Ενώ την περίοδο 2010-2017 επιβλήθηκαν φόροι και χαράτσια ύψους 21 δισ. €, τα έσοδα του κράτους μειώθηκαν κατά 6,9 δισ. €, σύμφωνα με επίσημο έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου, που κατατέθηκε στο ΣτΕ..
Tην πλήρη αποτυχία των τριών Μνημονίων «φωτογραφίζει» έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών, που αποκαλύπτει ότι ενώ την περίοδο 2010-2017 επιβλήθηκαν φόροι και «χαράτσια» ύψους 21 δισ. ευρώ, τα έσοδα του κράτους την ίδια περίοδο, αντί να αυξηθούν, μειώθηκαν κατά 6,9 δισ. ευρώ! Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η μείωση των δαπανών μεταξύ 2010 και 2017 έφτασε στα 33,6 δισ. ευρώ, με το πρόσχημα να αποφευχθεί «η πλήρης και ασύντακτη χρεοκοπία της χώρας».
Το μέγεθος των επιβαρύνσεων αποτυπώνεται στα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα οποία κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου κρινόταν η αντισυνταγματικότητα ή μη των περικοπών στα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ουσιαστική αδυναμία αύξησης των δημοσίων εσόδων, λόγω πρόδηλης αδυναμίας εντοπισμού της φοροδιαφυγής, απόκρυψης και πραγματικής συρρίκνωσης των εισοδημάτων και του ΑΕΠ.
Οπως συμπεραίνει κανείς, ενώ επιβλήθηκαν πρόσθετοι φόροι 11,8% του ΑΕΠ, ήτοι παραπάνω από 21 δισ. ευρώ (οι υπολογισμοί έγιναν με το ΑΕΠ στην περιοχή των 180 δισ. ευρώ), τα δημόσια έσοδα από το 2010 έως το 2017 όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αντίθετα υποχώρησαν κατά περίπου 6,9 δισ. ευρώ. Το 2010 τα έσοδα γενικής κυβέρνησης, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ανέρχονταν σε 88,335 δισ. ευρώ. Επειτα από διαδοχικές φοροεπιδρομές και σωρευτικές επιβαρύνσεις 21 δισ. ευρώ, τα δημόσια έσοδα διαμορφώθηκαν σε 81,448 δισ. ευρώ ή σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 6,887 δισ. ευρώ.
Οσον αφορά τα έσοδα, στο έγγραφο του ΓΛΚ αναλύεται χαρακτηριστικά: «Οι σημαντικότεροι συντελεστές που συνέβαλαν στην προσαρμογή είναι ο φόρος εισοδήματος (3,9% του ΑΕΠ), οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης (3,1% του ΑΕΠ), ο ΦΠΑ (3% του ΑΕΠ) και η φορολογία των ακινήτων (1,8% του ΑΕΠ)». Αυτό είχε ως συνέπεια, επισημαίνει το ΓΛΚ, «από το σταθερά χαμηλό -σε σχέση με την ευρωζώνη- επίπεδο του 37%-38% του ΑΕΠ να έχουν φτάσει στο 45% του ΑΕΠ, προσεγγίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ 2010 και 2017, οι δημόσιες δαπάνες μέσω των περικοπών τις οποίες υπέστησαν κυρίως μισθωτοί και συνταξιούχοι συρρικνώθηκαν από 113,664 δισ. ευρώ σε 80,057 δισ. ευρώ. Η μείωση έφτασε συνολικά τα 33,6 δισ. ευρώ. Η ανάλυση των περικοπών, πάντα με βάση τους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναδεικνύει το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχθηκαν μισθοί και συντάξεις. Το 2010 το κονδύλι μισθοδοσίας του Δημοσίου διαμορφωνόταν σε 23,114 δισ. ευρώ. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2017, οι μισθοί κόστιζαν στο Ελληνικό Δημόσιο 6,820 δισ. ευρώ λιγότερα και συγκεκριμένα 16,294 δισ. ευρώ.
Οπως συμπεραίνει κανείς, ενώ επιβλήθηκαν πρόσθετοι φόροι 11,8% του ΑΕΠ, ήτοι παραπάνω από 21 δισ. ευρώ (οι υπολογισμοί έγιναν με το ΑΕΠ στην περιοχή των 180 δισ. ευρώ), τα δημόσια έσοδα από το 2010 έως το 2017 όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αντίθετα υποχώρησαν κατά περίπου 6,9 δισ. ευρώ. Το 2010 τα έσοδα γενικής κυβέρνησης, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ανέρχονταν σε 88,335 δισ. ευρώ. Επειτα από διαδοχικές φοροεπιδρομές και σωρευτικές επιβαρύνσεις 21 δισ. ευρώ, τα δημόσια έσοδα διαμορφώθηκαν σε 81,448 δισ. ευρώ ή σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 6,887 δισ. ευρώ.
Οσον αφορά τα έσοδα, στο έγγραφο του ΓΛΚ αναλύεται χαρακτηριστικά: «Οι σημαντικότεροι συντελεστές που συνέβαλαν στην προσαρμογή είναι ο φόρος εισοδήματος (3,9% του ΑΕΠ), οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης (3,1% του ΑΕΠ), ο ΦΠΑ (3% του ΑΕΠ) και η φορολογία των ακινήτων (1,8% του ΑΕΠ)». Αυτό είχε ως συνέπεια, επισημαίνει το ΓΛΚ, «από το σταθερά χαμηλό -σε σχέση με την ευρωζώνη- επίπεδο του 37%-38% του ΑΕΠ να έχουν φτάσει στο 45% του ΑΕΠ, προσεγγίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Την ίδια χρονική περίοδο, μεταξύ 2010 και 2017, οι δημόσιες δαπάνες μέσω των περικοπών τις οποίες υπέστησαν κυρίως μισθωτοί και συνταξιούχοι συρρικνώθηκαν από 113,664 δισ. ευρώ σε 80,057 δισ. ευρώ. Η μείωση έφτασε συνολικά τα 33,6 δισ. ευρώ. Η ανάλυση των περικοπών, πάντα με βάση τους υπολογισμούς του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναδεικνύει το ανελέητο σφυροκόπημα που δέχθηκαν μισθοί και συντάξεις. Το 2010 το κονδύλι μισθοδοσίας του Δημοσίου διαμορφωνόταν σε 23,114 δισ. ευρώ. Οκτώ χρόνια αργότερα, το 2017, οι μισθοί κόστιζαν στο Ελληνικό Δημόσιο 6,820 δισ. ευρώ λιγότερα και συγκεκριμένα 16,294 δισ. ευρώ.
Ισοπέδωση
Στο μέτωπο των συντάξεων η ισοπέδωση έχει πολλαπλάσιες διαστάσεις. Αγγίζει τα 8,9 δισ. ευρώ το μέγεθος των περικοπών σε κοινωνικές παροχές μέσα σε οκτώ χρόνια, καθώς το συνολικό κονδύλι (στο μεγαλύτερό μέρος του αφορά συντάξεις) περιορίστηκε από 47,328 δισ. ευρώ σε 38,439 δισ. ευρώ.
Τη...νύφη, όπως αναγνωρίζει το ΓΛΚ, πλήρωσε ο ιδιωτικός τομέας, αφού, όπως παρατηρεί: «Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης εκδηλώθηκαν στον ιδιωτικό τομέα μέσω -μεταξύ άλλων- της σημαντικής αύξησης της ανεργίας, η οποία ξεπέρασε το 27% κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και παραμένει σε επίπεδα άνω του 18%, καθώς και της δραστικής μείωσης των μισθών, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης νομοθετημένου κατώτατου μισθού, μειωμένου κατά 22% και 32% για νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, και της θεσμοθέτησης ευέλικτων μορφών απασχόλησης».
Στο μέτωπο των συντάξεων η ισοπέδωση έχει πολλαπλάσιες διαστάσεις. Αγγίζει τα 8,9 δισ. ευρώ το μέγεθος των περικοπών σε κοινωνικές παροχές μέσα σε οκτώ χρόνια, καθώς το συνολικό κονδύλι (στο μεγαλύτερό μέρος του αφορά συντάξεις) περιορίστηκε από 47,328 δισ. ευρώ σε 38,439 δισ. ευρώ.
Τη...νύφη, όπως αναγνωρίζει το ΓΛΚ, πλήρωσε ο ιδιωτικός τομέας, αφού, όπως παρατηρεί: «Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης εκδηλώθηκαν στον ιδιωτικό τομέα μέσω -μεταξύ άλλων- της σημαντικής αύξησης της ανεργίας, η οποία ξεπέρασε το 27% κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και παραμένει σε επίπεδα άνω του 18%, καθώς και της δραστικής μείωσης των μισθών, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης νομοθετημένου κατώτατου μισθού, μειωμένου κατά 22% και 32% για νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, και της θεσμοθέτησης ευέλικτων μορφών απασχόλησης».
Τα (παράλογα) επιχειρήματα κατά της επιστροφής των δώρων
Η οικτρή κατάσταση που έχει διαμορφωθεί ύστερα από διαδοχικές επιδρομές επιβαρύνσεων και περικοπών παρουσιάστηκαν στο ΣτΕ από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους προκειμένου να ενισχυθούν τα κυβερνητικά επιχειρήματα απόκρουσης ενδεχόμενης επαναφοράς των δώρων στο Δημόσιο ή καταβολής αναδρομικών περικοπών. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, το ΓΛΚ υποστηρίζει πως σε περίπτωση αναδρομικής χορήγησης των εν λόγω επιδομάτων για την περίοδο 2013-2018, η δημοσιονομική επιβάρυνση στον Προϋπολογισμό της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται σε 3,9 δισ. ευρώ σε μεικτή βάση.
Παράλληλα, η ετήσια προκαλούμενη δαπάνη για την εφεξής χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων υπερβαίνει τα 700.000.000 ευρώ σε μεικτή βάση. Προειδοποιεί μάλιστα με ηχηρό τρόπο ότι «η δημοσιονομική επιβάρυνση από ενδεχόμενη επαναχορήγηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας θα οδηγήσει στην απώλεια του δημοσιονομικού στόχου με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στην αξιοπιστία των ελληνικών δημόσιων οικονομικών, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη μακροοικονομική ισορροπία της ελληνικής οικονομίας».
Συνοψίζοντας, το ΓΛΚ, αντίθετα από τις καθησυχαστικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα στενά περιθώρια εντός των οποίων πρέπει να κινηθεί ο Προϋπολογισμός του 2019, σημειώνοντας ότι η οικονομία κινείται οριακά πάνω από τον στόχο ενισχυμένης εποπτείας.
Για να μην αφήσει μάλιστα περιθώρια παρερμηνειών, προσθέτει: «Η επίτευξη του ως άνω στόχου αποτελεί προϋπόθεση για τη σταδιακή εφαρμογή μέρους των μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, ύψους 7,5 δισ. ευρώ, τα οποία συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 22ης Ιουνίου 2018». Ενδεχόμενη παράβασή τους θα έστελνε ηχηρά αρνητικό μήνυμα στις αγορές. Θα μπορούσε αυτό να εκληφθεί και ως σύσταση προς την κυβέρνηση, η οποία σε μια εκλογική χρονιά ετοιμάζεται να δώσει τα ρέστα της προκειμένου να γυρίσει το παιχνίδι.
Παράλληλα, η ετήσια προκαλούμενη δαπάνη για την εφεξής χορήγηση των εν λόγω επιδομάτων υπερβαίνει τα 700.000.000 ευρώ σε μεικτή βάση. Προειδοποιεί μάλιστα με ηχηρό τρόπο ότι «η δημοσιονομική επιβάρυνση από ενδεχόμενη επαναχορήγηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας θα οδηγήσει στην απώλεια του δημοσιονομικού στόχου με ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στην αξιοπιστία των ελληνικών δημόσιων οικονομικών, τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τη μακροοικονομική ισορροπία της ελληνικής οικονομίας».
Συνοψίζοντας, το ΓΛΚ, αντίθετα από τις καθησυχαστικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης, σύμφωνα με τις οποίες θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αναγνωρίζει τα ιδιαίτερα στενά περιθώρια εντός των οποίων πρέπει να κινηθεί ο Προϋπολογισμός του 2019, σημειώνοντας ότι η οικονομία κινείται οριακά πάνω από τον στόχο ενισχυμένης εποπτείας.
Για να μην αφήσει μάλιστα περιθώρια παρερμηνειών, προσθέτει: «Η επίτευξη του ως άνω στόχου αποτελεί προϋπόθεση για τη σταδιακή εφαρμογή μέρους των μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, ύψους 7,5 δισ. ευρώ, τα οποία συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 22ης Ιουνίου 2018». Ενδεχόμενη παράβασή τους θα έστελνε ηχηρά αρνητικό μήνυμα στις αγορές. Θα μπορούσε αυτό να εκληφθεί και ως σύσταση προς την κυβέρνηση, η οποία σε μια εκλογική χρονιά ετοιμάζεται να δώσει τα ρέστα της προκειμένου να γυρίσει το παιχνίδι.
dimokratianews.gr