Μία γυναίκα. Τρεις άνδρες που διατηρούν ταβέρνες και μπαρ στον ίδιο δρόμο. Διαδοχικές σχέσεις με όλους τους, έρωτες, γάμοι, παιδιά, χωρισμοί, χρήματα, ζήλια, ανέχεια, μίση,
πάθη, τσακωμοί, σφαίρες, απόπειρα ανθρωποκτονίας... Οι παραπάνω λέξεις θα μπορούσαν άνετα να συνθέσουν τα πλάνα των σκηνών μιας φτηνής σαπουνόπερας που καθηλώνει τους τηλεθεατές αποκαθηλώνοντας κάθε έννοια αγάπης, κάθε μορφή σεβασμού, κάθε ίχνος λογικής. Να την παρακολουθείς μασουλώντας πασατέμπο και να αποβλακώνεις κάθε άγχος. Κι ύστερα, να κοιμάσαι κι όταν ξυπνάς, να βλέπεις την ίδια σαπουνόπερα «πρωταγωνίστρια» σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων και να σκέφτεσαι πως τελικά είσαι πολύ τυχερός μέσα στη «μιζέρια» της κανονικότητας σου...
Κάποτε στο Μάτι...
Σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν. Μία έφηβη, η Χ., βολτάρει όπως κάθε μέρα στο Μάτι και συγκεκριμένα στο λιμάνι όπου ο πατέρας της «τρέχει» τον ναυτικό Όμιλο της περιοχής. Η μικρή είναι όμορφη, το γνωρίζει λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει, της το λένε πολύ περισσότερο απ' όσο μπορεί να το διαχειριστεί. Έχει όνειρα για τη ζωή, όχι τα τετριμμένα των κοριτσιών της ηλικίας της, τα δικά της διαθέτουν περισσότερη λάμψη, δεν αντέχει την καταχνιά των όποιων δυσκολιών. Η μοίρα, σαν να την ακούει, της κλείνει ραντεβού με τον πρώτο μεγάλο έρωτα. Ο Γ.Κ., ένας πολύ γνωστός μαγαζάτορας της περιοχής που διατηρεί ψαροταβέρνα επάνω στην διάσημη Λεωφόρο Ποσειδώνος διαθέτει τα πάντα: μία πολύ καλή δουλειά, χρήματα και κυρίως, όπως λένε οι ντόπιοι: «μία καρδιά από χρυσάφι». Οι δυό τους παντρεύονται, αποκτούν δύο γιους, τον 27χρονο σήμερα Μ. και τον 25χρονο Χ., η Χ. έχει τα πάντα «τίποτα δεν της έλειψε ποτέ πλάι στον Γ.». Τα χρόνια περνούν, το ίδιο και τα όποια μικροπροβλήματα που απειλούν τις σχέσεις, κανείς δεν περιμένει αυτό που θα συμβεί κάποια χρόνια αργότερα: «Ήταν σχεδόν πριν από δέκα χρόνια όταν η Χ. εγκατέλειψε τον Γ. για έναν άλλον άνδρα τον Β.Β. Το αστείο και συγχρόνως τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ο Β. διατηρούσε επίσης ταβέρνα στον ίδιο δρόμο, πενήντα μέτρα από εκείνη του Γ. και οι δυό τους ήταν πολύ φίλοι», λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: «Τότε είχε γίνει πολύ μεγάλο σούσουρο στην περιοχή. Το Μάτι είναι μια σταλιά τόπος, παντού μαθεύτηκε, όλοι το συζητούσαν. Με τον καιρό, τα στόματα έκλεισαν, η Χ. παντρεύτηκε τον Β., εκείνος την είχε σαν βασίλισσα με τα λούσα της, τα ταξίδια της κι ό,τι επιθυμούσε η ψυχή της. Είναι καλός άνθρωπος ο Β., με «αρνί» τον παρομοιάζουμε εδώ στα μέρη μας, και κατάγεται από πολύ γνωστή και μεγάλη οικογένεια της περιοχής. Το μαγαζί του ήταν χρυσωρυχείο για πάρα πολλά χρόνια. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά που σήμερα είναι 7 και 5 ετών, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι αντίστοιχα κι όλα έμοιαζαν να κυλούν παραπάνω από καλά. Τα προβλήματα στη σχέση τους ξεκίνησαν πριν περίπου τρία χρόνια. Το μαγαζί πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, τα χρέη συσσωρεύονταν, η Χ. είχε πάρει μία πολύ μεγάλη αποζημίωση από τον θάνατο του πατέρα της σε τροχαίο, τα λεφτά όμως όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς σωστά τα νέα δεδομένα της ζωής σου, τρώγονται γρήγορα. Κάπου εκεί ξεκίνησαν οι γκρίνιες. Και κάπου εκεί η Χ. τα έφτιαξε με έναν άνδρα 10 χρόνια μικρότερό της, τον Π.Λ., ο οποίος διατηρούσε ένα μπαρ 5 μέτρα από την ταβέρνα του Β. Εκείνη την περίοδο, πέρα από τα χρέη, κάποιες... ύποπτες καταγγελίες έβαλαν οριστικό λουκέτο στο μαγαζί του Β. Αυτό που «πέτυχε» η Χ. ήταν πέρα από κάθε λογική. Είχε παντρευτεί, χωρίσει, ξαναπαντρευτεί, ξαναχωρίσει και ξεκινούσε μία ακόμη σχέση στον ίδιο δρόμο όπου είχαν τα μαγαζιά τους και οι τρεις άντρες των διαδοχικών ερωτοχτυπημάτων της. Η στάση της ήταν για κλάματα όπως ακριβώς και η τελευταία επιλογή της».
Νέος έρωτας, με χρέη και πολλή «μαγκιά»
Η Χ. εγκαταλείπει τον Β. επιλέγοντας να ακολουθήσει την καρδιά της η οποία «φτερούγιζε» σταθερά για τους μαγαζάτορες της λεωφόρου Ποσειδώνος. Τα δύο μικρά παιδιά της μένουν πίσω με τον πατέρα τους, εκείνος τα φέρνει πέρα ολοένα και πιο δύσκολα έχοντας ως στήριγμα τον αδελφό του τον Τ. και κάποιους καλούς φίλους: «Ο άνθρωπος αρχικά έπεσε σε κατάθλιψη, στη συνέχεια όμως συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πάρει τα πάνω του για χάρη των παιδιών του. Απ' όσο γνωρίζω έφυγε για ένα διάστημα στο εξωτερικό για να βρει δουλειά, δεν κατάφερε πολλά πράγματα, γύρισε πίσω, μετά ξέσπασε η καταστροφική φωτιά που μας έκαψε όλους, η ελπίδα να ορθοποδήσει είχε πλέον χαθεί. Τα χρέη του σήμερα ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες ευρώ. Τα βγάζει πέρα πάρα πολύ δύσκολα», λέει πρόσωπο από το Μάτι και συνεχίζει: «Η Χ. κυκλοφορούσε πλέον παντού με τον νέο της έρωτα τον Π. Έναν 37χρονο Ζακυνθινό που απεχθάνεται τους αλλοδαπούς και ποστάρει στο fb τον Γεώργιο Παπαδόπουλο με λεζάντες «Ο μόνο πατριώτης – Αθάνατος». Εκεί ανεβάζει και αποφθέγματα για τον... μύθο του Πολυτεχνείου όπως και φωτογραφίες του Ζακ Κωστόπουλου με την επισήμανση: «Εσύ κλέφτη με κάνεις δολοφόνο». Ο τύπος αυτός είχε νοικιάσει λοιπόν ένα μπαράκι επί της λεωφόρου Ποσειδώνος το οποίο ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο μεγάλης Ελληνίδας τραγουδίστριας. Η ιδιοκτήτρια αυτού του μπαρ δεινοπάθησε μαζί του. Στην αρχή, της έδινε κάποια χρήματα για το ενοίκιο μετά έπαψε να την πληρώνει, όλα αυτά πριν από τις φωτιές. Της έλεγε: «Δεν έχω, άσε με ήσυχο». Όταν, μετά τις φωτιές, κατάφερε τελικά να τον διώξει, εκείνος αρνιόταν να της παραδώσει τα κλειδιά, η γυναίκα αναγκάστηκε να πληρώσει και 1000 ευρώ από την τσέπη της για τη
διαδικασία της έξωσης, ώστε να μπορέσει να μπει ξανά στο μαγαζί της! Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης ήταν, μετά τις φωτιές, όταν υποδυόμενος τον αρωγό των πυρόπληκτων, έδωσε και συνέντευξη κατηγορώντας την ιδιοκτήτρια ότι του ζητάει χρήματα παρότι εκείνος είχε μετατρέψει το μαγαζί σε... hot spot.»
Σε εκείνη τη συνέντευξη με τίτλο «Κραυγή αγωνίας από επιχειρηματίες στο Μάτι», έστεκε μάλιστα δίπλα του και η σύντροφός του Χ. η οποία σε έντονο ύφος έλεγε: «Είμαι επιχειρηματίας πάρα πολλά χρόνια. Μένουμε εδώ με τα παιδιά μου. Που είναι οι αποζημιώσεις; Γιατί υπάρχει διαχωρισμός και δίνουν αποζημιώσεις μόνο σ' αυτούς που κάηκαν; Γιατί να μην πάρουμε αποζημίωση κι εμείς που ζούμε εδώ και περνάμε όλο αυτό; Χάνουμε χρήματα από την επιχείρησή μας η οποία έκλεισε. (σ.σ. Η επιχείρηση του εν διαστάσει συζύγου της είχε κλείσει πριν από τις φωτιές). Τι θα κάνουμε; Θα δείξει. Τι μπορούμε να κάνουμε; Να πάρουμε τα όπλα και να βγούμε στους δρόμους;».
Με όπλο στους δρόμους
Απόγευμα Σαββάτου, 13 Απριλίου 2019. Η Χ. μπαίνει στο μαγαζί του εν διαστάσει συζύγου της Β. «πολύ πιωμένη», όπως υποστηρίζουν πρόσωπα της περιοχής. Εκείνος, κάθεται σε ένα τραπέζι μαζί με τον αδελφό του, εκείνη, του ζητάει έναν πίνακα κρεμασμένο σε κάποιον τοίχο με την φράση: «Δώστον μου! Αυτός ο πίνακας είναι δικός μου.». Ο Β. ξεκρεμάει τον πίνακα και τον αφήνει να πέσει στο κενό. Ο πίνακας σπάει μαζί με άλλα πράγματα, φωνές κατακλύζουν τον χώρο, κάποιοι γείτονες λένε στον Β. «από καιρό στα λέγαμε να πας στην αστυνομία ή σε κάποιον δικηγόρο», η Χ. εν εξάλλω καταστάσει τηλεφωνεί στον Π. Παράλληλα ο αδελφός του Β. ενημερώνει τον 25χρονο γιο της Χ., το παιδί τρέχει στο μαγαζί, αυτά που μπορεί να κάνει είναι πολύ λίγα. Λίγα λεπτά μετά ο Π. «παρκάρει» το αυτοκίνητό του έξω από το μαγαζί του Β. και πατάει την σκανδάλη ενός όπλου. Το όπλο «κολλάει», ο Π. φεύγει, πηγαίνει μέχρι την οδό Κύπρου, βγάζει τη σκάρτη σφαίρα κι ύστερα επιστρέφει ξανά στον τόπο του παρολίγον εγκλήματος. Αυτή τη φορά, μέσα και έξω από το αυτοκίνητο, ρίχνει πάνω από πέντε σφαίρες προς το μέρος του Β. Μία από αυτές τον πετυχαίνει στο πόδι. Ο Π. εξαφανίζεται.
«Λίγο μετά οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τη Χ. η οποία, όπως συνήθιζε άλλωστε, ήταν εκτός εαυτού», λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: «Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά. Τους χτυπούσε, τους γρατζούναγε στο πρόσωπο, όταν έφτασαν στο τμήμα κλώτσαγε τραπέζια και καρέκλες. Τώρα εκτός από την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας την βαραίνει και εκείνη της απείθειας και της αντίστασης κατά της αρχής. Κρίμα. Αυτή η γυναίκα τα είχε όλα και έχασε οικειοθελώς τα πάντα...»
Στην αντίπερα όχθη και στο πλευρό της 47χρονης Χ., η οποία αφέθηκε ελεύθερη με τους περιοριστικούς όρους της εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης δύο φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της, στέκουν οι συγγενείς της οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται. Πως η Χ. είχε φάει πολύ ξύλο από τον εν διαστάσει σύζυγό της, ότι έχει «καταθέσει» πολύ χρήμα και αμέτρητη προσωπική εργασία στην ταβέρνα και πως δεν έχει καμία σχέση με όσα της καταλογίζονται. Όσον αφορά στον 37χρονο Π. το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του παραδόθηκε στην ασφάλεια βορειοανατολικής Αττικής με τα βήματά του να τραβούν πλέον το δρόμο των δικαστηρίων.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
πάθη, τσακωμοί, σφαίρες, απόπειρα ανθρωποκτονίας... Οι παραπάνω λέξεις θα μπορούσαν άνετα να συνθέσουν τα πλάνα των σκηνών μιας φτηνής σαπουνόπερας που καθηλώνει τους τηλεθεατές αποκαθηλώνοντας κάθε έννοια αγάπης, κάθε μορφή σεβασμού, κάθε ίχνος λογικής. Να την παρακολουθείς μασουλώντας πασατέμπο και να αποβλακώνεις κάθε άγχος. Κι ύστερα, να κοιμάσαι κι όταν ξυπνάς, να βλέπεις την ίδια σαπουνόπερα «πρωταγωνίστρια» σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων και να σκέφτεσαι πως τελικά είσαι πολύ τυχερός μέσα στη «μιζέρια» της κανονικότητας σου...
Κάποτε στο Μάτι...
Σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν. Μία έφηβη, η Χ., βολτάρει όπως κάθε μέρα στο Μάτι και συγκεκριμένα στο λιμάνι όπου ο πατέρας της «τρέχει» τον ναυτικό Όμιλο της περιοχής. Η μικρή είναι όμορφη, το γνωρίζει λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει, της το λένε πολύ περισσότερο απ' όσο μπορεί να το διαχειριστεί. Έχει όνειρα για τη ζωή, όχι τα τετριμμένα των κοριτσιών της ηλικίας της, τα δικά της διαθέτουν περισσότερη λάμψη, δεν αντέχει την καταχνιά των όποιων δυσκολιών. Η μοίρα, σαν να την ακούει, της κλείνει ραντεβού με τον πρώτο μεγάλο έρωτα. Ο Γ.Κ., ένας πολύ γνωστός μαγαζάτορας της περιοχής που διατηρεί ψαροταβέρνα επάνω στην διάσημη Λεωφόρο Ποσειδώνος διαθέτει τα πάντα: μία πολύ καλή δουλειά, χρήματα και κυρίως, όπως λένε οι ντόπιοι: «μία καρδιά από χρυσάφι». Οι δυό τους παντρεύονται, αποκτούν δύο γιους, τον 27χρονο σήμερα Μ. και τον 25χρονο Χ., η Χ. έχει τα πάντα «τίποτα δεν της έλειψε ποτέ πλάι στον Γ.». Τα χρόνια περνούν, το ίδιο και τα όποια μικροπροβλήματα που απειλούν τις σχέσεις, κανείς δεν περιμένει αυτό που θα συμβεί κάποια χρόνια αργότερα: «Ήταν σχεδόν πριν από δέκα χρόνια όταν η Χ. εγκατέλειψε τον Γ. για έναν άλλον άνδρα τον Β.Β. Το αστείο και συγχρόνως τραγικό της υπόθεσης είναι ότι ο Β. διατηρούσε επίσης ταβέρνα στον ίδιο δρόμο, πενήντα μέτρα από εκείνη του Γ. και οι δυό τους ήταν πολύ φίλοι», λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: «Τότε είχε γίνει πολύ μεγάλο σούσουρο στην περιοχή. Το Μάτι είναι μια σταλιά τόπος, παντού μαθεύτηκε, όλοι το συζητούσαν. Με τον καιρό, τα στόματα έκλεισαν, η Χ. παντρεύτηκε τον Β., εκείνος την είχε σαν βασίλισσα με τα λούσα της, τα ταξίδια της κι ό,τι επιθυμούσε η ψυχή της. Είναι καλός άνθρωπος ο Β., με «αρνί» τον παρομοιάζουμε εδώ στα μέρη μας, και κατάγεται από πολύ γνωστή και μεγάλη οικογένεια της περιοχής. Το μαγαζί του ήταν χρυσωρυχείο για πάρα πολλά χρόνια. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά που σήμερα είναι 7 και 5 ετών, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι αντίστοιχα κι όλα έμοιαζαν να κυλούν παραπάνω από καλά. Τα προβλήματα στη σχέση τους ξεκίνησαν πριν περίπου τρία χρόνια. Το μαγαζί πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, τα χρέη συσσωρεύονταν, η Χ. είχε πάρει μία πολύ μεγάλη αποζημίωση από τον θάνατο του πατέρα της σε τροχαίο, τα λεφτά όμως όταν δεν μπορείς να διαχειριστείς σωστά τα νέα δεδομένα της ζωής σου, τρώγονται γρήγορα. Κάπου εκεί ξεκίνησαν οι γκρίνιες. Και κάπου εκεί η Χ. τα έφτιαξε με έναν άνδρα 10 χρόνια μικρότερό της, τον Π.Λ., ο οποίος διατηρούσε ένα μπαρ 5 μέτρα από την ταβέρνα του Β. Εκείνη την περίοδο, πέρα από τα χρέη, κάποιες... ύποπτες καταγγελίες έβαλαν οριστικό λουκέτο στο μαγαζί του Β. Αυτό που «πέτυχε» η Χ. ήταν πέρα από κάθε λογική. Είχε παντρευτεί, χωρίσει, ξαναπαντρευτεί, ξαναχωρίσει και ξεκινούσε μία ακόμη σχέση στον ίδιο δρόμο όπου είχαν τα μαγαζιά τους και οι τρεις άντρες των διαδοχικών ερωτοχτυπημάτων της. Η στάση της ήταν για κλάματα όπως ακριβώς και η τελευταία επιλογή της».
Νέος έρωτας, με χρέη και πολλή «μαγκιά»
Η Χ. εγκαταλείπει τον Β. επιλέγοντας να ακολουθήσει την καρδιά της η οποία «φτερούγιζε» σταθερά για τους μαγαζάτορες της λεωφόρου Ποσειδώνος. Τα δύο μικρά παιδιά της μένουν πίσω με τον πατέρα τους, εκείνος τα φέρνει πέρα ολοένα και πιο δύσκολα έχοντας ως στήριγμα τον αδελφό του τον Τ. και κάποιους καλούς φίλους: «Ο άνθρωπος αρχικά έπεσε σε κατάθλιψη, στη συνέχεια όμως συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πάρει τα πάνω του για χάρη των παιδιών του. Απ' όσο γνωρίζω έφυγε για ένα διάστημα στο εξωτερικό για να βρει δουλειά, δεν κατάφερε πολλά πράγματα, γύρισε πίσω, μετά ξέσπασε η καταστροφική φωτιά που μας έκαψε όλους, η ελπίδα να ορθοποδήσει είχε πλέον χαθεί. Τα χρέη του σήμερα ανέρχονται σε πολλές χιλιάδες ευρώ. Τα βγάζει πέρα πάρα πολύ δύσκολα», λέει πρόσωπο από το Μάτι και συνεχίζει: «Η Χ. κυκλοφορούσε πλέον παντού με τον νέο της έρωτα τον Π. Έναν 37χρονο Ζακυνθινό που απεχθάνεται τους αλλοδαπούς και ποστάρει στο fb τον Γεώργιο Παπαδόπουλο με λεζάντες «Ο μόνο πατριώτης – Αθάνατος». Εκεί ανεβάζει και αποφθέγματα για τον... μύθο του Πολυτεχνείου όπως και φωτογραφίες του Ζακ Κωστόπουλου με την επισήμανση: «Εσύ κλέφτη με κάνεις δολοφόνο». Ο τύπος αυτός είχε νοικιάσει λοιπόν ένα μπαράκι επί της λεωφόρου Ποσειδώνος το οποίο ανήκει σε συγγενικό πρόσωπο μεγάλης Ελληνίδας τραγουδίστριας. Η ιδιοκτήτρια αυτού του μπαρ δεινοπάθησε μαζί του. Στην αρχή, της έδινε κάποια χρήματα για το ενοίκιο μετά έπαψε να την πληρώνει, όλα αυτά πριν από τις φωτιές. Της έλεγε: «Δεν έχω, άσε με ήσυχο». Όταν, μετά τις φωτιές, κατάφερε τελικά να τον διώξει, εκείνος αρνιόταν να της παραδώσει τα κλειδιά, η γυναίκα αναγκάστηκε να πληρώσει και 1000 ευρώ από την τσέπη της για τη
διαδικασία της έξωσης, ώστε να μπορέσει να μπει ξανά στο μαγαζί της! Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης ήταν, μετά τις φωτιές, όταν υποδυόμενος τον αρωγό των πυρόπληκτων, έδωσε και συνέντευξη κατηγορώντας την ιδιοκτήτρια ότι του ζητάει χρήματα παρότι εκείνος είχε μετατρέψει το μαγαζί σε... hot spot.»
Σε εκείνη τη συνέντευξη με τίτλο «Κραυγή αγωνίας από επιχειρηματίες στο Μάτι», έστεκε μάλιστα δίπλα του και η σύντροφός του Χ. η οποία σε έντονο ύφος έλεγε: «Είμαι επιχειρηματίας πάρα πολλά χρόνια. Μένουμε εδώ με τα παιδιά μου. Που είναι οι αποζημιώσεις; Γιατί υπάρχει διαχωρισμός και δίνουν αποζημιώσεις μόνο σ' αυτούς που κάηκαν; Γιατί να μην πάρουμε αποζημίωση κι εμείς που ζούμε εδώ και περνάμε όλο αυτό; Χάνουμε χρήματα από την επιχείρησή μας η οποία έκλεισε. (σ.σ. Η επιχείρηση του εν διαστάσει συζύγου της είχε κλείσει πριν από τις φωτιές). Τι θα κάνουμε; Θα δείξει. Τι μπορούμε να κάνουμε; Να πάρουμε τα όπλα και να βγούμε στους δρόμους;».
Με όπλο στους δρόμους
Απόγευμα Σαββάτου, 13 Απριλίου 2019. Η Χ. μπαίνει στο μαγαζί του εν διαστάσει συζύγου της Β. «πολύ πιωμένη», όπως υποστηρίζουν πρόσωπα της περιοχής. Εκείνος, κάθεται σε ένα τραπέζι μαζί με τον αδελφό του, εκείνη, του ζητάει έναν πίνακα κρεμασμένο σε κάποιον τοίχο με την φράση: «Δώστον μου! Αυτός ο πίνακας είναι δικός μου.». Ο Β. ξεκρεμάει τον πίνακα και τον αφήνει να πέσει στο κενό. Ο πίνακας σπάει μαζί με άλλα πράγματα, φωνές κατακλύζουν τον χώρο, κάποιοι γείτονες λένε στον Β. «από καιρό στα λέγαμε να πας στην αστυνομία ή σε κάποιον δικηγόρο», η Χ. εν εξάλλω καταστάσει τηλεφωνεί στον Π. Παράλληλα ο αδελφός του Β. ενημερώνει τον 25χρονο γιο της Χ., το παιδί τρέχει στο μαγαζί, αυτά που μπορεί να κάνει είναι πολύ λίγα. Λίγα λεπτά μετά ο Π. «παρκάρει» το αυτοκίνητό του έξω από το μαγαζί του Β. και πατάει την σκανδάλη ενός όπλου. Το όπλο «κολλάει», ο Π. φεύγει, πηγαίνει μέχρι την οδό Κύπρου, βγάζει τη σκάρτη σφαίρα κι ύστερα επιστρέφει ξανά στον τόπο του παρολίγον εγκλήματος. Αυτή τη φορά, μέσα και έξω από το αυτοκίνητο, ρίχνει πάνω από πέντε σφαίρες προς το μέρος του Β. Μία από αυτές τον πετυχαίνει στο πόδι. Ο Π. εξαφανίζεται.
«Λίγο μετά οι αστυνομικοί συλλαμβάνουν τη Χ. η οποία, όπως συνήθιζε άλλωστε, ήταν εκτός εαυτού», λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: «Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά. Τους χτυπούσε, τους γρατζούναγε στο πρόσωπο, όταν έφτασαν στο τμήμα κλώτσαγε τραπέζια και καρέκλες. Τώρα εκτός από την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας την βαραίνει και εκείνη της απείθειας και της αντίστασης κατά της αρχής. Κρίμα. Αυτή η γυναίκα τα είχε όλα και έχασε οικειοθελώς τα πάντα...»
Στην αντίπερα όχθη και στο πλευρό της 47χρονης Χ., η οποία αφέθηκε ελεύθερη με τους περιοριστικούς όρους της εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης δύο φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής της, στέκουν οι συγγενείς της οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται. Πως η Χ. είχε φάει πολύ ξύλο από τον εν διαστάσει σύζυγό της, ότι έχει «καταθέσει» πολύ χρήμα και αμέτρητη προσωπική εργασία στην ταβέρνα και πως δεν έχει καμία σχέση με όσα της καταλογίζονται. Όσον αφορά στον 37χρονο Π. το απόγευμα της περασμένης Τρίτης, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του παραδόθηκε στην ασφάλεια βορειοανατολικής Αττικής με τα βήματά του να τραβούν πλέον το δρόμο των δικαστηρίων.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ