Τόσο το κυπριακό όσο και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, εναντίον του Λεωνίδα Μπόμπολα, έχουν εκδοθεί νόμιμα από κυπριακό δικαστήριο, αποφάσισε σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου,
απορρίπτοντας έφεση που καταχώρησε ο Μπόμπολας, θεωρώντας...
παράνομη της έκδοση εντάλματος.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε στις 3 Μαίου του 2016 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Μπόμπολα σε σχέση με την ποινική υπόθεση στη Κύπρο, το οποίο, με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν εκτελέστηκε. Το Συμβούλιο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η πλειονότητα των περιγραφόμενων πράξεων στο ένταλμα φέρεται να έχουν τελεστεί, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και διέταξε τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να διερευνηθεί η τέλεση αξιόποινων πράξεων στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακολούθησαν εκ μέρους των ελληνικών Εισαγγελικών Αρχών αιτήματα συνδρομής προς τις κυπριακές Αρχές για παράδοση του συνόλου της δικογραφίας. Στη συνέχεια, η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών ξεκίνησε ποινική διαδικασία κατά τριών φυσικών προσώπων για το αδίκημα της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών, στο πλαίσιο της οποίας, ο Κ. Μπόμπολας κλήθηκε ως ύποπτος, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση, ώστε να κριθεί κατά πόσο συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του.
Ο Κ. Μπόμπολας καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία επεδίωκε την έκδοση διατάγματος ακύρωσης και/ή αναστολής του εντάλματος εναντίον του, προβάλλοντας τη θέση ότι παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, σημειώνοντας στην απόφαση του ότι, υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, «η διατήρηση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εξακολουθούσε να είναι αναλογικού χαρακτήρα».
Ακολούθως ο Λ. Μπόμπολας καταχώρησε έφεση κατά του Γενικού Εισαγγελέα της Κύπρου, με την οποία αμφισβητούσε την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, προβάλλοντας έξι λόγους έφεσης.
Το κυπριακό τριμελές Εφετείο, με σημερινή ομόφωνη απόφασή του, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι «[…] θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το ενδιαφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας να διατηρεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς το σκοπό εξέτασης των σοβαρών ποινικών αδικημάτων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και συγκεκριμένα της διαφθοράς στην Κύπρο».
«Το επιχείρημα ότι με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ανατρέψει το τεκμήριο της αθωότητας, καθότι η διατήρηση της ισχύος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μοναδικό αποτέλεσμα έχει την τιμωρία του εφεσείοντος, δεν υποστηρίζεται ούτε από το μηχανισμό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ούτε και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα. Αποδοχή της θέσης του εφεσείοντος (Μπόμπολα)», προστίθεται στην απόφαση, «θα εξουδετέρωνε το μηχανισμό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για προσαγωγή αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης».
Το Κυπριακό Εφετείο αναφέρει, επίσης, στην απόφαση του ότι «η διαδικασία, όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητουμένου ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη. Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών για τα κατ` ισχυρισμόν διαπραχθέντα αδικήματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καταρρίπτονται ως εκ τούτου τα όποια επιχειρήματα του εφεσείοντος, είτε περί κατάχρησης της διαδικασίας, είτε περί τιμωρητικού μέτρου».
Αναφέρει, ακόμη, ότι «οι αιτιάσεις του εφεσείοντος (Μπόμπολα) δεν είναι δυνατόν να κατισχύσουν του καλώς νοούμενου κοινωνικού συμφέροντος, στην ορθή εφαρμογή της ποινικής δικαιοσύνης και του κυριαρχικού δικαιώματος του κράτους να διατηρεί σε ισχύ το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης».
Το Δικαστήριο, συνεχίζει το Εφετείο, «ορθά κατέληξε στο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εμποδίζεται στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για να διερευνήσει την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος, η οποία ενδέχεται να εκκρεμεί παραλλήλως με τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα, ώστε στο τέλος της ημέρας να διαφανεί ‘ποιο κράτος θα αποδειχθεί ταχύτερο στην ολοκλήρωση της διαδικασίας’».
«Αποτελεί κοινό έδαφος», σύμφωνα με την απόφαση, «ότι στην υπό κρίση περίπτωση τόσο το εθνικό ένταλμα σύλληψης, όσο και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, έχουν εκδοθεί νομίμως από Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει της Σύμβασης και του Νόμου και για τη διερεύνηση ποινικών παραβάσεων από πρόσωπα που κατείχαν δημόσιες θέσεις και που φέρονται, βάσει του μαρτυρικού υλικού, να χρηματίστηκαν».
Σημειώνεται ότι «ο σκοπός και το πνεύμα της Σύμβασης, του Νόμου και των συναφών Οδηγιών ως ανωτέρω, καταλείπουν εξουσία στο εκδώσαν το ένταλμα κράτος, Κυπριακή Δημοκρατία, ενόσω δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για τη συγκέντρωση των ποινικών διαδικασιών, να συνεχίσει τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν στο έδαφος της και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία υπό τις ανωτέρω περιστάσεις της υπόθεσης δεν παραβιάζεται».
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου, «τα ατομικά δικαιώματα του εφεσείοντος δεν είναι απόλυτα αλλά δύνανται να τύχουν περιορισμού ως επιβάλλεται εκ του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει», καταλήγουν οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου, « ο εφεσείων δεν έχει καταδείξει ότι έχει πληγεί ο πυρήνας των δικαιωμάτων του σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβιάζεται καθ` οιονδήποτε τρόπο το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)».
cyprustimes.com
απορρίπτοντας έφεση που καταχώρησε ο Μπόμπολας, θεωρώντας...
παράνομη της έκδοση εντάλματος.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε στις 3 Μαίου του 2016 ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Μπόμπολα σε σχέση με την ποινική υπόθεση στη Κύπρο, το οποίο, με απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν εκτελέστηκε. Το Συμβούλιο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η πλειονότητα των περιγραφόμενων πράξεων στο ένταλμα φέρεται να έχουν τελεστεί, εν όλω ή εν μέρει, στην Ελλάδα και διέταξε τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να διερευνηθεί η τέλεση αξιόποινων πράξεων στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακολούθησαν εκ μέρους των ελληνικών Εισαγγελικών Αρχών αιτήματα συνδρομής προς τις κυπριακές Αρχές για παράδοση του συνόλου της δικογραφίας. Στη συνέχεια, η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών ξεκίνησε ποινική διαδικασία κατά τριών φυσικών προσώπων για το αδίκημα της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών, στο πλαίσιο της οποίας, ο Κ. Μπόμπολας κλήθηκε ως ύποπτος, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση, ώστε να κριθεί κατά πόσο συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του.
Ο Κ. Μπόμπολας καταχώρησε αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με την οποία επεδίωκε την έκδοση διατάγματος ακύρωσης και/ή αναστολής του εντάλματος εναντίον του, προβάλλοντας τη θέση ότι παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του, σημειώνοντας στην απόφαση του ότι, υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, «η διατήρηση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εξακολουθούσε να είναι αναλογικού χαρακτήρα».
Ακολούθως ο Λ. Μπόμπολας καταχώρησε έφεση κατά του Γενικού Εισαγγελέα της Κύπρου, με την οποία αμφισβητούσε την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου, προβάλλοντας έξι λόγους έφεσης.
Το κυπριακό τριμελές Εφετείο, με σημερινή ομόφωνη απόφασή του, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι «[…] θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το ενδιαφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας να διατηρεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς το σκοπό εξέτασης των σοβαρών ποινικών αδικημάτων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και συγκεκριμένα της διαφθοράς στην Κύπρο».
«Το επιχείρημα ότι με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ανατρέψει το τεκμήριο της αθωότητας, καθότι η διατήρηση της ισχύος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μοναδικό αποτέλεσμα έχει την τιμωρία του εφεσείοντος, δεν υποστηρίζεται ούτε από το μηχανισμό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, ούτε και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα. Αποδοχή της θέσης του εφεσείοντος (Μπόμπολα)», προστίθεται στην απόφαση, «θα εξουδετέρωνε το μηχανισμό του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για προσαγωγή αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης».
Το Κυπριακό Εφετείο αναφέρει, επίσης, στην απόφαση του ότι «η διαδικασία, όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητουμένου ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη. Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών για τα κατ` ισχυρισμόν διαπραχθέντα αδικήματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καταρρίπτονται ως εκ τούτου τα όποια επιχειρήματα του εφεσείοντος, είτε περί κατάχρησης της διαδικασίας, είτε περί τιμωρητικού μέτρου».
Αναφέρει, ακόμη, ότι «οι αιτιάσεις του εφεσείοντος (Μπόμπολα) δεν είναι δυνατόν να κατισχύσουν του καλώς νοούμενου κοινωνικού συμφέροντος, στην ορθή εφαρμογή της ποινικής δικαιοσύνης και του κυριαρχικού δικαιώματος του κράτους να διατηρεί σε ισχύ το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης».
Το Δικαστήριο, συνεχίζει το Εφετείο, «ορθά κατέληξε στο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εμποδίζεται στην εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για να διερευνήσει την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος, η οποία ενδέχεται να εκκρεμεί παραλλήλως με τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα, ώστε στο τέλος της ημέρας να διαφανεί ‘ποιο κράτος θα αποδειχθεί ταχύτερο στην ολοκλήρωση της διαδικασίας’».
«Αποτελεί κοινό έδαφος», σύμφωνα με την απόφαση, «ότι στην υπό κρίση περίπτωση τόσο το εθνικό ένταλμα σύλληψης, όσο και το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, έχουν εκδοθεί νομίμως από Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει της Σύμβασης και του Νόμου και για τη διερεύνηση ποινικών παραβάσεων από πρόσωπα που κατείχαν δημόσιες θέσεις και που φέρονται, βάσει του μαρτυρικού υλικού, να χρηματίστηκαν».
Σημειώνεται ότι «ο σκοπός και το πνεύμα της Σύμβασης, του Νόμου και των συναφών Οδηγιών ως ανωτέρω, καταλείπουν εξουσία στο εκδώσαν το ένταλμα κράτος, Κυπριακή Δημοκρατία, ενόσω δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για τη συγκέντρωση των ποινικών διαδικασιών, να συνεχίσει τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν στο έδαφος της και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία υπό τις ανωτέρω περιστάσεις της υπόθεσης δεν παραβιάζεται».
Σύμφωνα με την απόφαση του Ανώτατου, «τα ατομικά δικαιώματα του εφεσείοντος δεν είναι απόλυτα αλλά δύνανται να τύχουν περιορισμού ως επιβάλλεται εκ του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει», καταλήγουν οι τρεις δικαστές του Ανωτάτου, « ο εφεσείων δεν έχει καταδείξει ότι έχει πληγεί ο πυρήνας των δικαιωμάτων του σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβιάζεται καθ` οιονδήποτε τρόπο το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)».
cyprustimes.com