Στην παρούσα φάση, η οικονομία της Τουρκίας τα πηγαίνει εξαιρετικά καλά. Παραδόξως... Είναι, όμως, κάτι που θα κρατήσει; Οι εκτιμήσεις είναι δυσοίωνες. Το τρίτο τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ της Τουρκίας ανέβηκε κατά 11,1%, επίδοση που ξεπέρασε τις περισσότερες χώρες. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η Τουρκία τα είχε πάει χάλια την ίδια περίοδο το 2016, όταν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, η οικονομία της συρρικνώθηκε κατά 0,8%.
Όμως, οι οικονομικές της επιδόσεις οφείλονται, κυρίως, σε ένα κύμα εύκολης πίστωσης που κατέκλυσε ολόκληρη τη χώρα, βοηθώντας έτσι χιλιάδες επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την τουρκική πραγματικότητα, δηλαδή:
Μια κατακόρυφη κάμψη του τουρισμού.
Την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Και μια άγρια κυβερνητική καταστολή, που κόστισε σε περισσότερους από 600.000 ανθρώπους την ελευθερία τους.
Βρέχει λεφτά…
Η κυβέρνηση Ερντογάν κυριολεκτικά βρέχει λεφτά, έχοντας ήδη μοιράσει 221 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, οι φοροελαφρύνσεις έχουν φέρει μια σημαντική αύξηση δαπανών στα νοικοκυριά, με τον σχετικό δείκτη να σκαρφαλώνει κατά 11,7% το τρίτο τρίμηνο 2017.
Όμως, η εικόνα της τουρκικής οικονομίας στην πραγματικότητα δεν είναι καθ’ όλα ρόδινη:
Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας αυξήθηκε από τα 33,7 δισ. δολάρια στα τέλη 2016 στα 41,9 δισ. δολάρια σήμερα ή, αλλιώς, 4,7% του ΑΕΠ.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι στο μισό συγκριτικά με μια δεκαετία πριν.
Η απειλή του υψηλού πληθωρισμού, που βασάνιζε την Τουρκία από το 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000, επέστρεψε, υποβοηθούμενη κι από την πιστωτική έκρηξη. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 13%, δυο φορές πάνω από τον στόχο της τουρκικής κεντρικής τράπεζας και βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014.
Χωρίς κάποια δημοσιονομική και νομισματική συγκράτηση η χώρα πρόκειται, μοιραία, να αντιμετωπίσει έναν παρατεταμένο διψήφιο πληθωρισμό, όπως εκτιμά η λονδρέζικη Capital Economics.
Η τουρκική λίρα ουσιαστικά «πληρώνει» τώρα τις συνέπειες από τις πολυετείς πολιτικές αναταραχές, τους καβγάδες της τουρκικής κυβέρνησης με χώρες - συμμάχους και, το πιο πρόσφατο, τους φόβους για επερχόμενα βαριά πρόστιμα των Αμερικανών προς τις τουρκικές τράπεζες, οι οποίες εξετάζονται για παράβαση των οικονομικών κυρώσεων κατά του Ιράν, όπως ήδη είχε προϊδεάσει το «Π» που επιβεβαιώθηκε για τη βαριά καμπάνα των Αρχών των ΗΠΑ στη Halkbank.
Η λίρα έχασε το 1/10 της αξίας της έναντι του δολαρίου από την αρχή του 2017 και το 40% από το 2015. Το συνολικό χρέος των τουρκικών επιχειρήσεων, ειδικά των μικρών, σε ξένο νόμισμα ανέρχεται στα 211 δισ. δολάρια, που σημαίνει ότι η υποτίμηση της λίρας είναι καταστροφική γι’ αυτές.
Στις αρχές Δεκεμβρίου η κυβέρνηση Ερντογάν ανακοίνωσε ότι θα πάρει συγκεκριμένα μέτρα για να αποτρέψει 23.000 από τις πιο αδύναμες τουρκικές εταιρίες να προχωρήσουν σε περαιτέρω δανεισμό σε ξένο νόμισμα.
Η ψύχωση Ερντογάν
Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας, τρομαγμένη από τον αυταρχισμό και την ψύχωση του Ερντογάν με την ανάπτυξη, δεν τολμά να προβεί σε αποφασιστικές κινήσεις που θα περιόριζαν τον πληθωρισμό. Κανονικά, θα χρειαζόταν μια αποφασιστική αύξηση στα επιτόκια δανεισμού έτσι ώστε να θέσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Χωρίς αληθινή ανεξαρτησία, η κεντρική τράπεζα προβαίνει μόνο σε διακοσμητικές μικροαλλαγές στα επιτόκια δανεισμού, που δεν επιφέρουν καμιά πραγματική βελτίωση στο... «βυζαντινό» σύστημα που διατηρεί.
Στην τελευταία της επίσημη συνεδρίαση στις 14 Δεκεμβρίου, η τράπεζα αύξησε το επιτόκιο από 12,25% σε 12,75%, πολύ λιγότερο από ό,τι περίμεναν οι αγορές. Οι επενδυτές αντέδρασαν άμεσα, καταβαραθρώνοντας την τουρκική λίρα. Ο Μουράτ Ουτσέρ, από τους κορυφαίους οικονομολόγους που διαθέτει η χώρα, θεωρεί ότι η τουρκική κεντρική τράπεζα ουσιαστικά είναι με δεμένα τα χέρια: «Αν δεν κάνει τίποτα κινδυνεύει από την αρνητική αντίδραση των αγορών, ενώ αν κινηθεί αποφασιστικά κινδυνεύει από την πολιτική αντίδραση του Ερντογάν». Ο Σουλτάνος πιέζει την κεντρική τράπεζα να παραμείνουν τα επιτόκια χαμηλά εν όψει των κοινοβουλευτικών και προεδρικών εκλογών το 2019.
Παρά την πλήρη ταχύτητα που ανέπτυξε η τουρκική οικονομία το 2017, φέτος η επιβράδυνση θα είναι αναπόφευκτη. Οι τουρκικές τράπεζες, άλλωστε, δεν διαθέτουν τη δυνατότητα για μια ακόμα μαζική ένεση πίστωσης. Όσο για τις τουρκικές εταιρίες, έχουν εν τέλει δανειστεί από το εξωτερικό σε ποσοστό μεγαλύτερο από κάθε άλλη αναδυόμενη οικονομία, με εξαίρεση την Κίνα.
Οι αξιωματούχοι στην Άγκυρα εκτιμούν ότι η ανάπτυξη για ολόκληρο το 2017 θα είναι στο 7% αλλά αναμένεται να ρίξουν τις ανακοινώσεις τους σε χαμηλότερα επίπεδα για το 2018. Η προσγείωση ενδέχεται να είναι ανώμαλη...
Η Χατιτσέ Καραχάν, σύμβουλος του Ερντογάν και μια από τις πιο λογικές οικονομικά φωνές στον κύκλο του Προέδρου, δήλωσε ότι η Τουρκία πρέπει πια να πάψει να βασίζεται στη «γέννηση χρέους» και να επενδύσει στη βιώσιμη ανάπτυξη. Όμως, αυτό πιο εύκολα λέγεται παρά γίνεται.
Οι Τούρκοι υπουργοί μιλάνε για οικονομικές μεταρρυθμίσεις εδώ και μια δεκαετία αλλά ποτέ δεν κατάφεραν να τις πραγματοποιήσουν. Η Τουρκία κυριολεκτικά πετούσε το 2017, όμως, τώρα, αρχίζει να ξεμένει από καύσιμα.
Σκοτάδι… μαύρο
Η Τουρκία, όμως, δεν βρίσκεται μόνον μπροστά σε έναν οικονομικό Γολγοθά. Ταυτόχρονα αλλάζει σε ποιότητα και χαρακτήρα ακόμα και στο ίδιο το ισλαμικό της μοντέλο, κάτι που επίσης επηρεάζει βαθιά την κοινωνική της πραγματικότητα. Η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων της χώρας, το πανίσχυρο Ντιγιανέτ (Diyanet), σώμα που πρωτοσυστάθηκε για να ελέγχει και να οριοθετεί το πολιτικό Ισλάμ, τώρα το προμοτάρει.
Το Ντιγιανέτ έχει αναπτύξει ένα γούστο για περίεργες έως εξωφρενικές δηλώσεις.
Η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων έχει ήδη γνωστοποιήσει ότι ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς, τα λαχεία ή η αγορά bitcoin είναι πράξεις ασύμβατες με το Ισλάμ. Επίσης, απαγορεύεται στους άντρες να βάφουν το μουστάκι τους και στα ζευγάρια να κρατιούνται από το χέρι. Αν και, πάλι σύμφωνα με το Ντιγιανέτ, το να χωρίσει ένας άντρας τη σύζυγό του μέσω γραπτού μηνύματος στο κινητό είναι καθ’ όλα αποδεκτό.
Όμως πριν λίγες μέρες, στις αρχές του Ιανουαρίου, η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων ξεπέρασε τον εαυτό της και ξεσήκωσε γενική κατακραυγή στην τουρκική κοινωνία. Ανακοίνωσε στην επίσημη ιστοσελίδα της ότι, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, τα κοριτσάκια από εννέα ετών είναι κατάλληλα για γάμο! Να σημειωθεί ότι στην Τουρκία η νόμιμη ηλικία γάμου είναι τα 18 χρόνια.
Μετά το μπάχαλο που δημιουργήθηκε, αφού, όπως ήταν λογικό κι αναμενόμενο η ανακοίνωση του Ντιγιανέτ θεωρήθηκε από προσβλητική έως αρρωστημένη, η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων κατέβασε την ανάρτηση.
Για το κοσμικό κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας, το επεισόδιο, που είναι το τελευταίο σε μια σειρά από διαμάχες, αποτελεί μια ακόμα μεγαλύτερη απόδειξη ότι το Ντιγιανέτ έχει πια μεταμορφωθεί.
Την τελευταία δεκαετία, και κυρίως το διάστημα μετά το επιχειρηθέν πραξικόπημα το 2016, ο Ερντογάν και το κόμμα του έχουν σφίξει τον έλεγχο σε κάθε κρατικό θεσμό και υπηρεσία στον απόλυτο βαθμό, εξαφανίζοντας κάθε είδους διαφωνία με τη δική τους γραμμή. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων. Αν και, αρχικώς, σχεδιάστηκε ως αντίβαρο και σώμα ελέγχου του πολιτικού Ισλάμ, το Ντιγιανέτ έγινε πλέον η πλατφόρμα του.
Σε θεσμικούς όρους, η Τουρκία είναι ένα κοσμικό κράτος. Αυτό στις περισσότερες χώρες του κόσμου σημαίνει τον διαχωρισμό μεταξύ κράτους και θρησκείας. Στην περίπτωση της Τουρκίας, όμως, σημαίνει κρατικό έλεγχο στη θρησκεία.
Η τουρκική διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων είναι πνευματικό παιδί του Κεμάλ Ατατούρκ. Ιδρύθηκε στις 3 Μαρτίου 1924, την ημέρα που η Βουλή κατήργησε το οθωμανικό χαλιφάτο, ως η κύρια θρησκευτική αρχή της Τουρκίας.
Εργοδότης ιμάμηδων
Το Ντιγιανέτ αποτελεί την επιτομή του γραφειοκρατικού μεγαθηρίου, αφού είναι ο εργοδότης όλων των ιμάμηδων της Τουρκίας, διοργανώνει τα μαθήματα του Κορανίου για τα παιδιά, εκδίδει τις δικές του εκδοχές των νόμων και διδαχών του Ισλάμ και συγγράφει τα κηρύγματα που διαβάζονται στα 90.000 τζαμιά της χώρας.
Για το μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του, το Ντιγιανέτ εκπροσωπούσε τις πολιτικές του κοσμικού κατεστημένου στην Τουρκία, προωθούσε μια εκδοχή του Ισλάμ που συμπορευόταν με τον μοντερνισμό και κρατούσε τον φονταμενταλισμό έξω από κάθε αποδεκτή ατζέντα. Δεν είναι τυχαίο ότι η υποστήριξη για τη Σαρία είναι στο χαμηλότερο ποσοστό στην Τουρκία απ’ οπουδήποτε αλλού στον ισλαμικό κόσμο.
Όμως, υπό την διακυβέρνηση του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, η διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων έχει απομακρυνθεί από τους κοσμικούς κανόνες όσο ποτέ στο παρελθόν. Ο μουφτής της Κωνσταντινούπολης από το 2003 ως το 2011, ο Μουσταφά Καγκριτσί, έχει δηλώσει ότι «το Ντιγιανέτ σήμερα έχει μια πιο ισλαμιστική και αραβική κοσμοθεωρία».
Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, και στην εισαγωγή σκληροπυρηνικών ερμηνειών του Ισλάμ από το εξωτερικό αλλά και στις εκκολαπτόμενες σχέσεις της Τουρκίας με ξένες φανατικές ισλαμιστικές ομάδες.
Όσες μειοψηφικές, μετριοπαθείς και επικριτικές φωνές υπήρχαν μέσα στη διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων είτε απομακρύνθηκαν, είτε σιώπησαν κάτω από τις πιέσεις των σκληροπυρηνικών.
Σήμερα, το Ντιγιανέτ είναι μεγαλύτερο από ποτέ άλλοτε, έχοντας 117.000 υπαλλήλους, και στην ισχυρότερη οικονομικά περίοδό του, ιστορικά. Από το 2006 μέχρι σήμερα ο προϋπολογισμός του έχει τετραπλασιαστεί. Και βέβαια, είναι όσο ποτέ άλλοτε κάτω από τον απόλυτο και ασφυκτικό έλεγχο της κυβέρνησης Ερντογάν.
Για σχεδόν έναν αιώνα το Ντιγιανέτ ισορροπούσε πάνω σε μια λεπτή γραμμή, με σκοπό να διασφαλίσει την ταυτότητα της Τουρκίας ως μιας χώρας που ήταν παράλληλα και μουσουλμανική και κοσμική. Τώρα άρχισε να λοξοδρομεί τόσο πολύ, που υιοθετεί μια ερμηνεία του Ισλάμ η οποία έρχεται σε άμεση αντίθεση με τους ίδιους τους νόμους του κράτους που υπηρετεί.
Η Τουρκία δεν αναμένεται, άμεσα τουλάχιστον, να μετατραπεί σε θεοκρατία.
Όμως το ετερόδοξο, ανεκτικό Ισλάμ, αυτό δηλαδή που τη χαρακτήριζε και τη διαφοροποιούσε από την υπόλοιπη Μέση Ανατολή, απειλείται άμεσα.
http://www.topontiki.gr