11 Δεκ 2013

Ελλάδα: Η μαύρη τρύπα των οικονομικών θεωριών;

Του Χρήστου Πιέρρου 

Υπάρχει μία έντονη αντιπαράθεση μεταξύ φιλελεύθερων και κεϋνσιανών αναφορικά με τις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση και στις προτεινόμενες πολιτικές εξόδου από αυτήν. ..
Η αντιπαράθεση εστιάζεται κυρίως στο ποιος οφείλει να είναι ο ρόλος του κράτους και στον τρόπο που αυτό επηρεάζει την οικονομία, με τους κεϋνσιανούς να είναι υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων και τους φιλελεύθερους κατά. Ωστόσο και οι δύο πλευρές παρουσιάζουν ελλείψεις στις αφηγήσεις τους αφού δεν συνυπολογίζουν τις κρατικές δομές στην ανάλυσή τους. Για αυτόν τον λόγο είναι σκόπιμο να αναφερθεί το πως αντιλαμβάνονται οι δύο θεωρίες την βέλτιστη οικονομική πολιτική εξόδου από την κρίση και πως θα μπορούσαν να συνεπικουρηθούν από μία θεσμική προσέγγιση, που θα οδηγούσε σε μία καλύτερη κατανόηση της ευρύτερης οικονομίας.
Ξεκινώντας με την φιλελεύθερη οικονομική θεωρία, σε περιόδους ύφεσης –ο όρος κρίση μάλλον αποτελεί λέξη-ταμπού– οι απαραίτητες ενέργειες που θα τροφοδοτήσουν την μεγέθυνση του ΑΕΠ περιλαμβάνουν την μείωση του εργατικού κόστους, ούτως ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, οι ιδιωτικοποιήσεις, η απελευθέρωση της αγοράς δημιουργώντας, έτσι, συνθήκες που αυξάνουν τον ανταγωνισμό, σε συνδυασμό με μία χαλαρή νομισματική πολιτική, που μεταφράζεται συνήθως σε ένα χαμηλό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας. Κατά αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων που θα οδηγήσουν την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Το μέγεθος της ανάπτυξης εξαρτάται από το επίπεδο κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, καθώς και από την παραγωγικότητα του τομέα έρευνας και ανάπτυξης.
Η φιλελεύθερη εκδοχή δεν φαίνεται να αποδίδει για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι θεωρητικός και έχει να κάνει με τον ντετερμινισμό που χαρακτηρίζει το πλαίσιο ανάλυσης. Τα κίνητρα των ιδιωτών επενδυτών θεωρούνται ως αυτοματοποιημένα αφού οι όποιες υποβόσκουσες προσδοκίες για το μελλοντικό οικονομικό περιβάλλον προκύπτουν μέσα από ένα υπερμαθηματικοποιημένο πλαίσιο ανάλυσης, χωρίς ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Τα οικονομικά κίνητρα αντιμετωπίζονται ως «ορθολογικά», υπονοώντας ότι οι οικονομικοί δρώντες έχουν γνώση των μαθηματικοποιημένων οικονομικών μοντέλων και προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους βάσει αυτών. Παραλλαγές, όπως η «δεσμευμένη ορθολογικότητα» βελτιώνουν την θεωρία, αλλά δεν επιλύουν το πρόβλημα.
Κάνοντας την αυθαίρετη υπόθεση ότι τα ανωτέρω δεν αποτελούν πρόβλημα, η φιλελεύθερη αφήγηση δεν αποδίδει επίσης, λόγω της αδρανούς πολιτικής πρωτοβουλίας σε θέματα απελευθέρωσης των αγορών και λόγω της εμφανούς διάθεσης προώθησης προσωπικών συμφερόντων στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων.
Στον αντίποδα, στην Κεϋνσιανή θεωρία, η ιδιωτική επενδυτική πρωτοβουλία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους της επένδυσης, όπου στο σύνολο οι προσδοκίες εξαρτώνται, σχεδόν απόλυτα, από την ψυχολογία της αγοράς, εννοώντας το γενικότερο οικονομικό κλίμα και όχι τις καθημερινές διακυμάνσεις του δείκτη του χρηματιστηρίου. Επομένως, σε περίοδο κρίσης όπου η ψυχολογία της αγοράς βρίσκεται στο ναδίρ, τα προσδοκώμενα ποσοστά κέρδους είναι πολύ χαμηλά, οπότε οι επενδυτές καταφεύγουν σε άλλες μορφές επένδυσης, όπως είναι τα κρατικά ομόλογα των πλεονασματικών χωρών. Σύμφωνα με τον Κέυνς σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, το κράτος οφείλει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις, ούτως ώστε να αυξηθεί το ΑΕΠ και να μειωθεί η ανεργία, να βελτιωθεί η ψυχολογία της αγοράς και επομένως να αυξηθούν τα προσδοκώμενα ποσοστά κέρδους και οι ιδιωτικές επενδύσεις. Επί της ουσίας, σε περίοδο κρίσης οι δημόσιες επενδύσεις αποτελούν οδηγό για τις ιδιωτικές. Αυτό εξηγεί και την επιμονή του Κέυνς για στόχευση κυρίως στις δημόσιες επενδύσεις, επιτρέποντας για αύξηση των υπολοίπων κρατικών δαπανών, μόνο όταν οι πρώτες δεν επαρκούν. Το κατά πόσο μπορούν να ταυτίζονται τα ανωτέρω με υπερτιμολογημένες εξοπλιστικές δαπάνες, ή με την οικονομική πολιτική της περιόδου 2000-2009, αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη.
Ωστόσο, και η Κεϋνσιανή θεωρία δεν βρίσκει εφαρμογή στην Ελλάδα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πολιτικός και αφορά στην χρονική συγκυρία στην οποία υπάρχει η μέγιστη ανάγκη για δημόσιες επενδύσεις. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα των προηγούμενων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας είχαν προ πολλού αχρηστεύσει την λειτουργία των δημοσίων επενδύσεων. Σε συνδυασμό με τους στόχους που έχουν τεθεί από την τρόϊκα για δημοσιονομικό πλεόνασμα και με το μηδαμινό βάρος που τοποθετεί η παρούσα κυβέρνηση στις δημόσιες επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξει λόγος για κεϋνσιανές πολιτικές. Ο δεύτερος λόγος είναι πάλι πολιτικός και έχει να κάνει με τον τρόπο που διανέμονται οι πόροι για τις δημόσιες επενδύσεις, όπου οι ωφελειμένοι αποτελούν σαφείς πολιτικές προτιμήσεις, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η διάχυση του δημοσίου χρήματος στην οικονομία.
Πέραν των όποιων θεωρητικών διαφορών και αδυναμιών, παρατηρούμε ότι και οι δύο απόψεις αποτυγχάνουν επειδή αδυνατούν να συμπεριλάβουν στην ανάλυσή τους τον πολιτικό παράγοντα και τον τρόπο που αυτός επηρεάζει την οικονομία. Η θεσμική προσέγγιση λειτουργεί συμπληρωματικά στις ανωτέρω και οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση της οικονομίας.
Βάσει της τελευταίας, οι οικονομικές επιδόσεις μιας χώρας και η κατανομή των πόρων εξαρτώνται από το είδος και την ποιότητα των οικονομικών και των πολιτικών θεσμών, οι οποίοι προκύπτουν από την de jure (έστω νομιμοποιημένη) και την de facto (έστω πραγματική) πολιτική δύναμη. Η τελευταία ανατροφοδοτείται από την υφιστάμενη κατανομή των πόρων, οπότε επί της ουσίας πρόκειται για ένα κυκλικό σύστημα. Να σημειωθεί ότι ο όρος πολιτική δύναμη δεν ταυτίζεται με τον όρο κομματική δύναμη, τουλάχιστον όχι απολύτως.
Στην περίπτωση της Ελλάδας οι αρνητικές οικονομικές επιδόσεις σηματοδότησαν τη χρεοκοπία των οικονομικών και εν μέρει των πολιτικών θεσμών. Ωστόσο οι πολιτικές δυνάμεις και η κατανομή των πόρων δεν άλλαξαν καθοριστικά. Οι ομάδες επιρροής διατήρησαν την ίδια δυναμική, μετουσιώνοντας την de facto πολιτική δύναμή τους σε μια συνθήκη συνδιαχείρισης με την de jure πολιτική δύναμη, των αρνητικών συνεπειών της κρίσης, είτε προς όφελός τους, είτε διασφαλίζοντας τα κεκτημένα τους. Η αμετάβλητη κατανομή των, πλέον λιγότερων, πόρων μετέφερε το κόστος των προσαρμογών στους χαμένους ή λιγότερο ευνοημένους αυτής της κατανομής.
Η εξωγενής παρέμβαση της τρόικα απαίτησε αλλαγή των οικονομικών θεσμών μέσω του πρώτου μνημονίου κάτι που αποτράπηκε μέσω της υφιστάμενης πολιτικής δύναμης, με αποτέλεσμα την μεταστροφή των απαιτήσεών της προς τις οικονομικές επιδόσεις, μέσω των υπολοίπων μνημονίων. Ωστόσο οι συνεχιζόμενες αρνητικές οικονομικές επιδόσεις καθώς και το ρευστό πολιτικό τοπίο υπερτονίζουν την αστάθεια του συστήματος, κάτι που θα γίνει περισσότερο εμφανές εντός του 2014 που υπάρχει μια σειρά γεγονότων, όπως οι τοπικές και οι ευρωπαϊκές εκλογές, η λήξη των δανειακών συμβάσεων και κυρίως η (μη) αποπληρωμή ενός σημαντικού μέρους του χρέους. Επομένως, η όποια περαιτέρω ανάλυση θα ήταν ανούσια μέσα σε ένα τόσο θολό τοπίο.
Υιοθετώντας δύο πιθανά σενάρια, δηλαδή την ύπαρξη επενδύσεων από το εξωτερικό, είτε με την μορφή ενός σχεδίου Μάρσαλ, είτε με απευθείας επενδύσεις – και όχι δανεισμό – από τις πλεονασματικές χώρες, και την εξεύρεση μίας βιώσιμης λύσης για το μη βιώσιμο χρέος, καθώς και ένα μάλλον απίθανο σενάριο, την επίτευξη διατηρήσιμου δημοσιονομικού πλεονάσματος, μπορούμε να δούμε τι είδους οικονομικοί θεσμοί απαιτούνται, αλλά σίγουρα όχι ποιοι θα προκύψουν.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ανάπτυξη θα είναι σχήματος L. Μία περίοδο βαθιάς ύφεσης ακολουθείται από μία περίοδο αναιμικής οικονομικής μεγέθυνσης. Συνυπολογίζοντας μία ανεργία ύψους περίπου 30% το μίγμα γίνεται εκρηκτικό. Αναφορικά με το οικονομικό περιβάλλον, η διάλυση των ολιγοπωλίων, τα οποία προκύπτουν τόσο λόγω μεγέθους της αγοράς όσο και λόγω πολιτικών δυνάμεων που καθορίζουν τους οικονομικούς θεσμούς, είναι επιβεβλημένη. Να σημειωθεί ότι αν υπάρχει ένας κοινός τόπος που συνδέει όλες τις οικονομικές θεωρίες στην ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από την μαρξιστική έως την φιλελεύθερη, είναι η απέχθεια προς τα ολιγοπώλια/μονοπώλια.
Σχετικά με το ύψος της ανεργίας, το ποσό των επενδύσεων που χρειάζεται για να απορροφήσει αυτό το μέγεθος ανέργων είναι υπέρογκο για τα σημερινά δεδομένα.  Ανεξαρτήτως βούλησης, ο ιδιωτικός τομέας είναι σαφώς φτωχότερος, με κακής ποιότητας υποδομές, οπότε οι όποιες επενδύσεις λάβουν χώρα δεν θα επαρκούν για να μειώσουν δραστικά την ανεργία.
Ως εκ τούτων, η παρουσία ενός παραγωγικού και κοινωνικού κράτους είναι επιτακτική. Παραγωγικό με την έννοια της απομάκρυνσης της γραφειοκρατίας μέσω ψηφιοποίησής του, αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής μέσω π.χ. της καθιέρωσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και κοινωνικό με την καθιέρωση του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος και την αντιμετώπιση της αναποτελεσματικής παροχής επιδομάτων, όπως συμβαίνει με το επίδομα των μακροχρονίως ανέργων. Μέσα από αυτές τις αλλαγές και με την επίτευξη μίας βιώσιμης λύσης για το χρέος, θα απελευθερωθούν κάποιοι πόροι που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δημόσιες επενδύσεις για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Εν τέλει, είναι η Ελλάδα η μαύρη τρύπα των οικονομικών θεωριών; Σαφώς και όχι. Η μακροοικονομία καθορίζει τους βέλτιστους άξονες οικονομικής πολιτικής, οι οποίοι πρέπει να συνεπικουρηθούν από αντίστοιχες πολιτικές σε επίπεδο θεσμών. Ωστόσο ο κακής ποιότητας δημόσιος διάλογος λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, όταν θα πρέπει να εστιάσει στις πολιτικές δυνάμεις που θα φέρουν τις απαιτούμενες αλλαγές στους πολιτικούς και στους οικονομικούς θεσμούς.