Ήταν ξημερώματα 20ης Ιουλίου όταν ξεκίνησε να γράφεται το μελανότερο κεφάλαιο της κυπριακής ιστορίας. Ο φρικιαστικός ήχος των σειρήνων έδωσε το έναυσμα για τον όλεθρο που θα επακολουθούσε.
Στρατιώτες, αξιωματικοί αλλά και έφεδροι προσπάθησαν με όσα μέσα είχαν στη διάθεσή τους να υπερασπιστούν την ακεραιότητα της πατρίδας.
Ανάμεσά τους και ένας 18χρονος από το Τρίκωμο Αμμοχώστου, ο Δημήτρης Δημητρίου, που μόλις έξι μήνες πριν είχε καταταγεί στο στρατό και που η ιστορία του έμελλε να έχει το ίδιο τέλος με εκείνες εκατοντάδων άλλων Κυπρίων τα ίχνη των οποίων χάθηκαν στην εισβολή του Αττίλα.
Ο Δημητρίου για 44 ολόκληρα χρόνια ήταν ακόμη ένα όνομα ανάμεσα στα πολλά του καταλόγου των αγνοουμένων -μέχρι πρόσφατα, που βρέθηκαν τα οστά του και ταυτοποιήθηκαν με την μέθοδο του DNA.
Η αδελφή του Γεωργία Χατζηφιλίππου με τρεμάμενη φωνή λίγες μέρες πριν την κηδεία του αδελφού της που είναι προγραμματισμένη για τις 28 Ιουλίου στις 10.30, στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου στην Δρομολαξιά, μίλησε στον REPORTER και μας εξιστόρησε την ημέρα που τον είδε για τελευταία φορά.
«Ήταν 20 Ιουλίου του 1974, εγώ ήμουν μόλις 15 χρονών. Είχε ξεκινήσει η εισβολή και ο αδελφός μου πέρασε μαζί με άλλους στρατιώτες με ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο από το σπίτι για να μας χαιρετήσει. Βγήκα έξω και τους έδωσα χαλούμια, αγγουράκια και ντομάτες που είχα ετοιμάσει. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα»
Ο Δημητρίου πρώτος στη σειρά από τα έξι παιδιά της οικογένειας, υπηρέτησε στον λόχο 399 του Τάγματος Πεζικού, στο Μπογάζι. Το 1974 οταν έγινε η τουρκική εισβολή πολέμησε στην Άσπρη Μούττη της Κερύνειας, όπου και σκοτώθηκε στις 22 Ιουλίου 1974.
Τα οστά του ήρωα βρέθηκαν πρόσφατα, ριγμένα μέσα σε ένα καμίνι στο Μπογάζι της Κερύνειας μαζί με τα οστά ακόμη τεσσάρων, ενώ οι εξετάσεις του ανθρωπολογικού της ΔΕΑ που ακολούθησαν, αποκάλυψαν το μαρτύριο του θανάτου του.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, ο Δημητρίου πριν πυροβοληθεί στο κεφάλι είχε χτυπηθεί άγρια και είχε μαχαιρωθεί (πιθανόν με ξυφολόγχη) στην πλάτη και στα πόδια, ενώ παρόμοια κατάληξη είχαν και οι υπόλοιποι που βρέθηκαν μαζί του.
«Όταν ήρθαν από το σπίτι με το στρατιωτικό αυτοκίνητο ήταν όλοι χαρούμενοι, γελούσαν και τραγουδούσαν, δεν περνούσε από το μυαλό τους ότι επήγαιναν για σφαγή», μάς λέει η αδελφή του.
Το δράμα της οικογένειας κλείνει με καθυστέρηση 44 χρόνων, αφού τώρα θα μπορέσουν να θάψουν ό,τι απέμεινε από το γελαστό παιδί τους, στα σπλάχνα της κυπριακής γης.
Για την μάνα του ήρωα όμως η ζωή σταμάτησε όταν της ανακοίνωσαν πως χάθηκαν τα ίχνη του. Πέθανε πολύ νωρίς σε ηλικία μόλις 59 ετών από το μαράζι της, όπως μας λέει η αδελφή του, και έχοντας στην αγκαλιά την ώρα που έκλεινε τα μάτια της, τη φωτογραφία του.
Η οδύνη αυτού του τόπου είναι χτισμένη πέτρα πέτρα με τέτοιες ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ιστορίες φίλων, ιστορίες συγγενών, που ακόμη και σήμερα τόσα χρόνια μετά, συνεχίζουν να ζουν με τον ίδιο μεγάλο πόνο... τον πόνο του ξεριζωμού, του δικού τους που χάθηκε, της γειτονιάς που μεγάλωσαν και δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν. Η ιστορία του Δημήτρη είναι η ιστορία της Κύπρου, μια ιστορία στην οποία, δυστυχώς, οι χαρές ποτέ δεν μπόρεσαν να γίνουν περισσότερες από τις λύπες.
reporter.com.cy/