Μπαίνει ο Μήτσος, ο γκαραζέρης, στο ασανσέρ ενός δημόσιου κτιρίου και πατάει το κουμπί για τον τελευταίο όροφο. Στον τρίτο, το ασανσέρ σταματάει, η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μια θεσπέσια νεαρή γυναίκα.
Καθώς ο θάλαμ
ος ανεβαίνει, η γυναίκα αρχίζει να χαϊδεύει το σώμα της και να κοιτάζει το Μήτσο με νόημα. Αυτός αρχίζει να αισθάνεται άβολα.
Η νεαρή ξεκουμπώνει το πουκάμισό της, το βγάζει και το πετάει στο δάπεδο. Βγάζει το σουτιέν της και το πετάει κι αυτό. Ο Μήτσος αρχίζει να ιδρώνει. Η γυναίκα τα βγάζει τελείως, ακουμπάει στον τοίχο και του λέει γεμάτη πάθος:
– Μωρό μου κάνε με να νιώσω γυναίκα!
Ο Μήτσος, τότε, ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, το βγάζει, το πετάει στο δάπεδο και της λέει με ύφος που δεν σηκώνει αντίρρηση:
– Πάρτο και σιδέρωσε το μωρή!
tromaktiko