του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από τον Χίτλερ μέχρι τον Μάο τσε Τουνγκ και από τον Φιντέλ Κάστρο έως τον Πολ Ποτ, οι φαιοκόκκινοι «σωτήρες» της ανθρωπότητας πάντα θεωρούσαν ύπατο εχθρό τους την κατανάλωση.
Ο θεμελιώδης λόγος γι αυτή τους την τοποθέτηση είναι ένας και μοναδικός: Η κατανάλωση είναι ο αιμοδότης της ανοικτής οικονομίας και επικοινωνίας και άρα αποτελεί συντελεστή ελευθερίας, ενισχύοντας την ελεύθερη επιλογή.
Εκ παραλλήλου, οι καταναλωτικές κοινωνίες είναι και αυτές που διαθέτουν υψηλή παραγωγή κριτικού πνεύματος, ακριβώς γιατί προωθούν τις ελεύθερες επιλογές.
Όλα αυτά, όμως, είναι πολύ «κακά πράγματα» για ανθρώπους-εραστές της εξουσίας –και δη της αυταρχικής.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των σκέψεων, πέρα και πίσω από τις θεατρικές παραστάσεις των υπουργών της νέας κυβερνήσεως, συγκρατήσαμε δύο λέξεις –αυτές που είπε ο νέος υπουργός Οικονομίας και που πιστεύουμε ότι κρύβουν μία διόλου ευχάριστη, από κάθε άποψη, πραγματικότητα.
Υποδηλώνουν δε σαφώς και τις προθέσεις της κυβερνήσεως για πάρα πολλά χρόνια.
Ως γνωστόν, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ. Βαρουφάκης έκανε λόγο για «λιτό βίο», μία έκφραση με μεγάλο πολιτικό βάρος, πίσω από την οποία υπάρχει μία ολόκληρη αντιφιλελεύθερη φιλοσοφία με εξαιρετικά επικίνδυνες πολιτικές πτυχές και προεκτάσεις.
Είναι γνωστό σε όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις και τα δεδομένα στην πολιτική σκέψη ότι, για τις αντιφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, είτε είναι κόκκινες είτε φαιάς αποχρώσεως, η κατανάλωση είναι μέγας εχθρός.
Για έναν απλό λόγο: η κατανάλωση ως προϋπόθεση και οδηγός ελευθερίας καλλιεργεί πληθυντικά εγώ που δύσκολα υποτάσσονται στην βία της πολιτικής εξουσίας.
Παράλληλα, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η κατανάλωση είναι καθαρά ανθρώπινη λειτουργία ενός πλάσματος που έχει, γενικώς, ελαχιστοποιήσει την εξάρτησή του από την ανάγκη.
Αυτή, λοιπόν, η απεξάρτηση από την ανάγκη υπήρξε, έστω και καθ’ υπερβολήν, το βασικό εργαλείο αναπτύξεως της οικονομίας της αγοράς και μία από τις κύριες αιτίες της καταρρεύσεως των κομμουνιστικών καθεστώτων, που ήσαν παντελώς ανίκανα να ικανοποιήσουν ανάγκες.
Υπενθυμίζουμε ότι στο όνομα «πλαστών αναγκών» –ή «λιτού βίου», αν θέλετε– ο Τσαουσέσκου είχε επιβάλλει στους ατυχείς Ρουμάνους να μην καταναλώνουν πάνω από 2.800 θερμίδες την ημέρα, «για το καλό τους», ενώ ο Φιντέλ Κάστρο για μία μακρά περίοδο είχε καταργήσει στην Κούβα τον καφέ, το παγωτό και την μετά τα μεσάνυχτα «διασκέδαση».
Κατά της καταναλώσεως τάσσονται, επίσης, τα απανταχού θεοκρατικά καθεστώτα και τα διάφορα ολοκληρωτικού χαρακτήρος κινήματα.
Από όλους αυτούς τους εχθρούς των ανοικτών κοινωνιών, η επιδίωξη ατομικής ευημερίας νοείται ως αντικοινωνική συμπεριφορά, ως αμαρτία.
Θέλοντας να τονίσει την βαθιά του απέχθεια προς την ελεύθερη επιλογή, ο Φρειδερίκος Νίτσε στον Υπεράνθρωπο, στο Λυκόφως των Θεών, είχε γράψει ότι «ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος περιφρονεί τις άθλιες ορμές για ευτυχία και ποδοπατεί αυτήν την επαίσχυντη καλοπέραση, την οποία ονειρεύονται οι μπακάληδες, οι χριστιανοί, οι γυναίκες, οι αγελάδες, οι Άγγλοι και οι δημοκράτες».
Σήμερα, το νιτσεϊκό όραμα, όπως και τα άλλα παρόμοια των εθνικοσοσιαλιστών, θα μπορούσε να εφαρμοσθεί εάν τα πληθυντικά εγώ που στηρίζουν την κατανάλωση απεφάσιζαν να αδιαφορήσουν γι αυτήν, καταργώντας έτσι αυτομάτως τους εμπόρους, τους βιομηχάνους και τους τραπεζίτες και αναδεικνύοντας αντ’ αυτών μία νέα ελίτ από δήθεν φιλοσόφους, κάποιους ιερωμένους και κομματικούς της νομενκλατούρας.
Με βάση τα όσα προηγούνται, η πρόθεση της κυβερνήσεως είναι ξεκάθαρη.
Η πρόκληση της πολιτικής του «λιτού βίου» σημαίνει ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να βάλει στην γωνία την ανάπτυξη, η οποία προϋποθέτει βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες δεν θέλει να πραγματοποιήσει, και θα ρίξει το βάρος της σε ένα χρέος το οποίο, αν και είναι βιώσιμο υπό συνθήκες αναπτύξεως, η ίδια θέλει να «κουρέψει» για να δείξει ότι η «μνημονιακή συγκυβέρνηση» ήταν «προδοτική».
Με άλλα λόγια, θα προσπαθήσει να εμπεδώσει στην λαϊκή συνείδηση ότι τα μνημόνια είναι η αιτία της σημερινής λιτότητας κι όχι η αποφυγή της χρεοκοπίας της χώρας –η τύχη της οποίας, ακόμα και σήμερα, κρέμεται από μία κλωστή.
Κατά τα λοιπά, η ενασχόληση με το θέμα του χρέους συσκοτίζει το τεράστιο πρόβλημα της ανάπτυξης, η λύση του οποίου απαιτεί φιλελεύθερες επιλογές και μείωση του κρατισμού. Αυτές οι λύσεις, όμως, είναι εκτός κυβερνητικού σχεδιασμού.
Πρέπει λοιπόν το κοινό να παραπλανηθεί πριν συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Κατά την πάγια λοιπόν τακτική της αριστεράς που επιβιώνει μόνον δημιουργώντας «εχθρούς» (όπως και τα φασιστο-ναζιστικά κόμματα, εξάλλου), το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι η αντιπαραγωγική της οικονομία και η διαλυμένη παιδεία της, αλλά η τρόϊκα.
Κατά συνέπεια, ως φαίνεται, η κυβέρνηση ούτε καν ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα και την ουσιαστική τους αντιμετώπιση, αλλά επιδιώκει να δημιουργήσει κλίμα συγκρούσεως με την τρόϊκα και τους εταίρους μας –προφανώς όχι τόσο για διαπραγματευτικούς λόγους όσο για προεκλογικούς.
Ο κ. Αλέξης Τσίπρας άδραξε την ευκαιρία που τού προσέφεραν οι ΑΝΕΛ και το ολέθριο εκλογικό σύστημα και ανήλθε στην εξουσία με ξεκάθαρη απόφαση να παραμείνει σε αυτήν για πολύ καιρό, ακόμα και δια της βίας, αν χρειασθεί.
Για να επιτευχθεί, όμως, ο στόχος αυτός, θα πρέπει να «ξεφορτωθεί» τους εταίρους του, να οδηγήσει την χώρα σε νέα εκλογική αναμέτρηση υπό συνθήκες συγκρούσεως και εθνικιστικής υστερίας.
Σε μία τέτοια περίπτωση, θα εναπόκειται στον ελληνικό λαό να αποφασίσει.
Είτε θα επιλέξει την οδό της ολικής αποχωρήσεως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με παράλληλη είσοδο σε 50 έτη «λιτού βίου», είτε θα πει «όχι» σε μαθητευόμενους μάγους –και τότε θα μπει πραγματικά στον 21ο αιώνα.
Έως ότου συμβούν όλα αυτά, είμεθα τυχεροί που βρισκόμαστε στον χώρο του Σένγκεν και στην ευρωζώνη.
Πρώτον, διότι για την ώρα υπάρχει ελευθερία εγκαταστάσεως σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και, δεύτερον, διότι ισχύει και η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων.
Σε περίπτωση «λιτού βίου» αυτά τα δύο δείγματα ελευθερίας δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι θα ισχύουν.
Πηγή: europeanbusiness.gr