23 Σεπ 2015

Ενα επικαιρο κειμενο!!!!!ΒΓΑΛΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΙΖΑ

Η γριά δεν αισθανόταν καλά. Εμείς  τα εγγόνια της τη λέγαμε γιαγιά.
‘Ολο παραπονιόταν στα παιδιά της ότι κάτι δεν πάει καλά, μια δυσφορία, ένα
απροσδιόριστο πράμα. Εκείνα πάλι της έβαζαν τις φωνές κάθε που γκρίνιαζε.
«Τι θες ρε μάνα; Όλα τα έχεις. Και σύνταξη καλή, και τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου, και έγχρωμη τηλεόραση, τι θέλεις και μας πρήζεις συνέχεια;»
Κι εκείνη πάλι τα ίδια.
«Δεν ξέρω παιδάκι μου, δεν αισθάνομαι καλά, σαν να έρχεται ένα βάρος να με πλακώσει».
Κάποια μέρα, είχαν μέρες να την ακούσουν και πήγαν τα παιδιά της σπίτι. Τη βρήκαν σωριασμένη στο πάτωμα να αγκομαχάει.
«Ωχ, πάει η γριά» φώναξε ο μεγάλος ο γιός.
«Αμαν, άμα πεθάνει θα χάσω το χαρτζηλίκι από τη σύνταξη» είπε ο μικρός.
Η κόρη τσίριξε και έπεσε πάνω της με λυγμούς σκεφτόμενη ποιος θα της κρατάει τα παιδιά.
Την πήγαν στα επείγοντα.
Ο ένας γιατρός έτρωγε ένα μπέργκερ, ο άλλος έπαιζε στοίχημα και η άλλη η γιατρέσσα της έριξε μια ματιά της γριάς και την πήρε μέσα απρόθυμα.
Μετά από λίγη ώρα βγήκε ο χοντρός γιατρός με το μπέργκερ και είπε στα παιδιά που περίμεναν όλο αγωνία τα νέα.
« Η κατάσταση είναι ου μη μόνον στριμόκωλη αλλά και κωλογλυφαδάτη».
Εμειναν κάγκελο. Πώς το χειρίζονταν ο κιαρατάς το γλωσσικό!
«Δηλαδή γιατρέ;», ρώτησε η κόρη.
«Τουτέστιν μανδάμ, έπαθε μια σοβαρή ψιλοκρίση η γιαγιά, ένα κάτι σαν ψιλοεγκεφαλικό βαρειάς μορφής». Αντίφαση εις διπλούν αλλά το μήνυμα σαφές.
«Και τώρα;», ξαναρώτησε η κόρη.
«Τώρα αναλαμβάνει η επιστήμη, μη φοβάστε, γι αυτό είμεθα εμείς εδώ. Θα πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα, θα δώσουμε την πρέπουσα θεραπεία και σε 2-3 χρόνια το πολύ η γιαγιά θα είναι περδίκι».
Ψιλοηρέμησαν κι έφυγαν. Η γιαγιά ήταν σε καλά χέρια.

Όμως, πέρασε ένας χρόνος και η γιαγιά αντί να καλυτερέψει μπήκε στην εντατική. Σκατά θεραπεία, σκέφτηκε ο μεγάλος ο γιός, αναλογιζόμενος τι του κοστίζει. Βλέπεις την είχε κάνει και εκπρόσωπο της εταιρίας του γιατί είχε το ακαταδίωκτο σαν υπερήλικη που ήταν.
Αποφάσισαν να καλέσουν και ξένους γιατρούς, την αγαπούσαν τη γιαγιά και δε θα την άφηναν έτσι. Κάλεσαν τρεις από τους καλύτερους.
Οι ξένοι επιστήμονες, πιο επαγγελματίες από τους ντόπιους, τους μίλησαν σταράτα.
«Ακούστε, οι δικοί σας εδώ οι αλμπάνηδες έδωσαν λάθος φάρμακα στη γριά γι αυτό πάει κατά διαόλου. Εμείς όμως έχουμε πείρα και θα δώσουμε τα σωστά».
Ξαναανακουφίστηκαν. Αυτοί ήταν επιστήμονες κι όχι αστεία. Υπήρχε όμως ένα προβληματάκι.
Ο επικεφαλής των τριών συνέχισε με το κερασάκι.
«Η θεραπεία είναι βαρβάτη αλλά θα κοστίσει πολύ. Θα χρειαστούν λεφτά και δουλειά».
«Λεφτά υπάρχουν!», πετάχτηκε ο μεγάλος ο γιός κι έκανε όλους να ανατριχιάσουν.                     
« Για τη μαμά όλα θα τα κάνουμε» και για την εφορία και τις τράπεζες που είχε υπογράψει η γιαγιά.
Ξηλώθηκαν λοιπόν κανονικά, η εντατική κοστίζει πολύ όπως ξέρουμε. Όμως η γιαγιά αντί να καλυτερεύει είχε αρχίσει τα email με τον άγιο Πέτρο.
Τα λεφτά τελείωναν και το γέρικο κορμί  δεν  έλεγε να πάρει πάνω του.
Εκαναν σύσκεψη, παιδιά κι εγγόνια, νύφες και γαμπροί.
«Υπομονή, ο θεός είναι μεγάλος», έλεγε ο ένας.
«Να πουλήσουμε τα σπίτια μας, τα χωράφια μας, όλα», έλεγε η κόρη, «μια μάνα την έχουμε».
«Να φωνάξουμε κι άλλους γιατρούς», έλεγε ο πιστσιρικάς ο εγγονός, «οι νέοι είναι καλύτεροι».
«Εγώ λέω να τη βγάλουμε από τη μπρίζα» είπε με βαρειά καρδιά ο άλλος ο εγγονός.
«Τι λες τώρα;», του την έπεσαν οι άλλοι. «Αμα τη βγάλουμε από τη μπρίζα τη χάσαμε μια και καλή».
«Αυτό δεν το ξέρουμε, γίνονται και θαύματα», αντέτεινε η κόρη.
«Και τώρα τι κάνουμε δηλαδή;» συνέχισε ο άλλος. «Τη χάνουμε σιγά-σιγά και χανόμαστε κι εμείς, μας έχει ξεπαραδιάσει το ραμόλι».
‘Επεσε βαρειά σιωπή. Επεσαν κι αυτοί σε περισυλλογή.
«Μας το έλεγε η γιαγιά ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά δεν την ακούγαμε» ψιθύρισε η κόρη.
«Καλά, τώρα όμως τι κάνουμε;», απάντησε ο εγγονός.
«Λοιπόν, το βρήκα!» πετάχτηκε ο μικρότερος της οικογένειας.
«Να ψηφίσουμε!», συνέχισε με θριαμβευτικό ύφος.
«Τι να ψηφίσουμε ρε μόμολο;», απάντησε ο πατέρας του.
«Αν θα τη βγάλουμε από την πρίζα», αντέτεινε το μόμολο.
Χμμμ, δεν ήταν κι άσχημη ιδέα, σκέφτονταν όλοι χωρίς όμως να τολμήσουν να συμφωνήσουν αμέσως.
Τελικά το πήραν απόφαση. Δημοκρατική και λογική τους φάνηκε η πρόταση.
«Εντάξει», είπε ο γιός ο μεγαλύτερος. «όμως, θα κάνουμε μυστική ψηφοφορία για να μη λέμε μετά εσύ φταίς που τα τίναξε η γριά και να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο».
Συμφώνησαν όλοι, έπρεπε να δοθεί μια λύση.
Ο γιός τους κοίταξε όλους και είπε:
«Στις 17, ραντεβού στο πατρικό για την ψηφοφορία».
‘Εφυγαν κάπως ξαλαφρωμένοι. ‘Ηταν αλήθεια.
H γιαγιά δεν τους ήταν πια χρήσιμη κι ωφέλιμη. Εγινε μεγάλο βάρος.
Ούτε καν τους πέρασε από το μυαλό ήταν ότι η  γιαγιά, αν και σε κώμα, τα άκουγε όλα.
Κι ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα συμφώνησε.
Συμφώνησε σε ένα. Να καθορίσει έναν αξιοπρεπή θάνατο, παρά να βλέπει τον πόνο που η αρρώστια της και τα χρόνια της έφεραν.
 Να μη γεύεται την πίκρα του εξευτελισμού της  από τους απογόνους της, απ’ αυτούς που έφερε στη ζωή, που βύζαξε, που ανέθρεψε, που δημιούργησε ως  οικογένεια, για να ‘ρθούν μετά γαμπροί και νύφες να αποφασίζουν για τη ζωή της  και να την μέμφονται και να την περιγελούν  για τις πάνες και την κατάντια της.
Και βρίσκοντας θεϊκή δύναμη τράβηξε η ίδια τα καλώδια από τους απινιδωτές και τα οξυγόνα που την κρατούσαν στη ζωή.
Καλό ταξίδι γιαγιά και συγχώρησε μας όλους εμάς που σε αγαπήσαμε, που διωχθήκαμε επειδή παραμείναμε πιστοί στα όσα μας έμαθες,  που  δεν βάλαμε ποτέ χέρι στη σύνταξη σου, που δεν σε θυμηθήκαμε για να μας φιλέψεις, για όσα δεν προλάβαμε.
Θα θυμόμαστε πάντα τις καλές στιγμές που είχαμε και θα σε συγχωράμε.
Ας σε συγχωρήσουν κι όσοι, έκανες  εσύ να υποφέρουν.