Το να μιλάει κάποιος για το έθνος κατά τρόπο
μεροληπτικό και ιδεολογικό είναι ο κανόνας και θα παραμείνει ο κανόνας.
Ωστόσο δεν βλάπτει αν κάπου – κάπου παραβιάζεται ο κανόνας αυτός, έστω
και με κίνδυνο να βρεθεί όποιος το κάνει ανάμεσα σε δύο πυρά. Στη μία...
άκρη του πεδίου της μάχης βρίσκεται η εθνικιστική «δεξιά»,
η οποία θεωρεί το έθνος ως το φυσικό πλαίσιο ζωής του ανθρώπου, όμως
δεν εξηγεί πώς στάθηκε δυνατή η συλλογική ζωή και επιβίωση επί αιώνες
και χιλιετίες δίχως έθνη με τη νεότερη έννοια του όρου. Επιπλέον η
«δεξιά» συγχέει το δικαίωμα ζωής του έθνους με την
έννοια της κυριαρχίας του κράτους, μη θέλοντας να εμπιστευθεί το
πεπρωμένο του έθνους σε ένα πολυεθνικό κράτος, μολονότι πολλά ιστορικά
παραδείγματα πιστοποιούν ότι κάτω από παρόμοιες συνθήκες τα έθνη μπορούν
θαυμάσια να κρατηθούν στη ζωή και μάλιστα να ακμάσουν.
Προφανώς η «δεξιά» δεν πιστεύει τόσο ακλόνητα στον
ακατάλυτο χαρακτήρα του έθνους ώστε να αδιαφορεί για τη μοίρα του (λίγο –
πολύ εθνικού) κράτους. H έννοιά της περί έθνους γίνεται τόσο πιο
αφηρημένη, τόσο περισσότερο αισθητική ή πολιτισμική κατασκευή, όσο οι
εθνικοί πολιτισμοί ατονούν. Δεν μπορεί να μη μειδιάσει κανείς όταν
βλέπει σήμερα στην Eυρώπη ότι μερικοί «δεξιοί» εθνικιστές, οι οποίοι
επιπλέον αυτοαποκαλούνται «συντηρητικοί», χρησιμοποιούν εναντίον του
«Mάαστριχτ» εν μέρει τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι
κλασικοί συντηρητικοί του 18ου και του 19ου αι. εναντίον της διαμόρφωσης
των σύγχρονων εθνικών κρατών. Γιατί ακριβώς οι εκπρόσωποι του κλασικού
συντηρητισμού απέρριπταν το εθνικά ομοιογενές κράτος και έδιναν την
προτίμησή τους στο πολυεθνικό, του οποίου συνεκτικός δεσμός ήταν η
νομιμοφροσύνη προς μια δυναστεία και ένα στέμμα (π.χ. Aυστροουγγαρία).
Στην αντίπερα όχθη φωνασκεί η κοσμοπολιτική και ειρηνιστική «αριστερά»,
η οποία ελπίζει ότι η έκλειψη των εθνών θα φέρει τη μόνιμη ειρήνη. Tο
λογικό σφάλμα είναι προφανές: πόλεμοι γίνονταν και προ της δημιουργίας
των εθνών και καμιά στατιστική δεν στηρίζει τη θέση ότι η εμφάνιση του
εθνικισμού πολλαπλασίασε τους πολέμους. Πριν από λίγα χρόνια ακόμη η
ανθρωπότητα βρισκόταν στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής όχι εξαιτίας
αχαλίνωτων εθνικισμών αλλά λόγω του ανταγωνισμού δύο στρατοπέδων, που
και τα δύο τους επικαλούνταν οικουμενικές ιδεολογίες.
Βεβαίως, οι εθνικές συγκρούσεις ξαναέγιναν επίκαιρες.
Όμως αποτελεί οπτική απάτη να θεωρεί κανείς την πηγή αναταραχής, η
οποία είναι αυτή τη στιγμή ενεργός, ως τη μοναδική ή ως την τελευταία.
Όπως μέχρι σήμερα έγιναν συχνότατα πόλεμοι εντός των εθνών, δηλαδή
εμφύλιοι πόλεμοι, έτσι και τίποτε δεν αποκλείει τους πολέμους στους
κόλπους μιας ενιαίας ανθρωπότητας έπειτα από μια υποθετική κατάργηση των
εθνών.
Μολονότι τώρα η «αριστερά» επιθυμεί να εξουδετερώσει ή
μάλλον να εξαλείψει από προσώπου γης τους προφανώς σφριγηλούς
εθνικισμούς, ωστόσο προσπαθεί ταυτόχρονα να αποδείξει ότι καθαρά έθνη
δεν υπάρχουν, επομένως ότι χύνεται ιδρώτας και αίμα για το τίποτε και η
παραφροσύνη είναι πλήρης. Τα γεγονότα, τα οποία αναφέρονται συναφώς,
πρέπει αναμφίβολα να τα πάρουμε πολύ σοβαρά. Πράγματι, αποδείχτηκε
ματαιοπονία η αναζήτηση αμιγών φυλών και εθνών ή η κατάστρωση ενός
πάγιου καταλόγου αντικειμενικών και γενικών γνωρισμάτων, με βάση τα
οποία θα μπορούσε να ορισθεί το έθνος. O,τι κατά καιρούς αναφέρθηκε ως
τέτοιο γνώρισμα (καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, κ.ο.κ.) ή δεν απαντούσε
πάντοτε ή δεν αποτελούσε αναγκαίο ή επαρκή όρο συγκρότησης ενός έθνους.
Δεν μπορούμε εδώ να εξετάσουμε, ίσως ούτε και να διαπιστώσουμε, κατά
πόσο η έννοια του λαού είναι φυσική και φυλετική· το βέβαιο είναι ότι
δεν συμπίπτει με την έννοια του έθνους, που είναι σε καθοριστικό βαθμό
έννοια πολιτική.
Αυτά όλα μπορούν να γίνουν δίχως δυσκολία δεκτά –
όμως από πολιτική άποψη δεν έχουν το παραμικρό βάρος. Το πολιτικά φλέγον
ερώτημα είναι αν συγκεκριμένα σύνολα έχουν την ανάγκη και τη διάθεση,
έστω και επιστρατεύοντας μύθους, να ορίσουν τον εαυτό τους ως έθνος και
να ενεργήσουν στο όνομα αυτού του έθνους, δηλαδή να ζήσουν και να
πεθάνουν.
Αν το κάνουν αυτό, αδιαφορώντας μάλιστα για το τι
είναι αλήθεια και τι ψέμα, τότε έχουν προφανώς, καλώς ή κακώς, τους
λόγους τους, και το μόνο ουσιώδες ζήτημα είναι αν και στο μέλλον θα
θεωρούν αυτό το κατασκεύασμα το καλύτερο μέσο για την προάσπιση των
συμφερόντων τους. Αν τούτο συμβαίνει πράγματι, τότε οι ιστορικές
αποδείξεις και ανταποδείξεις αποτελούν χαμένο κόπο. Και στο παρελθόν το
έθνος δεν εμφανιζόταν στην πολιτική σκηνή επειδή είχε μόλις σχηματιστεί,
αλλά επειδή μια ορισμένη ελίτ επικαλούνταν την ιδέα του έθνους και
κατάφερνε έτσι να κινητοποιήσει μάζες. Το γαλλικό έθνος λ.χ. δεν ήταν
ανύπαρκτο το 1788 για να εμφανιστεί το 1789, ούτε και χρειαζόταν να
δημιουργήσει το γαλλικό κράτος εξ αρχής. Το κράτος προϋπήρχε από αιώνων
και η επίκληση του έθνους εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: να καταστήσει
ομοιογενή τον εσωτερικό χώρο του κράτους με την κατάργηση του
φεουδαρχικού τοπικισμού και να αντικαταστήσει τη δυναστική αρχή με την
αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Όπως βλέπουμε, εδώ είναι πολύ δύσκολο ν’ αμφισβητηθεί η πολιτική σκοπιμότητα του εθνικισμού.
Όμως η μαζικοδημοκρατική και πλανητική εποχή
διόλου δεν συμπίπτει με τη φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή. Σήμερα οι
εσωτερικοί χώροι των κρατών έχουν γίνει ομοιογενείς ενώ ακόμη και οι
καίσαρες επικαλούνται την λαϊκή κυριαρχία. Αν λοιπόν το έθνος επιβιώσει,
θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες και να υπηρετεί τους
συναφείς νέους σκοπούς. Από το πώς ορίζει κανείς τις συνθήκες και τους
σκοπούς εξαρτάται και η απάντησή του στο ερώτημα, αν και σε ποια μορφή
θα διατηρηθούν οι πολιτικές εκείνες μονάδες, τις οποίες εμείς ονομάζουμε
έθνη. O πυρήνας της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης είναι η πλανητική επέκταση της μαζικής δημοκρατίας
ως κοινωνικού σχηματισμού εδραζομένου στην μαζική παραγωγή και στην
μαζική κατανάλωση, η συνεχής άνοδος των υλικών προσδοκιών στον κόσμο και
επομένως η όξυνση του ανταγωνισμού, όξυνση η οποία μπορεί να καταστεί
επικίνδυνη κάτω από την πίεση οικολογικών και δημογραφικών παραγόντων.
Tο ερώτημα έχει ως εξής: Θα αποδειχθούν το έθνος
και το εθνικό κράτος ως η καλύτερη οργανωτική μορφή για τη συμμετοχή
στον αγώνα κατανομής, θ’ αποτελέσουν την ανταγωνιστικότερη πολιτική και
οικονομική μονάδα σε πλανητικό επίπεδο;
Αν το ερώτημα διατυπωθεί έτσι, είναι φανερό ότι η
απάντηση πρέπει να υπαγορευθεί από την ανάλυση της συγκεκριμένης
περίπτωσης και όχι από την αθεράπευτη αγάπη προς το έθνος ή από εξίσου τυφλές κατάρες
εναντίον του. Με άλλα λόγια: το ζήτημα δεν είναι αν «το έθνος», γενικά
κι αφηρημένα, μπορεί να επιβιώσει ή όχι, αλλά αν τούτο ή εκείνο το
υφιστάμενο έθνος εκπληρώνει ή όχι τους όρους της βιώσιμης πολιτικής
μονάδας μέσα στην πλανητική εποχή.
Από αυτήν τη σκοπιά, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε
διαφορετικά μέτρα και σταθμά από έθνος σε έθνος, από ήπειρο σε ήπειρο κι
από περιοχή σε περιοχή. H Κίνα λ.χ. δεν πιέζεται
πολιτικά να επιλέξει ανάμεσα στην εθνική και στην πλανητική βιωσιμότητά
της, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα παραμείνει ενιαίο συγκεντρωτικό
κράτος (όπως πιστεύω, η πορεία της ιστορίας στον 21ο αιώνα θα
προσδιορισθεί κατά μέγα μέρος από το αν η Κίνα θα παραμείνει ή όχι
τέτοιο κράτος). Στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται εθνικά κράτη,
τα οποία τελούν υπό έμπρακτη πολιτική και οικονομική εξάρτηση. Το αν θα
στέρξουν στη μοίρα τους αυτή, ώστε τουλάχιστον με την υποταγή τους σε
μιαν ισχυρότερη δύναμη να μην αποκοπούν ολότελα από την πλανητική
εξέλιξη, ή αν θα εξεγερθούν εναντίον αυτής της μοίρας, γιατί θεωρούν τον
οικουμενισμό των μεγάλων δυνάμεων μέσο επεκτατισμού και εκβιασμού –
αυτό δεν θα το αποφασίσει μόνον η ψυχρή λογική του συμφέροντος, αλλά και
βαθύρριζα συναισθήματα.
Επίσης, ανοιχτό είναι το ζήτημα αν η εξέγερση εξυπηρετεί καλύτερα τη συντήρηση της παραδοσιακής ταυτότητας από ο,τι την εξυπηρετεί η υποταγή.
Γιατί η εξέγερση, αν θέλει να είναι επιτυχής, απαιτεί γρήγορο
εκσυγχρονισμό, ενώ η εκούσια υποταγή μπορεί να συνοδεύεται από την
ανακαίνιση παραδοσιακών ψευδοπροσόψεων για λόγους ψυχικής
υπεραναπλήρωσης και τουριστικής αξιοποίησης (παράδειγμα η σημερινή Ελλάδα). Εν πάση περιπτώσει η μοίρα των μικρών εθνικών κρατών εξαρτάται αποφασιστικά από τη σπουδαιότητα της γεωπολιτικής τους θέσης.Τα πιο ασήμαντα από γεωπολιτική άποψη μάλλον θα αφεθούν στην ησυχία τους ή στην εσωτερική αναταραχή τους.
Δημοσιευμένο στην εφημερίδα «Καθημερινή», 13 Απριλίου 1996 : Το έθνος στην πλανητική εποχή
@@@@
Ο Π. Κονδύλης (1943 – 1998), με σπουδές φιλοσοφίας και κλασικής φιλολογίας, συγγραφέας και μεταφραστής, είναι – μαζί με λίγους άλλους, με πρώτους τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Νίκο Πουλαντζά -
από τους σημαντικούς πολιτικούς στοχαστές που ανέδειξε η νεότερη
Ελλάδα. Δεν ακολούθησε πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Παρά τον πρόωρο
θάνατό του, το συγγραφικό και μεταφραστικό του έργο, στην Ελληνική και
Γερμανική γλώσσα είναι τεράστιο. Οι απόψεις του για την φιλοσοφία, την
κοινωνία και την πολιτική προκάλεσαν έντονες συζητήσεις, δημιούργησαν
πιστούς οπαδούς και σκληρούς αντιπάλους.*Δύο άρθρα δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Καθημερινή» το 1996, με θέμα το παρόν και το μέλλον των εθνών στα Ευρωπαϊκά και πλανητικά πλαίσια, παραμένουν επίκαιρα και πολύ ενδιαφέροντα, ακόμη και σήμερα. Αξίζει να αναδημοσιεθούν ολόκληρα. Ανεξάρτητα από το τελικό συμπέρασμα που βγάζει κανείς, οι σκέψεις του θέτουν υπό επίμονη εξέταση, με έγκυρο τρόπο, τις πιό διαφορετικές καθιερωμένες αντιλήψεις.
* Η βασική κριτική που δέχονται οι απόψεις του Π. Κονδύλη, αφορά το ευρύτερο ρεύμα σκέψης του»ντεσιζιονισμού» (αποφασιοκρατίας), με κύριο εκπρόσωπο τον συνταγματολόγο Carl Schmitt,από
το οποίο επηρεάστηκε αρκετά το ώριμο έργο του. Η ερμηνεία του
Διαφωτισμού και του νεωτερικού πολιτισμού από τον Κονδύλη οδηγεί σε μια
συγκεκριμένη άποψη για την ουσία της πολιτικής. Άν η «κλίμακα ηθικών αξιών -
που επισείεται από την εκάστοτε κοσμοθεωρητική παράταξη στον αγώνα της
για κυριαρχία…. αν οποιοδήποτε ορθοπρακτικό πλαίσιο συνιστά πρόφαση που συγκαλύπτει αξιώσεις κυριαρχίας, τότε
στο έργο του Κονδύλη, μαζί με την κανονιστική διάσταση του Διαφωτισμού,
αίρεται και οιανδήποτε δυνατότητα αξιολογικών κρίσεων περί του τι είναι
δίκαιο ή άδικο σε μια κοινωνία», σημειώνει η Φωτεινή Βάκη στο συνέδριο “Η φιλοσοφία σήμερα” (Ρέθυμνο 2005).
Η ίδια, επισημαίνει ως αντίπαλο ρεύμα της αποφασιοκρατίας την Κανονιστική Θεωρία, της οποίας σημαντικός εκφραστής (στο πλευρό του Jürgen Habermas της Νεότερης Σχολής της Φρανκφούρτης, και άλλων), ήταν ο επίσης πολύ αξιόλογος “Ελληνας στοχαστής Κοσμάς Ψυχοπαίδης.
«Το έργο του Κ. Ψυχοπαίδη αντίθετα, ερμηνεύει μια μεγάλη παράδοση του Διαφωτισμού που κυρίως εκπροσωπείται από τον Ρουσώ, τον Καντ, τον Χέγκελ αλλά και τον Μαρξ ως
μια απόπειρα θεμελίωσης πολιτικών κανόνων που δεν θα οπισθοδρομεί σε
προ-νεωτερικού τύπου αντιλήψεις περί αγαθού, ούτε θα εκφυλίζεται σε
εγωιστικό πράττειν. Η θεμελίωση των πολιτικών κανόνων για τον Ψυχοπαίδη
οριοθετείται αφ’ ενός μεν από τις ιστορικές σχέσεις ιδιοκτησίας
(ιδιοποίησης και διανομής του κοινωνικού προϊόντος), αφ΄ετέρου δε, τόσο
από το ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο αυτών των σχέσεων όσο και από τα
συστήματα αξιών που επιτρέπουν την αξιολόγησή του.
Αν για τον Κονδύλη κανόνες και αξίες έχουν μόνο πολεμική διάσταση και υποκρύπτουν αποκλειστικά κυριαρχικές αξιώσεις,
για τον Ψυχοπαίδη, η σημερινή θεωρία οφείλει να ερμηνεύει τους κανόνες
ως λειτουργικούς όρους όχι μόνο της αναπαραγωγής και διατήρησης της
κοινωνίας αλλά και της θεωρίας. Οι κανόνες αξιολογούνται από τους ίδιους
τους δρώντες όσον αφορά την καταλληλότητά τους να μετατραπούν σε αξίες
που θα προσανατολίζουν την καθημερινή δράση.
Αν το έργο του Κονδύλη απέχει κάθε αξιολογικής κλίμακας στη βάση της οποίας θα αποφαινόταν τι είναι «ορθό», η
θεμελίωση των κανόνων στο έργο του Ψυχοπαίδη δηλώνει ποιές αξίες είναι
αδιαπραγμάτευτες (ζωή, υγεία, αξιοπρέπεια, αυτόνομη πολιτική δράση) και
ποιές αποτελούν αντικείμενο διαλόγου και διαπραγματεύσεων καθώς και
ποιοι είναι οι όροι του διαλόγου αυτού».
Φωτεινής Βάκη -Η ερμηνεία του Διαφωτισμού. Ντεσιζιονισμός και Κανονιστική Θεωρία, Από την ιστοσελίδα Π.Κονδυλης (Kondylis)
ΠΗΓΗ: http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/06/t-e.html
Ακολουθεί, σε λίγο το δεύτερο: «Tο μέλλον του έθνους στην Eυρώπη του αύριο
ΣΧΕΤΙΚΑ
Ο Παναγιώτης Κονδύλης απαντά σε δέκα ερωτήσεις (1993)
Ερωτήσεις: Marin Terpstra (1993)
Μαΐου 10th, 2013
Ερωτήσεις: Marin Terpstra (1993)
ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε Κονδύλη, είσθε κατ’ αρχήν
συγγραφέας μερικών εκτεταμένων μελετών πάνω σε σημαντικές επόψεις της
δυτικής ιστορίας των ιδεών και της δυτικής σκέψης. Γράψατε για
φιλοσόφους και για τους στοχασμούς τους, και επιμεληθήκατε δύο
ανθολογίες με κείμενα φιλοσόφων. Όμως έχετε γράψει και ένα συστηματικό
έργο, που εκθέτει τις βασικές φιλοσοφικές σας θέσεις. Επί πλέον, προ
παντός στα τελευταία χρόνια, πήρατε τον λόγο και σε πολιτικές
συζητήσεις. Πώς θα χαρακτηρίζατε περισσότερο τον εαυτό σας: ως ιστορικό,
ως φιλόσοφο ή ως πολιτικό στοχαστή; Κι αν μπορείτε να ταυτίσετε τον
εαυτό σας με καθέναν από τους τρεις αυτούς τύπους, πώς ξεπερνάτε τις
αναπόφευκτες εντάσεις ανάμεσα σε τούτες τις επιστήμες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το πώς χαρακτηρίζει κανείς τον εαυτό του ή το πώς χαρακτηρίζεται από τους άλλους είναι δευτερεύον και συχνά τυχαίο. Πάνω απ’ όλα ενδιαφέρει το τι λέει και το αν έχει κάτι να πει. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μου δραστηριότητας είμαι ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων, ένας αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ωστόσο δεν επιθυμώ να κατανοήσω και να παρουσιάσω την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη σκοπιά «της» φιλοσοφίας, «της» πολιτικής, «της» κοινωνιολογίας, ή «της» ιστορίας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο: πρόθεση μου είναι να κάμω πρόδηλη την ενότητα των βασικών της δομών και την εσώτερη λογική της εκδίπλωσής της στους τομείς της φιλοσοφικής, πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής πράξης. Όταν οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται φιλοσοφικά δεν συμπεριφέρονται διαφορετικά απ’ ό,τι όταν ενεργούν πολιτικά και κοινωνικά. Τι κάνουν δηλαδή; Λαμβάνουν μία θέση, η οποία συμφωνεί με τις θέσεις μερικών ανθρώπων και συνάμα στρέφεται εναντίον άλλων δεν υπάρχει, άλλωστε, λόγος για να υιοθετήσει ή να πρωτοδιατυπώσει κάποιος μια θέση, αν δεν θεωρεί ορισμένες άλλες ως εσφαλμένες ή βλαβερές.
Read more…
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το πώς χαρακτηρίζει κανείς τον εαυτό του ή το πώς χαρακτηρίζεται από τους άλλους είναι δευτερεύον και συχνά τυχαίο. Πάνω απ’ όλα ενδιαφέρει το τι λέει και το αν έχει κάτι να πει. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μου δραστηριότητας είμαι ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων, ένας αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ωστόσο δεν επιθυμώ να κατανοήσω και να παρουσιάσω την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη σκοπιά «της» φιλοσοφίας, «της» πολιτικής, «της» κοινωνιολογίας, ή «της» ιστορίας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο: πρόθεση μου είναι να κάμω πρόδηλη την ενότητα των βασικών της δομών και την εσώτερη λογική της εκδίπλωσής της στους τομείς της φιλοσοφικής, πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής πράξης. Όταν οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται φιλοσοφικά δεν συμπεριφέρονται διαφορετικά απ’ ό,τι όταν ενεργούν πολιτικά και κοινωνικά. Τι κάνουν δηλαδή; Λαμβάνουν μία θέση, η οποία συμφωνεί με τις θέσεις μερικών ανθρώπων και συνάμα στρέφεται εναντίον άλλων δεν υπάρχει, άλλωστε, λόγος για να υιοθετήσει ή να πρωτοδιατυπώσει κάποιος μια θέση, αν δεν θεωρεί ορισμένες άλλες ως εσφαλμένες ή βλαβερές.
Read more…
«Η
Ελλάδα της κρίσης, η παρακμή του αστικού πολιτισμού και η πολιτισμική
επανάσταση των δεκαετιών του ’60 και του ’70″- Παναγιώτης Κονδύλης
Μαρτίου 5th, 2013
Η υιοθέτηση και διάδοση κεντρικών ιδεών και αξιών της
πολιτισμικής επανάστασης συνόδευσαν και στην Ελλάδα πριν ακόμη από το
1974, προ πάντως όμως μεταδικτατορικά, τη διαμόρφωση της εγχώριας
(εξαμβλωματικής) μαζικής δημοκρατίας,
επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό τα καθημερινά ήθη. Ταυτόχρονα με την
τροπή προς την εγχώρια παραλλαγή της μαζικής δημοκρατίας συντελέσθηκε
λοιπόν και η στροφή προς μιαν αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, με την
έννοια ότι η χαλάρωση ή η διάλυση των εντόπιων ιδεολογημάτων, μαζί με τη
διεθνή ρευστοποίηση των σαφών ψυχροπολεμικών ορίων, προκάλεσε όχι μόνο
μιαν αδιαφορία για την ελληνική ιδεολογία γενικότερα, αλλά και μια
χαοτική ανάμιξη των πνευματικών προϊόντων που έρχονταν σε όλο και
μεγαλύτερες μάζες απ’ έξω – σε ακριβή αντιστοιχία, άλλωστε, προς τη
ραγδαία αύξηση της εισαγωγής υλικών καταναλωτικών αγαθών.
Παναγιώτη Κονδύλη, «Προφητικόν»*: Από το κοινωνικό συμβόλαιο στη δίαιτα εξυγιάνσεως
Φεβρουαρίου 10th, 2012
(1943 – 1998)
του Κ. Κουτσουρελη
Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε προβλέψει την ελληνική κρίση από το 1992 και την πτώση του παρασιτικού-καταναλωτικού μοντέλου.
Την ελληνική κρίση αρκετοί την είχαν προϊδεαστεί. Οχι λίγοι είχαν περιγράψει μάλιστα, από νωρίς και με ακρίβεια, ορισμένα από τα συμπτώματά της, καθώς αυτά πλήθαιναν στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Από την «Ελλαδογραφία» του Νίκου Γκάτσου (1976) ώς το «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά (1987), και από τον «Γλωσσικό αφελληνισμό» του ΓιάννηΚαλιόρη (1984) ώς τους «Κωλοέλληνες» του Διονύση Σαββόπουλου (1989) -αναφέρω εδώ επίτηδες έργα εντελώς ετερόκλητα-, οι διαγνώσεις που προτάθηκαν συνέκλιναν. Στρεβλός εκσυγχρονισμός, νόθος εξαστισμός και περιβαλλοντική υποβάθμιση, παραγωγική αποδιάρθρωση και δανειοδίαιτη ευμάρεια, αισθητικός εκχυδαϊσμός και παρακμή της παιδείας, λαϊκισμός, αναξιοκρατία, κομματισμός, διαφθορά: στα βασικά λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν.
Read more…
http://gkdata.gr
του Κ. Κουτσουρελη
Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε προβλέψει την ελληνική κρίση από το 1992 και την πτώση του παρασιτικού-καταναλωτικού μοντέλου.
Την ελληνική κρίση αρκετοί την είχαν προϊδεαστεί. Οχι λίγοι είχαν περιγράψει μάλιστα, από νωρίς και με ακρίβεια, ορισμένα από τα συμπτώματά της, καθώς αυτά πλήθαιναν στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Από την «Ελλαδογραφία» του Νίκου Γκάτσου (1976) ώς το «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά (1987), και από τον «Γλωσσικό αφελληνισμό» του ΓιάννηΚαλιόρη (1984) ώς τους «Κωλοέλληνες» του Διονύση Σαββόπουλου (1989) -αναφέρω εδώ επίτηδες έργα εντελώς ετερόκλητα-, οι διαγνώσεις που προτάθηκαν συνέκλιναν. Στρεβλός εκσυγχρονισμός, νόθος εξαστισμός και περιβαλλοντική υποβάθμιση, παραγωγική αποδιάρθρωση και δανειοδίαιτη ευμάρεια, αισθητικός εκχυδαϊσμός και παρακμή της παιδείας, λαϊκισμός, αναξιοκρατία, κομματισμός, διαφθορά: στα βασικά λίγο-πολύ όλοι συμφωνούν.
Read more…
http://gkdata.gr