30 Μαρ 2019

Η αδούλωτη Χειμάρρα στο στόχαστρο του μαφιόζικου καθεστώτος Ράμα

Ο πρόεδρος της Ένωσης Χειμμαρριωτών, Σταύρος Μάρκου, μίλησε την Παρασκευή στο News 24/7 στους 88,6, για τη Χειμάρρα που βρίσκεται στο στόχαστρο της «ανάπτυξης» του Έντι Ράμα.

Ο Σταύρος Μάρκου αναρωτήθηκε αν είναι σχέδιο εθνοκάθαρσης ή επένδυσης, λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Έρχονται, δίνουν ένα – δύο ευρώ το τετραγωνικό αλλά στην ίδια περιοχή χτίζουν βίλες και τις πουλάνε πολύ περισσότερο».
Συμπλήρωσε ότι ότι έχουν εκδοθεί 150 άδειες και κανείς δεν γνωρίζει ποιοι κρύβονται πίσω από τις επενδύσεις.
Ο κ. Σταύρου είπε ότι είναι πολύ δύσκολο να προσφύγουν στα δικαστήρια και κάλεσε την Αθήνα να επιληφθεί του θέματος.
Μίλησε για ναρκοκράτος και μαύρο χρήμα ενώ για τους επενδυτές είπε ότι:
«Εδώ έχουμε τα πάντα από επενδυτές, έρχονται από Ινδία, από Τουρκία παίρνουν τζάμπα γη με ψεύτικα χαρτιά και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι από πίσω».

Αυστηρή προειδοποίηση Τσίπρα για τη Χειμάρρα

Στο θέμα αναφέρθηκε την Παρασκευή από το Βουκουρέστι ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας.
Ο Αλέξης Τσίπρας επανέλαβε την πάγια ελληνική θέση ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας εξαρτάται από τον σεβασμό των περιουσιών των Ελλήνων.
Η Ελλάδα τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει προειδοποιήσει επανειλημμένα την Αλβανία.
«Σήμερα μαθαίνω ότι υπάρχει μια αρνητική εξέλιξη σε σχέση με την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία», είπε ο Αλέξης Τσίπρας.
Και σημείωσε ότι «αν ισχύει αυτό θα είναι μια πολύ αρνητική εξέλιξη».
«Συνεπώς είναι μια υπόθεση που δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν μας δίνει την αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την κρίσιμη ευρωπαϊκή προοπτική αυτής της χώρας που αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί.
»Οι προϋποθέσεις να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση όμως αν επαληθευτούν αυτές οι πληροφορίες που έχουμε, νομίζω ότι δεν υπάρχουν», υπογράμμισε.
Η Χειμάρρα βρίσκεται στο στόχαστρο του καθεστώτος Ράμα για «ανάπτυξη».
Είναι μια πανάρχαια παραθαλάσσια ελληνική πόλη που παραμένει ελληνική, παρά τις προσπάθειες εποικισμού της με Αλβανούς.
Τον μεσαίωνα η Χειμάρρα ήταν το κάστρο που έβγαζε τους πιο ξακουστούς Έλληνες ιππότες, τους λεγόμενους «Στρατιώτι».
Επί τουρκοκρατίας η Χειμάρρα δεν λύγισε ποτέ. Οι Χειμαρραίοι είναι γνωστοί για την γενναιότητά τους ανά τους αιώνες.

Χειμάρρα: Σύντομη ιστορία

Η περιοχή κατοικούνταν κατά την αρχαιότητα από τους Χάονες, αρχαίο ελληνικό φύλο της Ηπείρου.
Οι Χάονες ήταν μια από τις τρεις κύριες Ελληνικές φυλές της Ηπείρου, μαζί με τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς.
Η πόλη της Χειμάρρας πιστεύεται ότι είχε ιδρυθεί ως «Χίμαιρα», (εξ ου και το όνομα Χιμάρα) από τους Χάονες ως εμπορικός σταθμός στη Χαονική ακτή.
Μια άλλη όμως θεωρία σχετική με το όνομα υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη λέξη «χείμαρρος».
Στην κλασική αρχαιότητα η Χειμάρρα ήταν τμήμα του Βασιλείου της Ηπείρου υπό την ηγεσία της δυναστείας των Αιακιδών Μολοσσών, που περιελάμβανε το Βασιλιά Πύρρο της Ηπείρου.
Όταν η περιοχή καταλήφθηκε από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 2ο αιώνα π.Χ. οι οικισμοί της υπέστησαν σοβαρές ζημιές και άλλοι καταστράφηκαν από το Ρωμαίο Στρατηγό Αιμίλιο Παύλο.
Η Χειμάρρα και τα υπόλοιπα νότια Βαλκάνια πέρασαν στα χέρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της Ρώμης αλλά, όπως η υπόλοιπη περιοχή έγινε συχνός στόχος διάφορων εισβολέων, όπως οι Γότθοι, οι Άβαροι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Σαρακηνοί και οι Νορμανδοί.
Η Χειμάρρα αναφέρεται στο έργο του Προκόπιου εκ Καισαρείας του 544 Περί Κτισμάτων, ως Χιμαίριαι.
Τη μνημονεύει ως τμήμα της Αρχαίας Ηπείρου και ότι στη θέση της είχε χτιστεί ένα καινούριο φρούριο.
Το 614 η Σλαβική φυλή των Βαϊουνιτών εισέβαλε στην περιοχή και απέκτησε τον έλεγχο μιας έκτασης από τη Χειμάρρα ως το Μαργαρίτι, που λεγόταν Βαγκενετία.
Η χρήση του ονόματος Χαονία σχετικά με την περιοχή φαίνεται να εξέλιπε κατά το 12ο αιώνα, οπότε καταγράφεται για τελευταία φορά (σε Βυζαντινό έγγραφο είσπραξης φόρων).
Το 1278 ο Νικηφόρος, Δεσπότης της Ηπείρου παρέδωσε στους Ανδεγαυούς τα λιμάνια Χειμάρρας, Σόποτ και Βουθρωτό.
Έτσι ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έλεγχε την ακτή του Ιονίου από τη Χειμάρρα ως το Βουθρωτό.
Το 1372 η Χειμάρρα, μαζί με τον Αυλώνα, το Κανίνα και την περιοχή του Βερατίου δόθηκε ως προίκα στον Μπάλσα Β΄ (Σέρβο πρίγκιπα) για το γάμο του με την κόρη του με τον Ιωάννη Κομνηνό Ασέν (αδελφού του Ιβάν Αλεξάνταρ).
Μετά τον θάνατο του Μπάλσα Β΄ η χήρα και η κόρη του, που παντρεύτηκε το Μρκσα Ζάρκοβιτς, κατάφεραν να διατηρήσουν την κατοχή της περιοχής μέχρι το 1417, οπότε οι Οθωμανοί κατέλαβαν τον Αυλώνα.

Οθωμανική κατοχή

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταλάβει τη Βόρεια Ήπειρο από τα τέλη του 14ου αιώνα, αλλά όντας φυσικό οχυρό, η Χειμάρρα ήταν η μοναδική περιοχή που δεν υποτάχθηκε στην Οθωμανική Τουρκική εξουσία.
Έγινε σύμβολο αντίστασης στους Οθωμανούς αλλά υπέφερε από μια σχεδόν διαρκή κατάσταση πολέμου.
Μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης οι κάτοικοί της διεξήγαγαν σκληρούς αγώνες κατά των Τούρκων με επικεφαλής τον Σκεντέρμπεη.
Μετά τον θάνατο αυτού τον αγώνα συνέχισε ο Γεώργιος Αρέσιος.
Το καλοκαίρι του 1473 ο οπλαρχηγός Ιωάννης Βλάσης με μια μικρή ομάδα από τη γειτονική Κέρκυρα καθώς και με υποστήριξη ντόπιων Χειμαριωτών απέκτησε τον έλεγχο όλης της παραλιακής περιοχής από τη Σαγιάδα μέχρι τη Χειμάρρα, αλλά όταν έληξε ο εν εξελίξει Τουρκο-βενετικός Πόλεμος (1479) η περιοχή περιήλθε πάλι σε Οθωμανικό έλεγχο.
Το 1481, ένα χρόνο μετά την απόβαση των Οθωμανών στο Οτράντο της νότιας Ιταλίας, οι Χειμαρριώτες ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Γκιόν Καστριότι, γιου του Σκεντέρμπεη στην εξέγερση του κατά των Οθωμανών.
Η εξέγερση απέτυχε αλλά οι Χειμαρριώτες ξεσηκώθηκαν πάλι το 1488 και μεταξύ 1494-1509, αποσταθεροποιώντας τον τουρκικό έλεγχο αλλά αποτυγχάνοντας να απελευθερώσουν τα εδάφη τους.
Το 1518 ο αρνησίθρησκος Χειμαρριώτης Αγιάς πασάς κατάφερε να πείσει τους πατριώτες του να δεχθούν τη κυριαρχία των Τούρκων έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων με οικονομικά προνόμια, τα οποία αργότερα οι Τούρκοι αφαίρεσαν.
Έτσι μια μεγάλη σειρά από εξεγέρσεις και επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων αλλά και των Αλβανών χαρακτηρίζουν την πόλη της Χειμάρρας.
Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής πραγματοποίησε προσωπικά μια αποστολή το 1537 και κατέστρεψε ή κατέλαβε πολλά γύρω χωριά, αλλά δεν κατόρθωσε να υποτάξει την περιοχή.
Έτσι οι οθωμανικές Aρχές, με σκοπό να αποτρέψουν εξεγέρσεις, συνέταξαν σειρά προνομίων για την περιοχή της Χειμάρρας και τους κατοίκους της.
Τα προνόμια αφορούσαν την απαλλαγή από την καταβολή φόρων και τελωνειακών δασμών.
Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν, ακόμα και όταν οι Χειμαρριώτες καπεταναίοι επισκέπτονταν τον εκπρόσωπο του Σουλτάνου στα Ιωάννινα.
Επίσης, η Χειμάρρα εκπροσωπούνταν στην Κωνσταντινούπολη, με δικό της αντιπρόσωπο, που είχε το προνόμιο της προσωπικής ακροάσεως προς την Υψηλή Πύλη.
Έναντι αυτών των προνομίων οι Χειμαρριώτες είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στις οθωμανικές εκστρατείες.
Τα προνόμια διατηρήθηκαν ως το τέλος της τουρκοκρατίας.
Εντούτοις, παρά τα προνόμια, οι Χειμαρριώτες επαναστάτησαν κατά της Οθωμανικής εξουσίας στον Τρίτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1537–40), στον Τέταρτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1570–73), στον Πόλεμο του Μοριά (1684–99), στον Έβδομο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1714–18) και στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 18ου αιώνα.
Αφ’ ετέρου τα Οθωμανικά αντίποινα ερήμωσαν την περιοχή και οδήγησαν σε αναγκαστικούς εξισλαμισμούς, που τελικά περιόρισαν το Χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής στην πόλη της Χειμάρρας και έξι χωριά.
Εξάλλου οι Χειμαρριώτες υφίσταντο συχνά επιθέσεις των Λιάπηδων, γειτονική Αλβανική φυλή, λόγω διαφορετικής φυλής.
Σε μια περίπτωση, το 1577, οι οπλαρχηγοί της Χειμάρρας έκαναν έκκληση στον Πάπα για όπλα και προμήθειες, υποσχόμενοι να πολεμήσουν τους Οθωμανούς.
Υποσχέθηκαν επίσης να υπαχθούν θρησκευτικά στη Ρώμη, υπό την προϋπόθεση να διατηρήσουν τα Ορθόδοξα λειτουργικά τους έθιμα.
Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Χειμάρρας ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τις Ιταλικές πόλεις-κράτη.
Ιδιαίτερα τη Νάπολη και τη πανίσχυρη Δημοκρατία της Βενετίας, που έλεγχε την Κέρκυρα και τα άλλα νησιά του Ιονίου, και αργότερα με την Αυστροουγγαρία.
Μάλιστα το 18ο αιώνα πολλοί Χειμαρριώτες μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου ακόμη διατηρούν την Ελληνική τους ταυτότητα.
Το 1627 άνοιξε στην περιοχή το πρώτο σχολείο, όπου τα μαθήματα γίνονταν στην Ελληνική γλώσσα.
Τα επόμενα χρόνια (μέχρι το 1633), άνοιξαν επίσης Ελληνόγλωσσα σχολεία στα χωριά Δρυμάδες και Παλάσα.
Το 1775 περιόδευσε στην περιοχή ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπου και ίδρυσε σχολείο, την Ακροκεραύνειο σχολή.