Ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους δεν χρειάζεται καμιά απολύτως εισαγωγή για μας τους Έλληνες...
Μπαρουτοκαπνισμένος στρατιωτικός και σκληροτράχηλος πολιτικός, δεν δίστασε ποτέ να προβεί σε θηριωδίες, αγριότητες και γενοκτονίες (του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, του ποντιακού ελληνισμού και της αρμενικής κοινότητας) για να πετύχει τον σκοπό του: να περισώσει ό,τι μπορούσε από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και να ιδρύσει τη σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία.
Πράγμα που κατάφερε τελικά, χτίζοντας πάνω στα λείψανα της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας το όραμά του για τους Νεότουρκους.
Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία για το πρόσωπό του, ο Κεμάλ δεν παύει να είναι μια ισχυρή προσωπικότητα που άφησε βαθιά χαραγμένο το χνάρι του στη σύγχρονη ιστορία, αλλάζοντας τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς δυνάμεων στην πολύπαθη γειτονιά μας.
Η επιρροή που άσκησε και οι τακτικισμοί του διαμόρφωσαν γεωπολιτικά τον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, μεταμορφώνοντας άρδην το καθεστώς και τους θεσμούς της Τουρκίας: ηγήθηκε του Αγώνα για Ανεξαρτησία και υπέγραψε τη Συνθήκη της Λοζάνης το 1923, κάνοντας την Τουρκία δημοκρατία, στην οποία υπηρέτησε ως πρώτος πρόεδρος εισάγοντας ραγδαίες πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό της…
Πρώτα χρόνια
Πρώτα χρόνια
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ γεννιέται τους πρώτους μήνες του 1881 στη Θεσσαλονίκη (για την ακριβή ημερομηνία γέννησης δεν υπάρχει συναίνεση), στα χρόνια της οθωμανικής κατοχής της πόλης, μέσα σε μεσοαστική οικογένεια μουσουλμανικής καταγωγής, με ρίζες από την Αλβανία. Ο πατέρας του ήταν τελωνειακός υπάλληλος της αυτοκρατορίας, που πέθανε ωστόσο όταν ο Μουσταφά ήταν 7 ετών, ενώ μόνο μία από τις αδερφές του κατάφερε να ζήσει και μετά την παιδική ηλικία.
Σε ηλικία 12 ετών, ο Μουσταφά στέλνεται στην προπαρασκευαστική στρατιωτική ακαδημία της πόλης, με τον δάσκαλο των μαθηματικών να παρατηρεί την ωριμότητα και τις ικανότητές του και να τον αποκαλεί «Κεμάλ» («ωριμότητα/τελειότητα» στα τουρκικά), όνομα που θα υιοθετούσε έκτοτε το αγόρι.
Λίγο μετά, ο Κεμάλ -πια- βρίσκεται στη Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης, απ’ όπου αποφοιτεί το 1902, έχοντας ήδη αναλάβει πολιτική δράση κατά της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1904, αφού ολοκλήρωσε και τη σχολή του Γενικού Επιτελείου, απ’ όπου αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού, ήταν πλέον κάθετα αντίθετος με τους απαρχαιωμένους θεσμούς της αυτοκρατορίας και είχε προσχωρήσει στην εθνικιστική κίνηση των Νεότουρκων για την αναμόρφωση της χώρας…
Στρατιωτική καριέρα
Αν και τα αισθήματά του κατά της Υψηλής Πύλης ήταν σφόδρα αρνητικά, θεωρώντας τη στάση του σουλτάνου υποτακτική απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ (συμμαχία Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας), και ο ίδιος χαρακτηρίστηκε νωρίς αντικαθεστωτικός, ανέβαινε παρά ταύτα πολύ γρήγορα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Σε αυτό συνέβαλαν οι στρατιωτικές του διακρίσεις στο πεδίο της μάχης: κατά των Ρώσων στον Καύκασο, των Ιταλών στη Λιβύη (ιταλο-τουρκικός πόλεμος του 1911), των Άγγλων στη Συρία και φυσικά του πρωταγωνιστικού ρόλου του στη γενοκτονία Αρμενίων και Ποντίων.
Ο Κεμάλ δεν δίστασε να ιδρύσει νωρίς-νωρίς θύλακα αντίστασης στον Σουλτάνο (από το 1908), με πολλούς ακόμα αξιωματικούς, γεγονός που θα αποκαλυφθεί και θα τον φέρει αρκετούς μήνες σε στρατιωτικές φυλακές.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα τον βρει στον βαθμό του ταγματάρχη να υπερασπίζεται την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά των Μεγάλων Δυνάμεων στα Δαρδανέλια (1915). Και όταν κατάφερε, ως διοικητής Στρατιάς πια, να αποκρούσει τον αγγλο-γαλλικό συνασπισμό, ήταν πια γνωστός στην Τουρκία ως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».
Και βέβαια το 1917 απωθεί και τον ανέτοιμο Κόκκινο Στρατό στο πεδίο του Καυκάσου, ανακόπτοντας την προέλαση των Σοβιετικών, γεγονός που θα κάνει το οθωμανικό επιτελείο να τον προάγει σε υποστράτηγο (πασά). Ο απελευθερωτικός του αγώνας εναντίον των δυνάμεων της Αντάντ αποτέλεσε μάλιστα πηγή έμπνευσης για πολλά νεαρά έθνη Ασίας και Αφρικής να αγωνιστούν για την ανεξαρτησία τους.
Παρά την άνοδό του στα στρατιωτικά αξιώματα, ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την Τουρκία τη Συνθήκη του Μούδρου (Οκτώβριος του 1918) μεταξύ Αντάντ και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τότε είναι που θα βάλει μπροστά το μεγαλόπνοο σχέδιό του για την ανεξαρτησία της Τουρκίας από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η ρήξη με την Υψηλή Πύλη είναι πια φανερή…
Απελευθερωτικός Αγώνας
Παρά το γεγονός ότι οι εχθροπραξίες είχαν τελειώσει, οι ταπεινωτικοί όροι που επέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η Συνθήκη του Μούδρου δεν πέρασαν στα «ψιλά» από τον Κεμάλ: το 1919 οργανώνει αντίσταση κατά των δυνάμεων της Αντάντ και όταν υπογράφεται τελικά η Συνθήκη των Σεβρών, που έδωσε οριστικό τέλος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο διαιρώντας τα οθωμανικά εδάφη, ο Κεμάλ αξιώνει πλήρη ανεξαρτησία για την Τουρκία.
Την επόμενη χρονιά (1920), συγκάλεσε στην Άγκυρα τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση και ανακηρύχτηκε πρόεδρος και επιτελάρχης του Στρατού, απορρίπτοντας μάλιστα τη συνθήκη των Σεβρών που είχε ήδη υπογράψει ο σουλτάνος. Ο ανταρτοπόλεμός του κατά των Μεγάλων Δυνάμεων είχε πλέον μετατραπεί σε ένοπλο κίνημα που στρεφόταν και κατά του σουλτάνου, μέσα σε πραγματικές συνθήκες εμφυλίου πολέμου, με τον ίδιο να καταδικάζεται σε θάνατο από την Πύλη.
Ως πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής, της νέας τουρκικής ηγεσίας, απαίτησε την απόρριψη των συμμαχικών όρων ειρήνης, ασκώντας πιέσεις στον σουλτάνο. Παράλληλα, ξεκίνησε και η δεύτερη φάση των διώξεων του ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που πήρε τη μορφή εθνοκάθαρσης, καθώς αποζητούσε την εξωτερική προβολή της Τουρκίας ως ένα συμπαγές και ενιαίο έθνος.
Μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης τον Οκτώβριο του 1923, ο Κεμάλ θα είχε αντιστρέψει την κατάσταση υπέρ του: προσεταιρίστηκε τις Μεγάλες Δυνάμεις (οι Γάλλοι ακύρωσαν μέχρι και τη Συνθήκη των Σεβρών!), υπέγραψε νέες παρασκηνιακές συμφωνίες που άλλαζαν τους συσχετισμούς δυνάμεων στη Μικρά Ασία και κατάφερε με τον ανασυνταγμένο τακτικό στρατό του να ανακόψει το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, πετυχαίνοντας την οριστική επικράτηση τον Αύγουστο του 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ.
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που έδωσε στον Κεμάλ απεριόριστη δύναμη και εξουσία στην εσωτερική πολιτική σκηνή, κατέληξε με τα γνωστά σε όλους και τραγικά γεγονότα της κατάληψης της Σμύρνης και του τέλους της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στα μικρασιατικά παράλια, σφάζοντας τον ελληνικό και αρμενικό πληθυσμό της πόλης.
Οι στρατιωτικές θηριωδίες και οι διπλωματικοί τακτικισμοί του είχαν αποφέρει καρπούς: τον Νοέμβριο του 1922 ο σουλτάνος εγκαταλείπει την Κωνσταντινούπολη παραδίδοντας στην επαναστατική κυβέρνηση τα ηνία της χώρας…
Πολιτική δράση
Πολιτική δράση
Τον Οκτώβριο του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε επίσημα πρώτος πρόεδρος της ενωμένης πια Τουρκίας και ξεκίνησε το μεταρρυθμιστικό του έργο για την ανασύσταση της κοινωνίας στα δυτικά πρότυπα.
Η δημόσια και κοινωνική ζωή που οραματίστηκε ο Κεμάλ αποζητούσε να εκριζώσει τη θρησκεία (τον ισλαμισμό, εν προκειμένω) από το κοσμικό κράτος, πράγμα που βάλθηκε να κάνει πράξη με την απολυταρχική του διακυβέρνηση.
Το 1924 ξεκινά το εκτεταμένο μεταρρυθμιστικό του πλάνο: κλείνει όλα τα ιδρύματα που βασίζονταν στο ισλαμικό Δίκαιο, καταργεί το παραδοσιακό -θρησκευτικού τύπου- σύστημα εκπαίδευσης και ιδρύει χιλιάδες λαϊκά σχολεία δημόσιου τύπου. Στον νέο κοσμικό χαρακτήρα του κράτους που ονειρεύεται, τα θρησκευτικά σύμβολα της μαντίλας, του φερετζέ και του φεσιού δεν χωρούν και απαγορεύονται. Τα «ευρωπαϊκά» ρούχα είναι ο νέος τρόπος ντυσίματος.
Ταυτοχρόνως, εκσυγχρονίζει το νομικό σύστημα (αστικός και ποινικός κώδικας στα πλαίσια του προωθημένου ελβετικού) θεσπίζοντας παράλληλα την πλήρη ισότητα των δύο φύλων (δίνοντας δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και λίγο αργότερα το δικαίωμα να εκλέγονται), καταργώντας την πολυγαμία και υιοθετώντας τον πολιτικό γάμο. Την ίδια στιγμή, στην εξωτερική πολιτική αποκαθιστά προοδευτικά τις ταραγμένες σχέσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις εισάγοντας το σύστημα της ουδετερότητας, ενώ καθιερώνει και το Γρηγοριανό Ημερολόγιο (αντί του απαρχαιωμένου Οθωμανικού).
Το 1928 αντικατέστησε και την αραβική γραφή με το λατινικό αλφάβητο, φροντίζοντας την ίδια στιγμή να διαδοθεί στον λαό η -δυτική- κλασική μουσική και το θέατρο, με την πολιτισμική του ανασύσταση να είναι καταλυτική. Και βέβαια ακρογωνιαίος λίθος του προγράμματός του ήταν η απόκτηση εθνικής συνείδησης και όχι θρησκευτικής, στα πρότυπα των προηγμένων ευρωπαϊκών εθνών: με ένα γενναίο ακαδημαϊκό πρόγραμμα ερευνών στην τουρκική γλώσσα και ιστορία, ενισχύει ως συνεκτικό δεσμό των Νεότουρκων την εθνική συνείδηση (και όχι τη θρησκευτική). Ο διαχωρισμός θρησκείας-κράτους λαμβάνει πράγματι χώρα, αν και με αυταρχικό τρόπο απαγορεύσεων.
Τέλος, το 1933 επιβάλει με νόμο την υποχρεωτική χρήση οικογενειακού ονόματος στους πολίτες της χώρας. Το δικό του του το δίνει η Τουρκική Εθνοσυνέλευση: «Ατατούρκ», πατέρας όλων των Τούρκων δηλαδή.
Ο Ατατούρκ προώθησε στην τελευταία αυτή περίοδο της ζωής του ενεργά το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, κρατώντας ωστόσο σταθερά τα ηνία του κράτους μέχρι τον θάνατό του (κερδίζοντας τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935). Οι μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στη νομοθεσία και την πολιτική συνεχίζουν να διαποτίζουν το πνεύμα της Τουρκίας και να επηρεάζουν μέχρι και σήμερα την κατάσταση στο εσωτερικό της, μένοντας στην ιστορία ως «κεμαλισμός»: ο εκδημοκρατισμός των θεσμών, η απελευθέρωση του κράτους από τη θεοκρατία και ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας λειτουργίας είναι οι μεγάλες παρακαταθήκες του στη γείτονα…
Στην προσωπική του ζωή, είχε παντρευτεί μία φορά, το 1923, αλλά χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Αυτό βέβαια δεν του στέρησε τη δυνατότητα να υιοθετήσει αρκετά παιδιά. Ο αναμορφωτής του τουρκικού κράτους πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1938 στην Κωνσταντινούπολη από κίρρωση του ήπατος, απότοκο της χρόνιας εξάρτησής του από το αλκοόλ…