11 Ιουν 2019

ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ παρωχημένες θέσεις, ανοησίες, αντιφάσεις και ιδεοληψίες του Κώστα Σημίτη…

Όταν ένας επί οκταετία πρώην πρωθυπουργός αρθρογραφεί για εθνικά θέματα (Καθημερινή 9-6-2019), είμαστε υποχρεωμένοι να τον ακούσουμε.
Όχι να αποδεχθούμε όσα λέει, αλλά να μην τα προσπεράσουμε. Ο Σημίτης, άλλωστε, έγραψε για ένα ζήτημα, το οποίο αιωρείται σαν ανησυχητικό ερώτημα στη δημόσια σφαίρα, παρότι τα κόμματα που διεκδικούν την ψήφο των Ελλήνων ελάχιστα ασχολούνται με τα ελληνοτουρκικά και ειδικότερα με το ενδεχόμενο να προκύψει θερμό επεισόδιο.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ
ΠΗΓΗ: SLpress
Ας εξετάσουμε, όμως, σημείο προς σημείο τα όσα μας λέει ο τέως πρωθυπουργός:
Πρώτον: Μας λέει ότι όπως η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε (με την κρίση στα Ίμια) την τότε αλλαγή κυβέρνησης, ίσως το επιχειρήσει και τώρα. Εγώ θα προσέθετα ότι πρόκειται για πάγια τουρκική τακτική.
Όταν η Ελλάδα ήταν υπό κατοχή (1941-44) οι Τούρκοι με το βαρλίκ και τα τάγματα εργασίας προσπάθησαν να διαλύσουν την ελληνική μειονότητα της Πόλης. Το 1955, εκμεταλλεύθηκαν το κενό από την ασθένεια του πρωθυπουργού Παπάγου για να εξαπολύσουν το πογκρόμ εναντίον των Κωνσταντινοπολιτών. Το 1963, όταν άλλαζε κυβέρνηση στην Ελλάδα ολοκλήρωσαν τα μέτρα διάλυσης της ελληνικής μειονότητας.
Το 1967, μετά το πραξικόπημα, προκάλεσαν κρίση και με τη συνάντηση στον Έβρο επέτυχαν την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε θωρακίσει την Κύπρο. Το δε 1974, εκμεταλλεύθηκαν την απομόνωση του καθεστώτος Ιωαννίδη και το πραξικόπημα των χουντικών εναντίον του Μακαρίου για να εισβάλουν. Το 1987, που η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αντιμετώπιζε εσωτερική αμφισβήτηση, προσπάθησαν να δημιουργήσουν τετελεσμένο, αλλά όταν προσέκρουσαν στην αποφασιστική στάση της Αθήνας έκαναν πίσω. Επανήλθαν στις αρχές του 1996 με την κρίση στα Ίμια.
Δεύτερον: Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί την επικείμενη αλλαγή κυβέρνησης για να δημιουργήσει τετελεσμένο. Ο Σημίτης θεωρεί αρκετά πιθανό, η Άγκυρα να στείλει πλοίο «σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας, που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική, αλλά η Τουρκία τουρκική». Κανείς θεωρητικά δεν μπορεί να το αποκλείσει και γι’ αυτό απαιτείται προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο.
Ο Σημίτης θεωρεί ειδοποιό διαφορά σε σύγκριση με το παρελθόν το γεγονός ότι βρέθηκε αέριο στην κυπριακή ΑΟΖ και ότι πιθανολογείται η ύπαρξη κοιτασμάτων και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Προφανώς αυτό έχει τη σημασία του, αλλά η πραγματική ειδοποιός διαφορά, αυτή που αλλάζει τα γεωπολιτικά δεδομένα και δεν αναφέρεται από τον τέως πρωθυπουργό, είναι το αμερικανοτουρκικό ρήγμα.
Παρωχημένη θεώρηση
Τρίτον: Ο Σημίτης υποστηρίζει ότι ενδεχόμενη επιθετική κίνηση της Τουρκίας, «αντί να προκαλέσει την αρνητική στάση και τη διαμαρτυρία των συμμάχων της Ελλάδας, πιθανόν να τους οδηγήσει σε μια επιφυλακτική στάση. Να θεωρήσουν ότι έχουν την ευκαιρία να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο». Για να ενισχύσει το επιχείρημά του, μάλιστα, επικαλείται δήλωση του πρέσβη των ΗΠΑ, που «μίλησε για συμφωνίες εξίσου επωφελείς για τα εμπλεκόμενα μέρη, μία απάντηση που υποδηλώνει πρωτοβουλίες που ίσως δεν θα είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας».
Η αναφορά αυτή του Σημίτη δείχνει ότι έχει παραμείνει σε μία θεώρηση που ίσχυε στο παρελθόν και λόγω του αμερικανοτουρκικού ρήγματος βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αναθεώρησης. Το ότι δεν έχει ολοκληρωθεί δεν σημαίνει ότι στην Ουάσιγκτον σκέπτονται όπως σκέπτονταν τις προηγούμενες δεκαετίες για τα ελληνοτουρκικά.
Όποιος παρακολουθεί στοιχειωδώς τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις το καταλαβαίνει, έστω κι αν ο γραφειοκρατικός μηχανισμός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει αδράνειες, λόγω και του γεγονότος ότι επισήμως η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας δεν έχει ανατραπεί.
Σίγουρα, όμως, η Ουάσιγκτον δεν θα ήθελε να δει τον Ερντογάν να μετατρέπεται εσωτερικά σε εθνικό ήρωα για τις τουρκικές μάζες, επειδή ταπείνωσε σε ένα θερμό επεισόδιο την Ελλάδα.
Ναι μεν, λοιπόν, οι Αμερικανοί δεν αγάπησαν την Ελλάδα, αλλά δεν είναι ανόητοι να πυροβολήσουν τα πόδια τους για «να τελειώνουν με τις ελληνοτουρκικές διαφορές και έτσι να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο», όπως γενικόλογα μας λέει ο Σημίτης.
Τέταρτον: Στη συνέχεια, ο τέως πρωθυπουργός επικαλείται την κατευναστική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων (και της δικής του) για να αποδυναμώσει την ελληνική θέση και να δικαιολογήσει κυοφορούμενες παραχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας: «ακολουθήσαμε και ακολουθούμε μέχρι τώρα συνειδητά μια πολιτική στην οποία κυριαρχεί η επίκληση των δικαιωμάτων μας, αλλά αποφεύγουμε να τα κατοχυρώσουμε για να μην προκαλέσουμε αμφισβητήσεις.
Αναγνωρίζουμε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, αλλά εν γνώσει μας δεν επιδιώξαμε την εφαρμογή τους γιατί θεωρούμε πιθανό να προκύψουν αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα». Αναφέρει, μάλιστα, ως παραδείγματα το ζήτημα των χωρικών υδάτων και τη μη κατάθεση στον ΟΗΕ συντεταγμένων για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
Ο Σημίτης λανθασμένα ισχυρίζεται ότι η κατάθεση συντεταγμένων «εξισούται με μονομερή οριοθέτηση, πράγμα το οποίο αποκλείεται από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας».
Η κατάθεση σημαίνει ότι ένα κράτος δηλώνει στη διεθνή κοινότητα ποια θεωρεί πως είναι τα όρια της δικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Δεν οριοθετεί μονομερώς. Εάν ένα γειτονικό κράτος διαφωνεί υπάρχει ο δρόμος των διμερών διαπραγματεύσεων ή του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια ο Σημίτης αντιφάσκει με τον εαυτό του. Γράφει ότι η εάν η Ελλάδα καταθέσει συντεταγμένες, αυτό «θα είχε ως άμεση συνέπεια κατάθεση συντεταγμένων εκ μέρους της Τουρκίας». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η Τουρκία έχει ήδη καταθέσει συντεταγμένες ανατολικά του τόξου Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη. Το ομολογεί σε άλλο σημείο ο ίδιος: «Η Τουρκία διεκδικεί όμως ένα τμήμα του χώρου αυτού (Ανατολική Μεσόγειο) και έχει ενημερώσει τον ΟΗΕ για τις απόψεις της».
Παρακάτω γράφει ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα μπορούσε «να επιδιώξει μια συμβιβαστική λύση που δεν θα ικανοποιούσε καμία από τις δύο πλευρές». Παραβιάζει ανοικτές θύρες. Η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και ως εκ τούτου θα αναγνωρίσει και την όποια απόφασή του. Είναι η Τουρκία που δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και δεν δέχεται για δεκαετίες αυτό να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ.