφαλείς. Επίσης, το 20% των autobanhs και το 40% των ομοσπονδιακών
δρόμων χρειάζονται ομοίως επισκευές.
Πριν από 15 περίπου χρόνια η
αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της χώρας ανερχόταν στο 20% του ΑΕΠ, ή στα
500 δις ευρώ, ενώ, το 2011 τα
περιουσιακά στοιχεία λόγω παλαιότητας και παραμέλησης δεν αξίζουν πάνω από 13
δις ευρώ, ή το 0.5% του ΑΕΠ.
Κοντολογίς, όπως δείχνει και η
έκθεση DIW, η Γερμανία πάσχει από χρόνια έλλειψη επενδύσεων σε υποδομές, που
είναι και η κύρια αιτία για τη μειωμένη παραγωγικότητα, για την αντιστάθμιση
της οποίας επιστρατεύτηκε όλα αυτά τα χρόνια η πολιτική μείωσης του εργατικού
κόστους. Για παράδειγμα, το 1999 οι συνολικές επενδύσεις (ιδιωτικές και
δημόσιες) ανέρχονταν στο 20% του ΑΕΠ, ενώ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 17%, το
οποίο σημαίνει ότι περίπου 1 τρις ευρώ έχουν αποσυρθεί από τη συντήρηση δρόμων,
σιδηροδρομικών γραμμών και μηχανημάτων. Το γεγονός αυτό, καθώς και η διόγκωση
του εργατικού δυναμικού με άτομα χαμηλής εξειδίκευσης, (το 17% αποτελείται από
mini jobbers), προβλέπεται να μειώσουν
ακόμα περισσότερο τη γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Στο παρακάτω γράφημα φαίνεται η
θέση της Γερμανίας ως προς τις δημόσιες επενδύσεις, που είναι από τις
χαμηλότερες του ΟΟΣΑ, στο 1.5% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλότερες δηλαδή, και από αυτές
της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ.
«Είναι δύσκολο να το πιστέψει
κανείς», συνεχίζει η έκθεση, «αλλά, όταν έρχεται η συζήτηση στις πιο σημαντικές
τεχνολογίες του 21ου αιώνα, όπως στα high-speed δίκτυα του ιντερνετ,
η Γερμανία βρίσκεται πολύ πίσω, πιο πίσω ακόμα και από τη Βουλγαρία, τη Λιθουανία και
τη Ρουμανία».
Η έκθεση DIW
συνεχίζει ανατέμνοντας πολλούς ακόμα από τους αναχρονισμούς και τις
δυστοκίες του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Πριν από ενάμισι χρόνο,
όταν η Ελλάδα βαλλόταν από παντού για το πλήθος των προστατευόμενων
επαγγελμάτων της, είχαμε θέσει το ερώτημα για το "Πού βρίσκονται τα περισσότερα κλειστά επαγγέλματα". Η απάντηση ήταν ανέλπιστη: Στη Γερμανία, φυσικά!
Κι όσον αφορά τις δομικές μεταρρυθμίσεις για την ενθάρρυνση των επενδύσεων, όπως για παράδειγμα το σύστημα φορολόγησης, την απάντηση τη δίνει ο ΟΟΣΑ, ο οποίος την κατατάσσει σε μια από τις χαμηλότερες πάλι θέσεις μεταξύ των μελών του.
Και να σκεφτείς, ότι μόλις αντιγράψαμε το γερμανικό φορολογικό σύστημα!
ΥΓ. Για το "Γερμανικό Θαύμα" δείτε και το άρθρο του Economist, "Dissecting the Miracle".
http://e-cynical.blogspot.gr/