Τρέμουν οι Γερμανοί την κατάρρευση της δικής τους οικονομίας, που μοιάζει με χάρτινο πύργο, καθώς είναι βουτηγμένη στα «τοξικά» προϊόντα και τα σκάνδαλα,
από την πολιτική-οικονομική κρίση που περνάει η Ιταλία με ευθύνη και του Βερολίνου βεβαίως. Η Ιταλία μπορεί ανά πάσα στιγμή να τινάξει στον αέρα την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και δεν είναι πλέον η χώρα που μπορεί κάποιος Γερμανός πολιτικός να της κουνήσει το δάχτυλο ή να την απειλήσει με έξοδο από το ευρώ.
Ενδεικτικό της έντονης ανησυχία στο Βερολίνο είναι το δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδα Die Welt η οποία κάνει λόγο για διάχυτο φόβο από την ιταλική κρίση και προσθέτει: «Πρώτα τα σχέδια – κατά τους Γερμανούς ακατανόητα – για ανάκληση των μεταρρυθμίσεων και στη συνέχεια, η αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης. Στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό ανησυχούν για το τι θα γίνει με την Ευρώπη, αν μετά τις επόμενες εκλογές στην Ιταλία αναλάβει την κυβέρνηση ένας παρόμοιος συνδυασμός κομμάτων με παρόμοιες ιδέες. Όπως λέγεται στο Βερολίνο, πρόκειται για ζήτημα που απασχολεί τους πάντες».
Στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ωστόσο κανείς δεν θέλει να μιλάει γι’ αυτό. Υπάρχει έντονος φόβος ότι με καλώς εννοούμενες, ίσως και επικριτικές συμβουλές μπορεί να προκληθεί το αντίθετο ακριβώς αυτό που επιδιώκεται. Γι’ αυτό η Καγκελαρία και το Υπουργείο Οικονομικών προτιμούν να σιωπούν. Αποφεύγουν την κριτική και υπαινίσσονται ακόμα και προθυμία συνεργασίας.
Οι βουλευτές όμως μιλούν πιο ξεκάθαρα: «Η παρούσα εξέλιξη στην Ιταλία με γεμίζει ανησυχία», λέει ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός για οικονομικά θέματα Έκχαρντ Ρέμπεργκ. «Σε μια νομισματική ένωση τα όσα συμβαίνουν σε μία χώρα επηρεάζουν και όλες τις υπόλοιπες. Συνδεόμαστε στενά η μια χώρα με την άλλη μέσω της νομισματικής πολιτικής και των κοινών μηχανισμών σταθεροποίησης, όπως ο ΕΜΣ». Η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια για την περαιτέρω εξέλιξη της χώρας, ιδιαίτερα από οικονομικής απόψεως.
Είναι μια δύσκολη κατάσταση για την Ένωση (CDU/CSU) στην κυβέρνηση του μαυρο-κόκκινου συνασπισμού. Αφενός θέλει να κάνει τα επόμενα βήματα όσον αφορά τη νομισματική ένωση. Από την άλλη, πρέπει πάση θυσία να αποφύγει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι θυσιάζει τα γερμανικά συμφέροντα για πιθανόν ασυνεπείς εταίρους της ΟΝΕ. Από τότε που είναι στη γερμανική Βουλή και το AfD και ούτε το FDP φείδεται κριτικής στην ευρωπαϊκή πολιτική, το CDU και το CSU δέχονται πιέσεις.
«Χωρίς επιστροφή της Ιταλίας σε μια συνειδητά υπεύθυνη οικονομική πολιτική, η Κ.Ο. της Ένωσης στη Γερμανική Βουλή δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε περαιτέρω εμβάθυνση της ΟΝΕ με ανάληψη περισσότερων ρίσκων από τη Γερμανία», απειλεί ο Ρέμπεργκ. «Αν ένας εταίρος δεν τηρεί τους κανόνες, δεν μπορεί να περιμένει ότι θα του δείξουν εμπιστοσύνη για την θέσπιση νέων κανόνων».
Ο σεβασμός των συμφωνηθέντων αποτελεί το επαναλαμβανόμενο σύνθημα της γερμανικής επιχειρηματολογίας μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Έστω κι αν οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν είναι πάντα πιστοί στα συμφωνηθέντα. «Δεν πρόκειται για το ότι η γερμανική κυβέρνηση θα θέσει όρους στην Ιταλία, αλλά το θέμα είναι η ίδια η Ιταλία να τηρήσει τις συνθήκες που συνυπέγραψε», λέει ο Ότο Φρισκε (FDP). Η τήρηση των συμφωνηθέντων αποτελεί βασική ευρωπαϊκή αξία.
Ωστόσο, επισημαίνοντας την πίστη στα συμφωνηθέντα και τη συνέπεια, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα παρακινηθούν οι Ιταλοί να ακολουθήσουν μια – κατά τη γερμανική οπτική – συνετότερη πολιτική. Ο Τζερομιν Τσετελμαγιερ , Δ/ντής κάποτε του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ στο ομοσπονδιακό Υπ. Οικονομίας, συμβουλεύει τους Ευρωπαίους να ανταποκριθούν τουλάχιστον σε ένα σημείο στα αιτήματα της Ιταλίας: την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση. «Η Ιταλία χρειάζεται ένα σαφές χρονοδιάγραμμα προς την κατεύθυνση της τραπεζικής ένωσης», δηλώνει ο Τσετελμάγιερ, ο οποίος τώρα εργάζεται στο διάσημο Peterson Institute της Ουάσιγκτον. Συνιστά ένα quidproquo. Οι ιταλικές τράπεζες θα μειώσουν ραγδαία την υψηλή συγκέντρωση δικών τους κρατικών ομολόγων στα χαρτοφυλάκιά τους και η υπόλοιπη Ευρώπη θα ανταποκριθεί με μια κοινή ασφάλιση των καταθέσεων.
Ο Τσετελμάγιερ, που ξέρει πόσο διαφιλονικούμενο είναι το ζήτημα αυτό στη Γερμανία, συνιστά κατ’ αυτόν τον τρόπο ισχυρότερη διάκριση του ιταλικού τραπεζικού τομέα από το ιταλικό κράτος. «Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό μήνυμα», λέει. Οι Γερμανοί, και προπάντων η πολιτική τάξη της Γερμανίας πρέπει να αναρωτηθεί αν θέλει να κρατήσει την Ιταλία στη νομισματική ένωση». Είναι – λέει – ζήτημα πολιτικής βούλησης, και όχι του εφικτού.