14 Φεβ 2014

Μια νύχτα στη Συγγρού - Ένας αλλιώτικος Άγιος Βαλεντίνος



Αν και έβλεπα φώτα σε πολλά δωμάτια του μοτέλ, δεν υπήρχε ούτε λέπι από παρκαρισμένο αυτοκίνητο στη μπροστινή αυλή. Φτάνοντας δίπλα στη τζαμένια είσοδο κατάλαβα το γιατί –ακολούθησα..
λοιπόν την ταμπέλα για το δεύτερο πάρκινγκ, εκείνο της πίσω πλευράς, χαμογελώντας...

Το μοτέλ "Συγγρού",  ήταν ένας ακόμα "καταφύγιο" της φαρδιάς λεωφόρου –διακριτικότης, εχεμύθεια, ότι ακριβώς χρειαζόμασταν. Παρκάραμε, πήρα τα συμπράγκαλά μου από το πορτ μπαγκάζ και ξεκινήσαμε για τη ρεσεψιόν.

«Πολύ κατάθλιψη αυτό το μέρος», είπε Εκείνη.
«Καλωσόρισες στη ρουτίνα των κυνηγημένων», απάντησα....«Υπέροχα!» γκρίνιαξε.
Προχώρησε μπροστά ανασηκώνοντας τους ώμους –κι αν είχε μετανιώσει που με ακολούθησε, πάντως δεν το έδειχνε. Ή εγώ δεν ήθελα να το δω, που κάνει ακριβώς το ίδιο.

Ο ξενοδόχος ήταν ένας κοιλαράς βρομύλος με ξεκούμπωτο πουκάμισο, δεν καταδέχτηκε ούτε να μας κοιτάξει όσο μπαίναμε.
«Ένα δωμάτιο», ζήτησα.
«Για πόση ώρα;» ρώτησε με τα μάτια κολλημένα στο σταυρόλεξό του.
«Για πολλούς μήνες», απάντησα.
«Σίδερο στα νεφρά σου παλικάρι μου!» θαύμασε.
«Ότι πεις. Μόνο φρόντισε να έχουμε κάποια ησυχία», παρακάλεσα.
«Ταυτοτητούλα;» έκανε κοιτάζοντάς με ξαφνικά.
«Έχουμε κι απ΄αυτή», τον διαβεβαίωσα αλλά δεν έκανα καμιά κίνηση.
«Μάλιστα –τότε αλλάζει το πράμα...» μουρμούρισε.
«Πόσο αλλάζει σα να λέμε; Ίσα με ένα πενηνταρικάκι bonus;» απόρησα.
«Αν βάλεις κι άλλα 20 σου δίνω τη νυφική σουίτα», σαλιάρισε ο χοντρός.
«Μέσα –επειδή υπάρχει και κάποιος ρομαντισμός εδώ πέρα», μουρμούρισα.


Πήραμε το κλειδί και χωθήκαμε στο ασανσέρ, μπροστά Εκείνη πίσω εγώ, όσο ο χοντρός μπάνιζε στα ίσα τα οπίσθιά της.
«Νυφική σουίτα;» απόρησε.
«Καλά, μην περιμένεις φράουλες με σαντιγί...» τη γείωσα.
«Ούτε καν σαμπάνια;» αναρωτήθηκε.
«Δεν σου φτάνει η σφαίρα στην πλάτη, θες να τρέχουμε και για δηλητηρίαση πρωϊνιάτικα;» μούγκρισα κακόκεφα.

Είχα περάσει τόσες μέρες σε ξενοδοχεία-τρύπες,  που μπορούσα να καταλάβω τη διακόσμηση του δωματίου, από το χαλάκι της εισόδου. Κρύβοντας βαθιά στη σκέψη μου σκέψεις για συναδέλφους,
 που θέλανε να ξεφύγουν από τ αφεντικά  τους –ήταν κι αυτό μια δουλειά –με το μάτι καρφωμένο στα βρώμικα τζάμια με το αυτί ραντάρ, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω την απειλή ανάμεσα σε ψεύτικους θορυβώδεις οργασμούς άλλων δωματίων, πιο ψηλά, στο Σύνταγμα, είχα περάσει εκεί μέσα ατέλειωτες μέρες...

Τελευταία φορά, δεν πήγαινε ούτε καν μήνας, εκείνη η χοντρούλα πιτσιρίκα –στριφογύριζε στα βρώμικα σεντόνια, κρύωνε, της είχα δώσει δανεική, μια μαύρη κοντομάνικη, με κάποια Χρυσά σχέδια, μπας και ζεσταθεί κάπως. .. Κάποια στιγμή η χοντρούλα ησύχαζε –όταν ξημέρωσε πήρα χαμπάρι ότι ήταν απ την ατέλειωτη μάσα που την πλάκωνε η υπνηλία... τι σημασία είχε πια; Φρόντισα να της βγάλω τη μαύρη κοντομάνικη μπλούζα μου –δεν είχα και πολλές αν θες να ξέρεις.


Γύρισα το κλειδί στο ξεχαρβαλωμένο χερούλι –κλειδαριά, άνοιξα την πόρτα, Εκείνη πέρασε δίπλα μου σφαίρα και χώθηκε στο χωλ έξω από το μπάνιο. Εγώ ακούμπησα τα πράγματα στη μέση του δωματίου και κόλλησα, αράχνη κανονική, στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι. Έψαξα, δε μου πήρε πάνω από λεπτό να βρω την κάμερα –το μάτι της ξεπρόβαλε από μια άτσαλη τρύπα ανάμεσα στα ξέφτια της ταπετσαρίας..."Μου την έκανε ο Ψηλός" σκέφτηκα..."Μα που το μαθε ο αλήτης πως θα ρθω να παλουκώσω εδώ;;"... Έβγαλα το διαφανές πλαστικό από το στραπατσαρισμένο μου πακέτο τσιγάρων, ξεβίδωσα τον φακό και τον ξαναβίδωσα έχοντας σφηνώσει πίσω του ένα κομμάτι πλαστικού. Αυτό θα έφτανε για να μοιάζει η κάμερα ανετάριστη, έλπιζα να μην πάρει ο ξενοδόχος χαμπάρι το πείραγμα πριν φύγουμε. Πήγα μετά στο μπάνιο, τα σοβαρά ξενοδοχεία έχουν και μια κάμερα πάνω από το ντους, αλλά αυτό εδώ δεν ήταν τέτοιο.


Γύρισα στο κυρίως δωμάτιο ανακουφισμένος αλλά την είδα να κοιτάζει προς το κρεβάτι συννεφιασμένη. Κοίταξα κι εγώ –μια ινδιάνα γυμνόστηθη προσπαθούσε να κρύψει τον ραγισμένο τοίχο πάνω απ΄το κρεβάτι, δυο πορτατίφ που βγάζανε κόκκινο φως...
«Εντάξει, δεν είναι και Χίλτον, πρέπει να το παραδεχτούμε», της είπα.
«Πολύ μιζέρια!» μουρμούρισε.
«Όλα θ΄αλλάξουν όταν "φτάσουμε"...»
«Νότια -σ΄ένα βουνίσιο σπίτι με θέα τη θάλασσα κι αγριοτριανταφυλλιές που στεφανώνουν τα παράθυρα, από κει θα χαζεύαμε τα χρόνια να περνάνε...» χαμογέλασε.
«Ωραία ιδέα –πως σου΄ρθε;» ψευτοθαύμασα.
«Πάω να πλυθώ λιγάκι», είπε κατσουφιασμένη ακόμα...

Έβγαλα τις μπότες και άπλωσα τις αρίδες μου στο κρεβάτι, στύλωσα τα μαξιλάρια στο κεφαλάρι, συγκεντρώθηκα. Λίγο παρακάτω –ας πούμε δυο δωμάτια παρακάτω –ακουγόταν ένας άντρας να βογκάει, τουτέστιν, καταλαβαίνετε... Πιο πέρα έπιανα σουμιέδες να τρίζουν άρρυθμα, όλα καλά φαίνονταν. Η φυσιολογική ζωή ενός κακόφημου οίκου της Συγγρού –κακομοιριασμένοι γιάπηδες και τραπεζίτες,  που το σκάσανε για εξωτερικές δουλειές και τρυπώσανε εδώ μέσα με μια τυχαία...

Νύσταζα πολύ... Άκουγα το νερό στο ντους να κελαρύζει.

«Τέλεια! Κάποιοι άντρες κοιμούνται μετά το σεξ, αλλά εγώ πέτυχα αυτόν που κοιμάται πριν!» γέλασε καθώς άγγιζε απαλά τον ώμο μου.
Πετάχτηκα. Ήταν τυλιγμένη σε μια άσπρη, εντάξει μπεζ κακοπλυμένη, πετσέτα και μύριζε όμορφα.
«Κοιμήθηκα ε;» έκανα χαζά.
«Ή αυτό ή προσπαθούσες ν΄ανοίξεις τα τσάκρα σου!» συνέχισε την καζούρα.
«Ναι, κάπως έτσι –τσάκρα πάτρα», μουρμούρισα όσο σηκωνόμουν. Είχα διάθεση να ξεραθώ επιτόπου αλλά δεν έλεγε πρώτο βράδυ μαζί της να μείνω άπλυτος σαν τσοπανόσκυλο...

Το νερό με γύρισε απότομα στην πραγματικότητα –ειδικά επειδή ήταν μπούζι.
«Ξέχασα να σου πω οτι τελείωσε το ζεστό νερό!» μου φώναξε Εκείνη από το άλλο δωμάτιο, επειδή μάλλον άκουσε τα γαμωσταυρίδια μου...

Υπάρχουν δυο θανάσιμα λάθη –να ερωτευτείς γυναίκα άπιστη και ν αφήσεις γυναίκα να κάνει πρώτη μπάνιο –εγώ τα είχα κάνει και τα δυο...

Βγήκα από το μπάνιο κατεψυγμένος μπακαλιάρος. Με κοίταξε χωμένη μέσα στα σκεπάσματα και χαμογέλασε, με το τροφαντό κορμί της να προκαλεί τρικυμία στα ελατήρια του κρεβατιού...

Βιάστηκα να χωθώ πλάι της, κρύωνα για το κορμί της. Εκείνη κουλουριάστηκε στο πλευρό μου, έγινε για μια στιγμή το χαμένο μου κομμάτι –ήμασταν πλήρεις... Κράτησα τη στιγμή με νύχια και με δόντια.
«Θα μου πεις κάποτε ποιος στα έκανε όλα αυτά;» μουρμούρισε περνώντας με το δάχτυλό της μια ουλή πάνω απ΄το στήθος μου.
«Ξέρω ΄γω, κάτι Πελοποννήσιοι μπαντίδος που με πέρασαν για τον γέρο του Μοριά», χασμουρήθηκα...
Γέλασε.
«Κάποτε πρέπει να μιλήσεις για σένα», μου υπενθύμισε.
«Ναι... κάποτε...» μουρμούρισα απρόθυμα...

Γύρισε στο πλάι κι άρχισε κάτι να ψαχουλεύει... Βρήκα την ευκαιρία να συρθώ μέχρι την τσέπη του μπουφάν μου και να μεταφέρω το στικάκι μου  κάτω από το μαξιλάρι... Ποτέ δεν ξέρεις...Φύλαγε τα ρούχα σου, να έχεις τα μισά...

«Πες μου κάτι για σένα...πες μου πως τα χεις καταφέρει», παρακάλεσε... Σιγά μην της μάθαινα τα μυστικά μου...Θέλει τέχνη η κωλοτούμπα...
«Εντάξει –το έχουμε χάσει εντελώς», αποφάσισα. «Είμαστε κρυμμένοι σ΄ένα κωλοξενοδοχείο και περιμένεις ν΄ακούσεις σερενάτες; Μα θα πεταχτούν οι τύποι από τα διπλανά δωμάτια και θα μας την πουν εν χορώ!»
«Ακόμα κι έτσι...» παρακάλεσε.
«Δεν πάει καθόλου έτσι», της εξήγησα...
Δεν ήμασταν τώρα για τέτοια.

Την αγκάλιασα κι Εκείνη με φίλησε στο λαιμό.
«Κοιμήσου», μου είπε.
«Κοιμήσου», της είπα.
«Μη μ΄αφήσεις», μου ζήτησε.
«Δεν πρόκειται –ακόμα κι αν το θελήσεις», της εξήγησα.
Κλείσαμε τα μάτια, η ζωή έμοιαζε τρύπια απ΄όλες τις πάντες αλλά εμείς επιμέναμε να χαμογελάμε... Ο κόσμος μύριζε φτηνό σαπούνι και βουβή απελπισία.

Κοίταζε μπροστά, έξω από το τζάμι, σιωπηλή...."Να σου διαβάσω κάτι πριν κοιμηθούμε;;" ρώτησα...
«Επειδή αυτά θα είναι τα φύλλα της πρώτης μέρας. Την επόμενη θα εμφανιστεί ένα κοράκι πρόθυμο να σκαλίσει τα σκουπίδια ή μερικοί τυπικοί μπάτσοι –θα φτάσουν στο μοτέλ "Συγγρού"... Εκεί θα μάθουν οτι η άτυχη γυναίκα μπήκε α λα μπρατσέτα με τον δικό της, άσε που θα τους δουν στην τουβούλα, θολούς μεν –αλλά πεντακάθαρα αγκαλιασμένους να κοιμούνται σα ζευγαράκι. Εντάξει, δεν θα φαίνονται πρόσωπα, αλλά η παρέα του Ψηλού θα μας αναγνωρίσει. Και τότε παφ! Πάει η συγκατοίκηση, μιλάμε πλέον για συμμετοχή σε φόνο. Σε κανέναν από τους δυο μας δεν θα άρεσε αυτό –νομίζω;»

Συνέχισε να κοιτάζει έξω –μου τσάκιζε τα νεύρα αυτό το πράγμα.

«Κοριτσάκι, η σχέση μας βασίζεται στο ότι εγώ είμαι καλός στα όπλα κι εσύ στα λόγια. Όμως τόση ώρα εγώ μιλάω μόνο –πως θα πάει από δω και πέρα δηλαδή; Πες μου για να ξέρω», αγανάκτησα κάπως.
«Αυτός ο άνθρωπος που έδιωξες απ την παρέα σου πριν μέρες... σκέφτομαι....» μουρμούρισε.
«Ναι;»
«Τι θα γίνει μ΄αυτόν; Τι θα γράψουν γι΄αυτόν οι εφημερίδες;»

Ανασήκωσα τους ώμους.
«Τι να γράφουν; Ότι την κοπάνησε –τι άλλο; Θα δώσουν μια περιγραφή που θα τους δώσω εγώ, κι άντε βρείτε τα...Θα πω ότι τον έψησε ο άλλος, ο Λαρισσαίος»...
«Λες ψέματα», κλαψούρισε.
Χαμογέλασα. Δεν χρειαζόταν να μου το πει –το ήξερα κι εγώ ότι έλεγα ψέματα. Επειδή ήμουνα σίγουρος -όταν θα χωρίζαμε, ένας απ΄τους δυο μας θα κοίταζε τ΄αστέρια με αδειανά μάτια. Κι ο άλλος θα περίμενε ανυπόμονα τη σειρά του.


Μας πήρε ο ύπνος και ξημέρωσε...Το ξερα και το ξερε πως η σχέση μας θα ταν όπως λένε οι ξεφτίλες τ αμερικανάκια, " one night stand" χωρίς αύριο... Εδώ που τα λέμε, κάτι παραπάνω από μια νύχτα, αλλά αυτό είναι η ουσία αν με πιάνεις...


Το ξενοδοχείο δεν είχε πρωινό, αλλά τι να το κάνεις...Δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να την κοπανήσω...

Ξαναβγήκα στην λεωφόρο βαριεστημένα –όποιος αλήτης ήθελε να μου κλείσει το δρόμο, θα το πλήρωνε ακριβά. Εκείνη έπρεπε να σωθεί κι εγώ έπρεπε να βιαστώ –τα ρολόγια μας είχαν στρώσει στο κυνήγι και ποτέ κανένας δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τα ρολόγια....

Γ. Γαλάζιος