δημοσιεύματος («Κατάσχεση από την Εφορία σπιτιού άνεργου για 1677 ευρώ») είναι δηλωτικός της τύχης που θα έχουν κατά τους επόμενους μήνες χιλιάδες χρεοφειλέτες του Δημοσίου και των Τραπεζών.
Ανάλογες οικονομικές πρακτικές μ’ αυτές που εφαρμόζει σήμερα η
μνημονιακή κυβέρνηση κατά των μικροϊδιοκτητών εφάρμοζε και η κυβέρνηση
του Λαϊκού κόμματος το 1933. Ήδη από τα τέλη του 1931 η χώρα
αντιμετώπιζε οικονομική κρίση με συνέπεια την αύξηση της ανεργίας και
της φτώχειας. Έτσι χιλιάδες βιοπαλαιστές, οι οποίοι είχαν δανειστεί με
επαχθείς όρους για να φτιάξουν ένα σπιτάκι να στεγάσουν την οικογένειά
τους, αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, με αποτέλεσμα να είναι
συνήθη τα φαινόμενα των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών ακινήτων. Η
κυβέρνηση κώφευε στις εκκλήσεις τους για λήψη μέτρων με σκοπό την
προστασία τους από τους τοκογλύφους δανειστές. Ο τότε υπουργός
Δικαιοσύνης Σπ. Ταλιαδούρος απάντησε σε διάβημα που του επέδωσε η
νεοϊδρυθείσα «Ένωση χρεωμένων μικροϊδιοκτητών» ότι δεν επρόκειτο να τους
δοθεί καμιά διευκόλυνση για την πληρωμή των χρεών τους (εφημερίδα
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 6ης Αυγούστου 1933).
Με βάση τους ισχύοντες νόμους οι δανειολήπτες ήταν υποχρεωμένοι να
καταβάλουν τον τόκο ανά τρίμηνο. Αν καθυστερούσαν έστω και μια μέρα, οι
δανειστές είχαν το δικαίωμα να απαιτήσουν την είσπραξη ολόκληρου του
δανείου. Σε περίπτωση που οι χρεοφειλέτες δεν πλήρωναν εντός οκταημέρου
τους καθυστερούμενους τόκους καθώς και τα έξοδα της κοινοποιήσεως της
επιταγής, έξοδα που έφθαναν από 600 έως 1.000 δραχμές, τότε άρχιζε η
διαδικασία της κατάσχεσης του σπιτιού τους. Αν αδυνατούσαν και πάλι
εντός οκτώ ημερών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, τότε διενεργείτο
αναγκαστικός πλειστηριασμός. Το «νόστιμο» της υπόθεσης ήταν το ότι οι
δανειολήπτες επιβαρύνονταν εκτός των άλλων με τα δικαστικά έξοδα της
κατάσχεσης (περίπου 5.000 δραχμές) και με τα έξοδα της διενέργειας του
πλειστηριασμού (3.000 δραχμές). Φυσικά θα πλήρωναν και τους
καθυστερούμενους φόρους καθαράς προσόδου καθώς και το φόρο μεταβίβασης
οικοδομών 2%.
Μπροστά στον άμεσο κίνδυνο να «βγει στο σφυρί» το σπιτάκι τους και
να «βρεθούν στο δρόμο» οι χρεωμένοι μικροϊδιοκτήτες προσπαθούσαν
πανικόβλητοι να βρουν κάποιον αγοραστή. Σπάνια όμως εύρισκαν σε περίοδο
οικονομικής κρίσης. Έτσι κατά κανόνα γινόταν «πλειοδοτική» δημοπρασία,
στην οποία παρουσιαζόταν ως μοναδικός «πλειοδότης» ο τοκογλύφος
δανειστής, ο οποίος έπαιρνε το σπίτι σε τιμή μικρότερη από το ¼ της
πραγματικής του αξίας.
Στο προαναφερθέν φύλλο του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ αναφερόταν η περίπτωση ενός
χρεωμένου μικροϊδιοκτήτη (ονόματι Ρηγόπουλου). Είχε ένα σπίτι αξίας
80.000 δραχμών υποθηκευμένο για δάνειο 10.000 δραχμών. Επειδή
καθυστέρησε να καταβάλει τον τόκο της τριμηνίας που ανερχόταν στο ποσό
των 300 δρχ., ο δανειστής τού κοινοποίησε επιταγή για την είσπραξη
ολόκληρου του δανείου. Ο δυστυχής χρεοφειλέτης δεν είχε λεφτά, για να
πληρώσει, κι έτσι σε οκτώ μέρες του κοινοποιήθηκε η κατάσχεση του
σπιτιού του και επιβαρύνθηκε με άλλες 5.500 δρχ. για τα δικαστικά
έξοδα. Με γράμμα, λοιπόν, που έστειλε στην εφημερίδα εξέφραζε την
απόγνωσή του, γιατί, αν δεν έβρισκε δεκαέξι χιλιάδες δραχμές για να
αποπληρώσει το ποσό του δανείου (10.000 δρχ.), τον τόκο (300 δρχ.) και
τα έξοδα της κατάσχεσης (5.500 δρχ.), το σπίτι του θα έβγαινε σε
πλειστηριασμό.
Η αναλγησία της Πολιτείας, η οποία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να
προστατεύσει τη φτωχολογιά από τους κερδοσκόπους δανειστές, ανάγκασε
τους χρεοφειλέτες να οργανωθούν. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Ένωση χρεωμένων
μικροϊδιοκτητών», στην οποία εγγράφτηκαν αρχικά περίπου 500 άτομα.
Ανάλογες οργανώσεις είχαν γίνει και σε άλλες πόλεις. Τα αιτήματά τους
διαφοροποιούνταν:
•Η Ένωση των Αθηνών ζητούσε να γίνει χρεοστάσιο (= να σταματήσει η αποπληρωμή των δανείων) όσο διαρκούσε η οικονομική κρίση.
•
Οι χρεωμένοι μικροϊδιοκτήτες των Πατρών διεκδικούσαν πεντάχρονο
χρεοστάσιο και μετά τη λήξη του να πληρωθούν τα δάνεια σε εξάμηνες
δόσεις.
•Η
οργάνωση μικροϊδιοκτητών Βόλου διεκδικούσε την ενοποίηση όλων των
χρεών, τα οποία θα αναλάμβανε η Κτηματική Τράπεζα Ελλάδας (τότε ήταν
τμήμα της Εθνικής Τράπεζας). Με απλά λόγια η Τράπεζα θα τα αποπλήρωνε
τους ιδιώτες δανειστές και θα αναλάμβανε να τα εισπράξει η ίδια από τους
μικροϊδιοκτήτες.
•
Στο Εμποροεπαγγελματικό συνέδριο που συγκλήθηκε στις Σέρρες προτάθηκε
«η διετής αναστολή των ενυπόθηκων δανείων» και η αποπληρωμή τους ύστερα
σε 10 ετήσιες δόσεις με επιτόκιο 5%.
Εκφράστηκαν όμως και ορισμένες άλλες απόψεις, όπως:
Η διαγραφή των χρεών προς τους τοκογλύφους δανειστές και τις τράπεζες.
Η
συγκρότηση επιτροπών σε κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό, ώστε να
συντονιστεί ο αγώνας των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών και να λάβει καθολικό
χαρακτήρα με τη σύνταξη ψηφισμάτων διαμαρτυρίας προς τις αρμόδιες
αρχές, με συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στα δικαστήρια και στους τόπους όπου
γίνονταν πλειστηριασμοί, με συλλαλητήρια κ.ά.. Ακόμα καλούνταν οι
εργατικές οργανώσεις και τα Εργατικά Κέντρα να ενισχύσουν με όλες τους
τις δυνάμεις τον αγώνα των μεροκαματιάρηδων που κινδύνευαν να χάσουν το
σπίτι τους.
Οι κινητοποιήσεις των χρεωμένων μικροϊδιοκτητών προσωρινά απέδωσαν
καρπούς. Η κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη (ηγέτη του Λαϊκού κόμματος)
αποφάσισε την καθιέρωση ολιγόμηνου χρεοστασίου, ύστερα όμως από τη λήξη
του το πρόβλημα επιδεινώθηκε και προκάλεσε κοινωνικές εξεγέρσεις. Για
την αποτροπή γενίκευσής τους το Σεπτέμβριο του 1935 ψηφίστηκε
δικαιοστάσιο, που καθόριζε ότι τα χρέη επί των ακινήτων θα εξοφλούνταν
με τους ακόλουθους όρους:
Στο
τέλος κάθε τριμηνίας από την 1η Οκτωβρίου 1935 και εξής οι χρεοφειλέτες
θα κατέβαλλαν στους δικαιούχους (σε ιδιώτες δανειστές και σε Τράπεζες)
τους τόκους της τριμηνίας επί του οφειλόμενου ποσού.
Από
την 1η Μαρτίου 1936 μέχρι την 31η Αυγούστου 1937 θα καταβάλλονταν σε
τρεις ισόποσες εξάμηνες δόσεις όλοι οι καθυστερούμενοι παλιοί τόκοι.
Από την 1η Σεπτεμβρίου 1937 ως την 31η Αυγούστου 1941 θα καταβαλλόταν σε οκτώ ίσες εξάμηνες δόσεις το οφειλόμενο δάνειο.
Αλλά «πίσω είχε η αχλάδα την ουρά». Στη 2η παράγραφο το δικαιοστάσιο
όριζε ότι «εν καθυστερήσει της μιας των υπό της παραγράφου 1
καθοριζομένων δόσεων χωρούσε αναγκαστική εκτέλεσις», δηλαδή κατάσχεση
και πλειστηριασμός ακινήτων. Από τη ρύθμιση αυτή είχαν εξαιρεθεί όσοι
χρωστούσαν τους δημόσιους φόρους. Η μη καταβολή τους έδινε τη δυνατότητα
στο κράτος να κατασχέσει τα σπίτια φτωχών ανθρώπων.
Οι ρυθμίσεις αυτές δεν έλυναν το πρόβλημα των χρεωμένων
μικροϊδιοκτητών. Γι’ αυτό την 22α Μαρτίου 1936 συγκλήθηκε στην Αθήνα
Πανελλαδικό συνέδριο των χρεοφειλετών. Ένα από τα αιτήματά τους ήταν η
αναστολή κατασχέσεων και πλειστηριασμών (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο
της 21ης Μαρτίου 1936). Το αίτημά τους όμως δεν υλοποιήθηκε.
Από τη μελέτη της νεότερης ελληνικής ιστορίας προκύπτει ότι σε δύο
περιόδους έγινε πραγματική αρπαγή της μικρής ιδιοκτησίας και μάλιστα υπό
τις «ευλογίες» της Πολιτείας:
Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από το Λαϊκό κόμμα (1933 – 1935).
Κατά
τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που οι κυβερνήσεις με τις
νομοθετικές ρυθμίσεις τους «νομιμοποίησαν» τον πλουτισμό των
«μαυραγοριτών», οι οποίοι «αγόρασαν» κατά την περίοδο της Κατοχής
ακίνητα για λίγες οκάδες τροφίμων.
Φαίνεται όμως ότι με τη φορολογική πολιτική που εφαρμόζουν οι
κυβερνήσεις κατά την τελευταία τριετία ο αριθμός των κατασχέσεων και
πλειστηριασμών ακινήτων δεν θα έχει προηγούμενο. Έτσι περιουσίες που
δημιουργήθηκαν με κόπους και ιδρώτα πολλών γενεών «θα αλλάξουν χέρια».