Η πιο απίστευτη ιστορία επιτυχίας και τραγωδίας - Η είσοδός του στη σόουμπιζ έγινε με πάταγο - Επιτυχία ανέλπιστη, αποθέωση, εκδηλώσεις λατρείας από ορκισμένους οπαδούς, ένα λαϊκό είδωλο, ένα φαινόμενο - Αποχώρησε με τον ίδιο τρόπο - Με ένα εκκωφαντικό μπαμ που προκάλεσε black out
Στην τελευταία του τηλεοπτική εμφάνιση στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου -ένα αφιέρωμα στον μέντορά του Βασίλη Καρρά- ο συνήθης στατικός και μετρημένος Παντελής Παντελίδης σηκώθηκε να χορέψει ένα αγαπημένο του ζεϊμπέκικο. Με τη φωνή της Πίτσας Παπαδοπούλου, στον στίχο «Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω», έκανε μια τέλεια στροφή. Σε μια στροφή, επίσης, τα βρόντηξε όλα κι έφυγε.«Γκάζι πατάω δυνατά, ένα τσιγάρο και φωτιά.
Μα να τ’ ανάψω, κοριτσάκι μου, δεν πρόλαβα…». Στίχος δικός του που αυτές τις μέρες έγινε το σάουντρακ του κατευόδιου, ένας στίχος για κάποιους προφητικός, προσπαθώντας να αποδώσουν μεταφυσικές ιδιότητες στον, τραγικό χαμό ενός νέου ανθρώπου και αστέρα της πίστας που… ζούσε το όνειρό του, μην τον ξυπνάτε. Ο Παντέλος, όπως τον λένε οι θαυμαστές του, ή Παντελάκος, όπως τον φώναζαν ο Βασίλης Καρράς, η Πάολα και ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου «Teatro» Κώστας Μπερτάκης, κατάφερε είναι η αλήθεια να ισορροπεί με μοναδική μαεστρία ανάμεσα στον καλλιτέχνη Παντελίδη που προκαλούσε σεισμό στα μπουζούκια τραγουδώντας στίχους καψούρας και ερωτικής προδοσίας, «χτισμένος» μέσα σε τόνους από γαρίφαλα, και το παιδί της διπλανής πόρτας, τον Παντελή που μεγάλωσε στις προσφυγικές γειτονιές της Νέας Ιωνίας ακούγοντας Καζαντζίδη και Καρρά, με όνειρο να γίνει ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής και την εξέδρα να φωνάζει ρυθμικά το όνομά του. Μεγάλος ποδοσφαιριστής δεν μπόρεσε να γίνει, καθώς η υπερτροφία στην καρδιά που διέγνωσαν οι γιατροί στα 17 τού έκοψε το όνειρο. Ηταν ριψοκίνδυνο να κάνει διπλές και τριπλές προπονήσεις γι’ αυτό.
Φωτογραφία από τα δεύτερα γενέθλιά του
Εβαλε μπρος το άλλο του πάθος, το τραγούδι. Κι έγινε μεγάλος μετατρέποντας τα μπουζούκια σε εξέδρα, με οπαδούς και πανηγυρισμούς. Μια διονυσιακή ατμόσφαιρα, θαμώνες απόλυτα παραδομένοι σε ντέρτια και καημούς, ποτάμια από αλκοόλ και βουνά από πανέρια, όλοι να τραγουδούν τους στίχους μαζί του, κουπλέ και ρεφρέν, με τα χέρια υψωμένα στον αέρα, με τον Παντελίδη να κάνει τα δικά του γροθιές. Ο Παντελής, ο δικός τους άνθρωπος, η λαϊκή ψυχή, ο μπεσαλής και κιμπάρης, με τα πάθη και τις καψούρες του, ένα αυθεντικό αρσενικό παλαιάς κοπής που έφτασε ψηλά χωρίς να καβαλήσει το καλάμι. Το είδωλο στον καθρέφτη εκείνου που θα ήθελαν να γίνουν και οι ίδιοι, ενσαρκώνοντας το όνειρο με φόντο έναν μπουζουκοναό πνιγμένο στην κάπνα και στην κάψα. Και εκείνος στην πίστα να αποθεώνεται, να διονυσιάζεται μαζί τους, ένα ορατό στο γυμνό μάτι αποτύπωμα DNA του γνήσιου Ελληνάρα.
Τα τραγούδια του κουβαλούν βιώματα της σύντομης ζωής του και γίaνονται ύμνοι για τη νεολαία. Τα γράφει ο ίδιος αν και είναι αυτοδίδακτος
H μεταμόρφωση
Στα λίγα βήματα που μεσολαβούσαν από το καμαρίνι του μέχρι την πίστα η μεταμόρφωση ήταν ολοκληρωτική. Ο νεαρός με τη φόρμα που καθόταν οκλαδόν στον καναπέ ξυπόλητος γρατζουνώντας ατελείωτες ώρες την κιθάρα και μουρμουρώντας στίχους, μεταμορφωνόταν σε έναν λαϊκό γίγαντα που συνδύαζε σακάκι και γιλέκο με τζιν παντελόνι, με ένα όρθιο τσουλούφι μαλλιών κατά μήκος του κεφαλιού του να δίνει τη μόνη πινελιά της δικής του εκδοχής μοντερνιτέ, ένα παιδί που γεννήθηκε στα 80ς, της γενιάς του Internet, των social media και του YouTube, που έγιναν το δικό του όχημα -για την ακρίβεια η υπερταχεία- στην επιτυχία. Μόλις τα φώτα έσβηναν και το κεφάλι του βούιζε ακόμα από τα ντεσιμπέλ και την υπερδιέγερση, ο Παντελής δεν πήγαινε πάντα για ύπνο.Σημαιοφόρος σε παρέλαση εθνικής επετείου
Συνήθιζε να παίρνει τα φιλαράκια του και 2-3 φίλες, και να κάνει τσάρκα στα ξενυχτάδικα μέχρι να βγει το φως, να τσουγκρίζει μαζί τους το ποτήρι του σβήνοντας την ντόπα της πίστας. Μαζί τους γινόταν πάλι ο Παντελής, το παιδί της γειτονιάς, ο φιλαράκος τους πάνω απ’ όλα, μακριά από βεντετισμούς και σταριλίκια φορώντας τάχα μου μαύρα γυαλιά σε κλειστούς χώρους καλλιτεχνική αδεία. Σαμπάνιες και ουίσκι προσγειώνονταν στο τραπέζι του, κερνούσε πάντα αυτός, νόμος απαράβατος όχι επειδή ήθελε να πουλάει μούρη, αλλά επειδή μπορούσε. Μοντέλα και barwomen, κορίτσια που γνώριζε στα μαγαζιά όπου σύχναζε, θαυμάστριες και φίλες φίλων έβαζαν με δέος το κεφάλι τους στον ώμο του καμαρώνοντας κάθε φορά που του έδιναν οι συνάδελφοι το μικρόφωνο όταν πήγαινε στα κέντρα όπου τραγουδούσαν. «Εχω κάνει τόσα ταξίδια με το Πολεμικό Ναυτικό, όλο τον κόσμο γύρισα. Ωραιότερες γυναίκες από τις Ελληνίδες δεν βρήκα πουθενά», έχει δηλώσει στο «thema people». Και η αλήθεια είναι ότι ο Παντελίδης, ειδικά από το 2012 που το άστρο του ανέτειλε, είχε την ευκαιρία να γνωρίσει κάμποσες. Εκείνες που έγιναν αργότερα πρωταγωνίστριες σε στίχους, ζώντας μαζί τους έρωτες και χωρισμούς, γυρνώντας στα ξενυχτάδικα και ανταλλάσσοντας φιλιά και ερωτόλογα στα σκοτεινά. Από τη μία οι 10 πιστοί φίλοι, όλοι μαζί μια γροθιά -πέντε από αυτούς από τα παιδικά χρόνια της Νέας Ιωνίας, οι άλλοι από τα μετέπειτα της επιτυχίας-, και από την άλλη οι γυναίκες, μαζί τους ο Παντελίδης ρούφαγε τους καρπούς της ζωής, ξενυχτούσε και τερμάτιζε τα γκάζια σε ένα καθημερινό vivere pericolosamente.
Οι γονείς του αδικοχαμένου τραγουδιστή, Σταύρος και Αθηνά
Η τελευταία μέρα
Την τελευταία μέρα της σύντομης ζωής του ο Παντελής είχε φορτωμένο πρόγραμμα εν όψει και της προγραμματισμένης πρεμιέρας, προχθές την Παρασκευή, με τη Δέσποινα Βανδή και τον Κώστα Μαρτάκη στο κέντρο «Teatro» στις Τζιτζιφιές. Είχε πρόβες για το κοστούμι του, είχε πρόβες όλη μέρα και στο μαγαζί μέχρι αργά. Περίπου κατά τις 2 τα μεσάνυχτα, όταν τελείωσε από το κέντρο, έφυγε με έναν συνεργάτη του με προορισμό ένα μπαρ στη Νέα Σμύρνη, εκεί όπου συνάντησε τις δύο φίλες του barwomen, την 29χρονη Μίνα Αρναούτη και τη 21χρονη Φρόσω Κυριάκου. Ολοι μαζί έφυγαν και συνέχισαν στο κέντρο «Απλά Ελληνικά» στη λεωφόρο Ποσειδώνος στη Γλυφάδα, ιδιοκτησίας του Κώστα Μπερτάκη. Η βραδιά τους έκλεισε σε ένα σπίτι φίλου στην περιοχή του Γκολφ, όπου η παρέα έπαιζε πόκερ μέχρι το πρωί. Λένε ότι ο Παντελής ήταν στεναχωρημένος από τη θύελλα αντιδράσεων που είχε ξεσηκώσει το τραγούδι που σκάρωσε με αφορμή την επίσκεψή του σε κέντρο της Κύπρου, με τους επίμαχους στίχους για τη «σκάρτη γκόμενα που τριγυρνά στα Κατεχόμεναω. Ενας στίχος ατυχής που αναφερόταν σε μια ερωτική ιστορία που του είχαν εξομολογηθεί και που άθελά του έγινε αιτία πολεμικής εναντίον του, έχοντας ο ίδιος πλήρη άγνοια κινδύνου της πολιτικής φόρτισης των συμβολισμών.Το τραγούδι το απέσυρε, όπως είχε ενημερώσει και ο ίδιος μια μέρα πριν τους διαδικτυακούς του φίλους επειδή «πικράθηκα πολύ». Σημασία έχει ότι ο Παντελίδης και οι φίλες του μπήκαν στο τζιπ Mercedes στις 8 το πρωί με άγνωστο προορισμό. Να τις οδηγήσει στα σπίτια τους; Να πάνε κάπου αλλού; Ο,τι και αν ήταν, δεν πρόλαβε. Μεγάλο μπαμ, εκκωφαντική σιωπή, θρήνος και σπαραγμός. Το σπασμένο μπρελόκ με το όνομά του, το ίδιο που φιγουράρει στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Τα σχοινιά σου» είναι ακόμα πιο ανατριχιαστικό από το σμπαραλιασμένο τζιπ.
Σκηνή από το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Λιώμα στον γκρεμό»
Ο «μεγαλόκαρδος» και οι μέντορες
«Μου αρέσει να δοκιμάζω τα όριά μου» είχε δηλώσει στην τελευταία του συνέντευξη. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό έκανε. Δεν ανήκε στους ανθρώπους που ζητάνε τη βοήθεια των άλλων, δεν γύρευε χάρες, ούτε υπολόγιζε στη στήριξή τους. Σεβόταν γνώμες και συμβουλές παλαιότερων στην καλλιτεχνική πιάτσα αλλά πορευόταν με βάσει το ένστικτό του. Με τον Βασίλη Καρρά και τον Αντώνη Ρέμο οι σχέσεις τους ήταν άρρηκτες. Τους εκτιμούσε απεριόριστα, ήταν οι μέντορές του, εκτός από φίλοι, και τους εμπιστευόταν. Ο Καρράς τον βοήθησε πολύ στο ξεκίνημά του. Με εκείνον και την Πάολα ήταν το πρώτο του συμβόλαιο συνεργασίας σε μεγάλη πίστα, για το οποίο παραιτήθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό μετά από 10 χρόνια στα καράβια. Εκανε ταξίδια με φρεγάτες, με χόβερκραφτ, ακόμα και με το «Ιθάκη» ως μηχανικός. Αποστρατεύτηκε στα 28 του ως ανθυπασπιστής. Είχε προηγηθεί άλλη μία δεκαετία μέσα στα γήπεδα κλοτσώντας μπάλες ποδοσφαίρου. Είχε περάσει από διάφορους συλλόγους.Απόλλων Αθηνών, ΑΕΚ, Αχιλλέας Κάτω Αχαρνών, Ενωση Ερυθραίας Κηφισιάς. Τα καλοκαίρια ποτέ δεν πήγαινε διακοπές σε κατασκήνωση. Εκανε πάντα προετοιμασία. Μέχρι τα 17 του, οπότε και διαγνώσθηκε η μεγαλοκαρδία, δεν έβγαινε Παρασκευή και Σάββατο αν είχε αγώνα την επομένη. Επαιζε επιθετικός και ήταν ΑΕΚτσής, όπως οι περισσότεροι στις προσφυγικές γειτονιές της Νέας Ιωνίας, με κατοίκους από την Αλάγια και την Ισπάρτα της Μικράς Ασίας.
Ακόμη και στο απόγειο της δόξας του ο Παντελής εργαζόταν στο πρακτορείο ΟΠΑΠ των γονιών του προκειμένου να τους ξεκουράζει
Ηδη από τα 12 αποκτά την πρώτη του κιθάρα, αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του. Παίζει όλη μέρα, μαθαίνει μόνος του νότες, παρακολουθεί συνεχώς βίντεο με τραγουδιστές, χωρίς ωδεία και ιδιαίτερα μαθήματα. Το πρώτο τραγούδι που μαθαίνει να παίζει είναι το «Αχ Αννούλα του χιονιά». Η ανάγκη του να παίζει συνεχώς είναι επιτακτική. Ηταν καλός μαθητής αλλά «όχι σπασίκλας», όπως έλεγε ο ίδιος. Στις σχολικές εκδρομές και στις γιορτές ήταν εκείνος που έπιανε πάντα την κιθάρα και τραγούδαγε γνώριμους σκοπούς στη γαλαρία. Στα 15 του γράφει πια τις δικές του μελωδίες, τις τραγουδάει κιόλας. Στα χρόνια της θητείας του στο Πολεμικό Ναυτικό άφησε την μπάλα αλλά ποτέ την κιθάρα. Ποδόσφαιρο απέφευγε να παίζει ακόμα και για την πλάκα του γιατί τον στενοχωρούσε. Δεν μπορούσε να ακολουθήσει το σώμα του αυτά που ήθελε το μυαλό του. Ούτε και στο γήπεδο ήθελε να πηγαίνει συχνά να παρακολουθεί την ΑΕΚάρα του επειδή ήξερε ότι θα φωνάζει στα γκολ και θα έκλεινε η φωνή του. Τελευταία φορά που πήγε ήταν στον αγώνα ΑΕΚ - Ολυμπιακός μέσα στη βροχή. «Πήγαμε με τρία παπάκια με τους φίλους μου, το είδαμε από τη σκεπαστή. Ποτέ δεν πάω στο γήπεδο με το στυλ “ξέρεις, είμαι ο Παντελίδης”. Ετσι περνάω ωραία», είχε πει πρόσφατα στο «Down Town». Στο πρακτορείο ΟΠΑΠ του πατέρα του Σταύρου, εκεί που δουλεύει και ο κατά 2 χρόνια μικρότερος αδέρφος του Τριαντάφυλλος και εκεί που πάντα συναντά φίλους και γείτονες για καφέ, υπάρχουν παντού αφίσες της ΑΕΚ. Με αυτούς τους ίδιους φίλους -τους παιδικούς- ο Παντελής θα κάνει το μεγάλο άνοιγμα. Γράφει τραγούδια και τους τα στέλνει για να τα ανεβάσουν στο YouTube. Αυτός δεν ξέρει καλά από Ιντερνετ «και τέτοια», αλλά θέλει κάπου να αποθηκευτούν για να τα ακούει μαζί τους πίνοντας κανένα κρασάκι στο σπίτι. Τους τα στέλνει με το κινητό του, ο ήχος φυσικά είναι κακός. Μετά πήρε μια κάμερα που είχαν αγοράσει οι γονείς του για τον μικρότερο κατά 18 χρόνια αδερφό του, τον Κωνσταντίνο (ή Νίνο όπως τον φωνάζουν), ώστε να τον βιντεοσκοπούν, για να ντύσει τα τραγούδια και με την εικόνα. Μια εικόνα βέβαια εντελώς ερασιτεχνική, με τον ίδιο να κάθεται με φόντο έναν τοίχο σε μια πολυθρόνα φορώντας ένα φανελάκι, να παίζει λαϊκές μελωδίες ντυμένες με στίχους καψούρας και προδοσίας.
Πριν από την ενασχόλησή του με το τραγούδι εργαζόταν ως υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού
Τα βιντεάκια, στόμα με στόμα, κάνουν το γύρο του Διαδικτύου, όλοι αρχίζουν να μιλάνε για έναν τύπο που γράφει «ωραία καψούρικα». Στο μεταξύ, έχει και κάποιες προτάσεις από τοπικές καφετέριες. Το πρώτο live του θα είναι στο «Elegant», στη Μεταμόρφωση. Θα του φέρει 10 νέες προτάσεις για εμφάνιση σε καφετέριες. Το δεύτερο θα του φέρει άλλες 20. Στο μεταξύ το τραγούδι «Αλκοολικές οι νύχτες» κάνει θραύση στο YouTube. Η μουσική γενιά του Ιντερνετ ξέρει το όνομά του. Θα εμφανιστεί στο κέντρο «Απλά Ελληνικά» του Κώστα Μπερτάκη, του επιχειρηματία που έγινε κάτι σαν πατέρας του, εκτός από στενός εδώ και περίπου 4 χρόνια συνεργάτης του. Από τις φρεγάτες θα βρεθεί στις πίστες και το όνομα «Παντελίδης» θα βρίσκεται στη μαρκίζα δίπλα σε εκείνο του Βασίλη Καρρά και της Πάολας, για το κέντρο «Teatro». Ο «μικρός» έχει ταλέντο, έχει επιτυχία, αλλά ακούει κιόλας. Ο Καρράς τον παίρνει περίπου υπό την προστασία του. Του αρέσει που φαίνεται παιδί με συστολή, που μετράει τις κουβέντες του, που κοιτάει χαμηλά εκτός πίστας, που κοιτάζει ψηλά εντός πίστας ερμηνεύοντας με ψυχή. Γύρω από ένα μπουκάλι ουίσκι θα περάσουν πολλές λευκές νύχτες στα μπουζουξίδικα και στα ξενυχτάδικα της Θεσσαλονίκης, όταν θα ανέβουν για να συνεχίσουν τη συνεργασία τους. Μετά τη δική τους εμφάνιση στο μαγαζί, συνεχίζουν και αλλού, τα πίνουν παρέα, γελάνε, συναντάνε φιλαράκια, αντροπαρέες, κάνουν ξενύχτια άγρια. Η Πάολα τον έχει σαν τον μικρό της αδερφό, ο Καρράς σαν γιο του. Η κουβέντα που κρατάει σαν πολύτιμο φυλακτό είναι «να τα κάνεις όλα σιγά-σιγά». Ο Παντελίδης δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν ήθελε να μιλάει στα κανάλια, δεν έκανε δημόσιες σχέσεις. Ηθελε μόνο να γράφει μουσική και στίχους. Αυτό ήταν το μόνο του μέλημα, το μεγάλο του πάθος.
Με τον, κατά πολλούς, μέντορά του Βασίλη Καρρά και την Πάολα
Η φιλία με τον Ρέμο
«Η δουλειά μου είναι στις πίστες, όχι στις κάμερες» έλεγε όταν τον ρωτούσαν γιατί σνομπάρει τα μίντια. Βασικά ντρεπόταν, είναι η αλήθεια. Γιατί δεν θεωρούσε τον εαυτό του κάτι ξεχωριστό ώστε να μοιράζει αβέρτα συνεντεύξεις και δηλώσεις. Εκανε ο,τι του είχε πει ο Καρράς. Να μη βιάζεται να κάνει το μπουμ. Ούτως ή άλλως, η επιτυχία τον έβρισκε μόνη της. Το βράδυ ήταν τραγουδιστής και το πρωί ο Παντελής από τη Νέα Ιωνία. Εκείνος που μέχρι πρόσφατα βοηθούσε όποιον στη γειτονιά του ήξερε ότι είχε κάποια ανάγκη, εκείνος που έμενε ακόμα με τους γονείς του - με ένα διάλειμμα ενός χρόνου όπου νοίκιασε σπίτι στο Πανόραμα της Βούλας. Πρόσφατα, όμως, επέστρεψε στο πατρικό, αφού είχε σκοπό να αγοράσει ένα σπίτι που είχε βρει και βρισκόταν ακόμα σε διαδικασία εργασιών. Δεν πρόλαβε όμως. Πρόλαβε, ωστόσο, να γνωρίσει την αναγνώριση και την αγάπη που του χάριζαν αφειδώς οι θαυμαστές, οι γείτονες και οι φίλοι που τον έλεγαν «Μεγαλόκαρδο», μεταξύ αυτών και ο Αντώνης Ρέμος, ο άλλος του μέντορας. Με τον Αντώνη έκαναν στενή παρέα.Ο Αντώνης Ρέμος ήταν από τους καλούς φίλους του αδικοχαμένου τραγουδιστή
Τις τελευταίες μέρες που δεν ήταν καλά ψυχολογικά μετά τον ντόρο που είχε προκαλέσει σε Κύπρο και Ελλάδα το τραγούδι με την «γκόμενα στα Κατεχόμενα» τον ήθελε κοντά του για να τον ανεβάζει στις πρόβες, να λένε καλαμπούρια, να τον πειράζει γι’ αυτό που του είπε ο Ζουγανέλης, ότι «η κόρη του Αντώνη, η Ελένη, πήρε τη φωνή της Υβόννης και τη φάτσα του Ρέμου». Από τον Ρέμο, αγόρασε και το μοιραίο τζιπ όπου έμελλε να αφήσει τη τελευταία του πνοή. Η απόφαση της αγοράς του πάρθηκε σε ένα σύντομο ταξίδι που έκαναν πριν από περίπου 15 μέρες στην Αράχοβα, μια παρέα αποτελούμενη από τον Ρέμο και την Υβόννη Μπόσνιακ, τον Κώστα Μπερτάκη με τη σύζυγό του Παυλίνα Κωσταγιού και τον Παντελίδη με έναν συνεργάτη του. Ο Παντελής που «χαλβάδιαζε» τη Mercedes ζήτησε, όπως μας μετέφερε φίλος του, να την οδηγήσει σε μια ισάδα, να τη δοκιμάσει. Και φτιάχτηκε. Πριν οδηγούσε μια σπορ διθέσια αλλά ήθελε να την πουλήσει. «“Τι τη θες, ρε φίλε, την τζιπάρα;”, του λέγανε οι φίλοι του. “Αφού δεν είσαι και το πρώτο τιμόνι”», μας περιγράφει άνθρωπος από το περιβάλλον του αναφερόμενος στη μικρή οδηγική εμπειρία του Παντελίδη. Αλήθεια ή μη, δεν έχει πια σημασία.
Για μια γυναίκα
Για τον Παντελίδη, ο μεγαλύτερος μύθος για τη δημοσιότητα ήταν ότι δεν μπορείς να προστατεύσεις την προσωπική σου ζωή. Η αλήθεια είναι ότι κατάφερνε να μπερδεύει πολλάκις τα μίντια με τις κατά καιρούς συνοδούς που βρίσκονταν στο πλάι του. Οποτε τον ρωτούσαν αν είναι ερωτευμένος, απαντούσε «Δεν έχω κοπέλα. Αν είχα θα σ’ το έλεγα, αλλά μέχρι εκεί».Ανθρωποι που τον γνωρίζουν λένε ότι καψουρευόταν συνέχεια. Αλλά του κρατούσε λίγο. Οσο σφόδρα ενθουσιαζόταν, άλλο τόσο γρήγορα ξεφούσκωνε. Αλλωστε και οι πειρασμοί γύρω του δεκάδες και συνεχείς και αυτός ήταν επιρρεπής στον ποδόγυρο. Η πρώτη τραγουδίστρια με την οποία είχαν ακουστεί φήμες ότι είχε ένα σύντομο ειδύλλιο ήταν η Ελένη Χατζίδου, για την οποία είχε γράψει και τραγούδι. Μέχρι σήμερα, πάντως, και ενώ ο καθένας είχε χαράξει την πορεία του, μόνο καλά λόγια είχε να πει ο ένας για τον άλλον. Το ίδιο συνέβαινε με όλες όσους τον συναναστρέφονταν. Πρώην και νυν. Ισως γιατί καταλάβαιναν ότι στη χιονοστιβάδα της θυελλώδους επιτυχίας ελάχιστες σχέσεις μένουν αλώβητες. Η αναγνωρισιμότητά του και το γκελ που έκανε στον κόσμο, της νύχτας και μη, έκαναν την οποιαδήποτε γνωριμία να νιώθει ένα ευχάριστο διάλειμμα στο σόου. Η μπαργούμαν Μαρία Γεωργακάκη, αυτή για την οποία γράφτηκε, όπως λέγεται, το τραγούδι «Δεν ταιριάζετε σου λέω», δεν άντεξε την πίεση από τα συνεχή κουτσομπολιά για τα παραστρατήματα του συντρόφου της. Κινούμενοι αμφότεροι στους ίδιους χώρους και με κοινό κύκλο γνωστών και καλοθελητών, έφταναν συνέχεια στα αυτιά της πληροφορίες για τρίτα και τέταρτα πρόσωπα. Αν και πολλοί νόμιζαν ότι ο Παντελίδης ήταν εκείνος που έβαλε τέλος στη σχέση τους, η αλήθεια είναι ότι συνέβη το αντίθετο επειδή εκείνη δεν άντεχε άλλο. Η Μις Πελοπόννησος 2013 Αναστασία Βοσκανίδου, που παραδέχτηκε δημοσίως τη σχέση της μαζί του, «αδειάστηκε» από τον συνεργάτη του Παντελίδη Χάρη Λεμπιδάκη που μίλησε απλά «για μια θαυμάστρια που ήρθε στο καμαρίνι του όπως τόσες άλλες».
Η λίστα των εκάστοτε συντρόφων του περιλαμβάνει πολλές γνωστές και άγνωστες στο ευρύ κοινό ευειδείς δεσποινίδες, μεταξύ αυτών η ραδιοφωνική παραγωγός Ράνια Κωστάκη, η μπλόγκερ Ελίζαμπεθ Ελέτσι, η τραγουδίστρια Αρετή Ζανά, και η 29χρονη συνοδηγός του στην τελευταία του κούρσα Μίνα Αρναούτη, όπως ακούγεται. Στην πίστα, ειδικά στο τέλος της σεζόν, στο εκάστοτε κέντρο όπου εμφανιζόταν του πέταγαν από καρέκλες, τραπέζια, μαξιλάρια, φιάλες, σαμπανιέρες και κιθάρες μέχρι και ανθρώπους! Ηταν κάτι σαν ιεροτελεστία, όπως τα αμνοερίφια που έψηναν στον γύρω ακάλυπτο, κάτι σαν τα βιβλία που καίγαμε κάποτε στα σχολεία στην αποφοίτηση. Ετσι το έβλεπε ο Παντελίδης, νορμάλ και σύνηθες σε χώρους όπως τα μπουζούκια, ως μέρος της όλης μπουζουκοκουλτούρας και κοσμοθεωρίας της διασκέδασης του ελληνάρα.
Εκδηλώσεις λατρείας
Στο καμαρίνι του οι εκδηλώσεις λατρείας ήταν άλλου ύφους, βέβαια. Φιλιά, αγκαλιές, χαμόγελα, γλυκοκοιτάγματα, αυτόγραφα. Κάποια κορίτσια ήταν διαθέσιμα για στενότερες επαφές. Αν ήταν κι εκείνος, γιατί όχι; Ενας νέος άνδρας, στο απόγειο της δόξας του που δεν πρόσβαλε κανέναν, δεν είχε κακό λόγο. Φερόταν με το γάντι, αλλά έβαζε τα όριά του. Δεν προχωρούσε εύκολα σε σχέσεις. Περνούσε καλά, διασκέδαζε, γλένταγε μαζί τους μέχρι το πρωί, τους άνοιγε σαμπάνιες, κέρναγε, τις πήγαινε και τις έφερνε, αλλά μέχρι εκεί. Μετά είχε χρόνο μόνο για τους φίλους, τη μουσική και την οικογένειά του. Και κυρίως τη μητέρα του Αθηνά, στην οποία έτρεφε μεγάλη αδυναμία, όπως και εκείνη. Μια γυναίκα της παλιάς σχολής που ήθελε να τον κρατά προσγειωμένο, να κάνει απλώς καλά τη δουλειά του χωρίς να πάρουν τα μυαλά του αέρα. Ειδικά σε αυτό τον είχε επηρεάσει τα μάλα. Και φυσικά η γυναίκα που θα της παρουσίαζε ως κοπέλα του θα έπρεπε να έχει εκείνη τη στόφα των τίμιων, καλών κοριτσιών που στέκονται βράχος στον σύντροφό τους, όπως κι αν είναι το όνομά τους και ό,τι αυτό σημαίνει.Πνιγμένος στα λουλούδια από πρόσφατη εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη
Ο Παντελίδης ήθελε πολύ να αποκτήσει στο μέλλον οικογένεια, έχοντας και ο ίδιος ένα πολύ υγιές πρότυπο, μια δεμένη στην ουσία της οικογένειας, με αξίες, αρχές, σεβασμό, με όλα όσα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των κοινωνικών αντιλήψεων της μέσης Ελληνίδας μάνας και πατέρα. Προς το παρόν δεν βιαζόταν, η καριέρα του ήταν πάνω απ’ όλα και οι γυναίκες που βρίσκονταν δίπλα του έμπνευση για στίχους όπως «Σκούπισε τα πόδια σου και πέρασε». «Μια ιστορία είναι και αυτό το τραγούδι. Για μια γυναίκα που μπήκε στη ζωή μας και τη λέρωσε. Τώρα της ζητώ να καθαρίσει από τις αμαρτίες και να έρθει μέσα. Ναι, έτσι μιλάω και στην καθημερινότητά μου. Απλά, αυθεντικά. Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος και “Ζητάς να μπεις”», έχει πει ο ίδιος για τους πομπώδεις τίτλους των τραγουδιών του.
Και τατουάζ
Λεπτομέρειες βέβαια για τους θαυμαστές του και σε κάποιες περιπτώσεις το δυνατό ατού του ως στιχουργού, με κάποιους σκληροπυρηνικούς να χτυπάνε τατουάζ με ολόκληρα ρεφρέν στο σώμα τους. Ο Παντελίδης φυσικά δεν ξέφυγε από τη συνήθη μοίρα που συνοδεύει όσους γνωρίζουν τη δόξα, την αποθέωση, το σερί επιτυχιών, τη λατρεία από τους θαυμαστές τους. Επικρίθηκε από συναδέλφους του για το επίπεδο των τραγουδιών που έβγαζαν, υποτίθεται, στην επιφάνεια τα πιο ποταπά από τα ντέρτια, για την υποκουλτούρα των μπουζουκιών, για τις ξεπερασμένες και προκλητικές για την εποχή της βαθιάς κρίσης συνήθειες με τα μπαζώματα από γαρίφαλα κ.τ.λ. Εκείνος δεν τους απαντούσε, δεν αντιδρούσε, δεν σχολίαζε κανέναν και τίποτα. Επαιρνε υπόψη του τη γνώμη μόνο όσων εκτιμούσε και φίλτραρε ποιος λέει τι και γιατί και αναλόγως πορευόταν.Βασικά άφηνε στον κόσμο να αποφασίσει για την ορθότητα των όσων κατά καιρούς του έσουρναν. Και ο κόσμος είχε άλλη άποψη. Ηταν ο πιο ακριβοπληρωμένος τραγουδιστής της γενιάς του, το σίγουρο χαρτί κάθε επιχειρηματία. Το σιγουράκι. Είχε μεγάλο άγχος πριν εμφανιστεί στην πίστα. Ειδικά στις πρεμιέρες. Το πρωί του ατυχήματος, στις 9.32 κι ενώ εκείνος είχε ήδη φύγει από τη ζωή, ανήξερη η μητέρα του Αθηνά πόσταρε στο Facebook μια φωτογραφία τρομπέτας με τη λέξη «King», συνοδεύοντάς τη με τη λεζάντα «19 Φεβρουαρίου τι γίνεται;». Αναφερόταν φυσικά στην πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της Παρασκευής, ενώ ένα λεπτό πριν είχε ποστάρει και φωτογραφία του. Το δικό του τραπέζι σε κάθε πρεμιέρα το έκλεινε πάντα για εκείνη, τον πατέρα του, τα αδέρφια του και τους κολλητούς του. Ηθελε να τους βλέπει από την πίστα, να παίρνει κουράγιο, να χαίρεται. Ο Παντελής δεν έχει πια τραπέζι, δεν είναι καν στην πίστα. Εφυγε σαν φωτοβολίδα.
Οι σχέσεις του |
Αρετή Ζανά Μαρία Γεωργακάκη Ελένη Χατζίδου Ελίζαμπεθ Ελετσί Αναστασία Βοσκανίδου πρωτο θεμα |