3 Αυγ 2014

Περιμένοντας το λεωφορείο τον Αύγουστο



Φτάνεις στη στάση του λεωφορείου ένα απόγευμα καθημερινής Αυγούστου. Ναι, είσαι απ’ αυτούς, τους όλο και περισσότερους, που τον Αύγουστο παραμένουν στην πόλη.
Φτάνεις λοιπόν στη στάση. Στην αρχή είσαι
αισιόδοξος, λες ''θα έρθει''.
Μετά από 10 λεπτά ελπίζεις ακόμα, μάλιστα είσαι περισσότερο αισιόδοξος τώρα γιατί σκέφτεσαι ότι περιμένεις ήδη ένα δεκάλεπτο, οπότε δεν μπορεί, όπου να 'ναι θα έρθει. Αν καπνίζεις, ανάβεις τσιγάρο. Γιατί συνήθως το λεωφορείο έρχεται μόλις ανάβεις τσιγάρο. Νόμος του καπνιστή Μέρφι.
Μετά από 20 λεπτά αναμονής είσαι λιγότερο αισιόδοξος αλλά και πάλι, πιστεύεις ότι το λεωφορείο θα έρθει από λεπτό σε λεπτό. Λογικό μοιάζει. Τι διάολο άλλωστε, πόσο ν’ αργήσει πια;
Στα 30 λεπτά αρχίζει η ανυπομονησία. Λίγο η κούραση της μέρας, λίγο που σε τρώει η ορθοστασία γιατί δεν έχει στη στάση παγκάκι –ή έχει ένα και το 'χουν πιάσει άλλοι κώλοι, λίγο η κυρία που περιμένει παραδίπλα κι έχει όρεξη για κουβέντα ενώ εσύ όχι, αρχίζεις και μετράς αντίστροφα ελπίζοντας το λεωφορείο να εμφανιστεί επιτέλους.
Βγαίνεις ανά μισάλεπτο στην άκρη του δρόμου κι επιθεωρείς τα οχήματα. Φτάνεις μέχρι και τη μέση του δρόμου να βλέπεις καλύτερα. Λες και η τύχη έτσι θα δουλέψει πιο ευνοϊκά για σένα.
Όταν βλέπεις λεωφορείο να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα σε πιάνει ταραχή. Αχ, λες να είναι το δικό μου; Μακάρι να είναι το δικό μου. Δεν πιστεύεις στον Θεό αλλά σου έρχεται να προσευχηθείς να είναι το δικό σου. Προσεύχεσαι.
Όχι, δεν είναι το δικό σου λεωφορείο. Δεν υπάρχει Θεός.
Στα 40 λεπτά αναμονής η ελπίδα τρεμοπαίζει σαν κεράκι στα τελευταία του. Σ' εκείνη τη φάση σε πιάνει το παράπονο: Γιατί ρε γαμώτο αργεί τόσο; Δεν έχω ψυχή εγώ που ξέμεινα στην πόλη Αύγουστο; Μάνα, γιατί με γέννησες (στην Μπανανία);
Από τα 40 στα 50 λεπτά κάθε θετικό συναίσθημα σταδιακά χάνεται. Σε κυριεύει απελπισία που εναλλάσσεται με θυμό. Τα πόδια σου σε τσακίζουν. Νιώθεις τις φλέβες στις γάμπες έτοιμες να σκάσουν και να χυθούν στην άσφαλτο. Πόση ώρα ακόμα θ’ αντέξεις όρθιος; Ψάχνεις απεγνωσμένα κάπου να κάτσεις. Ακόμα και το πεζούλι με την κολλημένη τσίχλα πάνω φαίνεται δελεαστικό, κι ας φοράς άσπρα.
Σου έρχεται να κλάψεις. Απ’ την κούραση κι απ’ τα νεύρα. Σκέφτεσαι να δώσεις τα τελευταία 10 ευρώ στο πορτοφόλι για να πάρεις ταξί. Αλλά τώρα θα πάρεις ταξί; Μετά από τόση ώρα αναμονής να ξοδευτείς κιόλας; Όχι, δεν θα πάρεις ταξί! Είναι ζήτημα τιμής.
«Αν δεν είχε τόση ζέστη θα το έκοβα με τα πόδια», λέει η ομιλητική κυρία δίπλα.
Με τα πόδια; Πάει καλά, τι λέει; Μια ώρα ορθοστασίας και άλλη μια ώρα περπάτημα μέχρι το σπίτι; Στη σκέψη και μόνο οι φλέβες στις γάμπες, σου δίνουν μια δυνατή σουβλιά. Πολύ δυνατή. Σε πιάνει ταχυκαρδία, τρέμουλο, θολούρα, κρύος ιδρώτας. Ελαφριά κρίση πανικού. Μουδιάζεις.
Από τη λιποθυμία σε γλιτώνει το αντικείμενο του πόθου. Δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις αλλά ναι, έρχεται. Νάτο. Ήρθε. Ήρθε! Είσαι έξαλλος αλλά δεν τολμάς να εκφράσεις την οργή σου, την έχει βάλει κάτω η ανακούφιση κι η ευγνωμοσύνη. Ήρθε το λεωφορείο. Ήρθε. Ωχ. Αχ. Ουφ.
Μπαίνεις ηττημένος, στριμώχνεσαι μαζί με τους άλλους ηττημένους και πας εκεί που έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ και ώρα.
Έχεις χάσει 55 λεπτά απ' τη ζωή σου, έχεις δοκιμάσει τις αντοχές σου κι έχεις κατανοήσει γιατί κάποιος μπορεί ν' αρχίσει τα λεξοτανίλ περιμένοντας ένα λεωφορείο τον Αύγουστο.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστών