Υπέρ της αλλαγής της γερμανικής πολιτικής έναντι της
ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης και ειδικότερα έναντι της Ελλάδας τάσσεται
η εφημερίδα «New York Times» στο κύριο άρθρο της.
Η σύνταξη της εφημερίδας, με αφορμή την...
επανεκλογή της ‘Αγκελα Μέρκελ
στη γερμανική καγκελαρία, αναφέρει ότι για να μπορέσει εκ νέου να
ευημερήσει η Ευρώπη θα πρέπει η Γερμανία να τονώσει την κατανάλωση στο
εσωτερικό της, να συμφωνήσει στη χαλάρωση των όρων διάσωσης για τις
υπερχρεωμένες χώρες και να αποδεχθεί μια πιο ισχυρή τραπεζική ένωση.
Σύμφωνα με το άρθρο, η σαρωτική επικράτηση της Μέρκελ στις γερμανικές
εκλογές συνοδεύεται από αναπάντητα, μέχρι στιγμής, ερωτήματα, σχετικά
με την πολιτική που θα ακολουθήσει στη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Ένωση,
ενώ η ενδεχόμενη συνεργασία της με τους Σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσε να
αλλάξει τα δεδομένα, λόγω της σταθερής τους προσήλωσης στην ενίσχυση
της ΕΕ, της βούλησής τους για ελάφρυνση των μέτρων λιτότητας στις
προβληματικές χώρες και για τη λήψη μέτρων που θα ενισχύουν την
κατανάλωση στο εσωτερικό της Γερμανίας, όπως τη θέσπιση ενός κατώτατου
μισθού.
Η αναγέννηση της ευρωπαϊκής οικονομίας δεν είναι, ωστόσο, ένα εύκολο
έργο, όπως τονίζεται, ενώ επισημαίνεται ότι παρόλο που η μεγάλη ύφεση
στην Ελλάδα και τις άλλες προβληματικές χώρες μοιάζει να έπιασε πάτο και
τα ελλείμματα αρχίζουν να περιορίζονται, οι υψηλοί δείκτες ανεργίας,
άνω του 25%, στην Ελλάδα και στην Ισπανία, είναι καταστροφικοί.
Δημιουργείται μια γενιά χωρίς μέλλον, οι κοινωνικές εντάσεις
αυξάνονται, ενώ νεοφασιστικά κινήματα, όπως η ελληνική Χρυσή Αυγή,
σκληραίνουν τον εξτρεμιστικό τους λόγο, σύμφωνα με το κύριο άρθρο της
εφημερίδας.
Στη συνέχεια, σημειώνεται ότι, παρά τις ευθύνες των προβληματικών
χωρών για την πρόκληση της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, η σημερινή
κακοδαιμονία της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας και της Κύπρου
οφείλεται κυρίως στα μέτρα λιτότητας που ελήφθησαν υπό την πίεση της
‘Αγκελα Μέρκελ, με αντάλλαγμα την παροχή οικονομικής στήριξης.
Τα μέτρα αυτά, όπως σημειώνεται, έπληξαν την ανάπτυξη και εξανάγκασαν
τις κυβερνήσεις να περιορίσουν κοινωνικές παροχές που απευθύνονταν
στους φτωχότερους πολίτες τους.