Ηταν απόγευμα στο Ρεσίφε της Βραζιλίας (μεσάνυχτα στην Ελλάδα), την 29η Ιουνίου 2014, όταν γράφτηκε το φινάλε στην πιο χρυσή εποχή της Εθνικής ποδοσφαίρου. Ουδείς μπορούσε να...
αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή ότι η εξαιρετική απόκρουση του μετέπειτα γκολκίπερ της Ρεάλ Μαδρίτης, Κέιλορ Νάβας, στην εκτέλεση πέναλτι του Φάνη Γκέκα, θα προκαλούσε μια αλυσιδωτή αντίδραση που ουσιαστικά θα επέφερε την κατάρρευση της Εθνικής ποδοσφαίρου.
Πέντε χρόνια μετά, άπαντες μπορούν να αντιληφθούν πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου αν ο Γκέκας είχε νικήσει τον Νάβας κι αν η Ελλάδα είχε προκριθεί επί της Κόστα Ρίκα στον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός Φερνάντο Σάντος θα είχε παραμείνει (με κάθε κόστος για την ΕΠΟ) στο τιμόνι της Εθνικής, και ως εκ τούτου δεν θα είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Πορτογαλίας, που ενδεχομένως δίχως εκείνον στον πάγκο να μην έφτανε ποτέ στην κατάκτηση του Euro δύο χρόνια αργότερα και του Nations League μετέπειτα.
Εκείνο το χαμένο πέναλτι, όμως, στην Αρένα Περναμπούκο έδωσε την ευκαιρία στη διοίκηση της ΕΠΟ που ήταν υπό την προεδρία του Γιώργου Σαρρή, να γκρεμίσει ό,τι χτιζόταν επί μια δωδεκαετία. Την επόμενη μέρα, στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής από τη Βραζιλία στην Ελλάδα φαινόταν ότι το τέλος δεν θα αργούσε να έρθει.
Ο «φταίχτης» Σάντος
Ο θρυλικός Γιώργος Καραγκούνης είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από την Εθνική, ο συνοδοιπόρος του από το 2002 Κώστας Κατσουράνης όδευε επίσης προς το φινάλε της καριέρας του κι η διοίκηση της Ομοσπονδίας έβαλε την οριστική ταφόπλακα. Φαινόταν άλλωστε στα πρόσωπα και τις κουβέντες στα διάφορα πηγαδάκια των μεγαλοπαραγόντων της ΕΠΟ πως ο μεγάλος φταίχτης δεν ήταν άλλος από τον Σάντος που, όπως έλεγε το… κατηγορητήριο, κρατούσε την ομάδα «μαγκωμένη» και δεν της επέτρεπε να παίξει καλό και δελεαστικό ποδόσφαιρο.
Κάπως έτσι λοιπόν προτάθηκε στον Σάντος ένα συμβόλαιο που εξαρχής γνώριζαν από την ΕΠΟ ότι δεν θα αποδεχόταν ο πολύπειρος και δημοφιλής τεχνικός, ενώ δεν ανανεώθηκε και η σύμβαση του εξίσου επιτυχημένου τεχνικού διευθυντή Τάκη Φύσσα που διατηρούσε (μαζί με τον Καραγκούνη και τον Κατσουράνη) στη «γαλανόλευκη» την αύρα της χρυσής ομάδας του Euro 2004 και επίσης κρατούσε τα στεγανά εντός των αποδυτηρίων.
Εκτοτε η Εθνική απογοητεύει και η εκάστοτε διοίκηση της ΕΠΟ πελαγοδρομεί αναζητώντας λύση. Πέντε χρόνια μετά το Μουντιάλ της Βραζιλίας η Ελλάδα ψάχνει ακόμη τη χαμένη ταυτότητά της. Αλλαξε έξι προπονητές (Ρανιέρι, Τσάνας, Μαρκαριάν, Σκίμπε, Αναστασιάδης, Φαν ‘τ Σιπ) και τέσσερις τεχνικούς διευθυντές (Καραγκούνης, Βρύζας, Μπασινάς, Κ. Κωνσταντινίδης) αλλά προκοπή δεν είδε. Και δεν θα δει, τουλάχιστον μέχρι το 2020, καθώς μετά το Euro 2016, το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018 και το Nations League, χάθηκε κάθε ελπίδα πρόκρισης και στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Το παράδειγμα των... ψαράδων
Μόλις στα μισά της προκριματικής φάσης, η Ελλάδα που δεν μπορεί να νικήσει στην έδρα της ούτε το Λιχτενστάιν βρίσκεται στην προτελευταία θέση του 6ου ομίλου, επτά βαθμούς πίσω από τη Φινλανδία, η οποία οδεύει ολοταχώς για την πρώτη παρουσία της σε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση. Δίχως φοβερή ομάδα και κάποιον σπουδαίο προπονητή, δίχως μεγάλους παίκτες και βαριά φανέλα, οι Φινλανδοί -αυτοί που κάποτε το ελληνικό ποδόσφαιρο περιπαικτικά αποκαλούσε «ψαράδες»- αποτελούν (ίσως) ένα καλό παράδειγμα για την Ελλάδα και για το πώς χτίζονται οι ομάδες, έστω και με υλικά χαμηλού επιπέδου...
Η ενδεκάδα με την οποία η Φινλανδία (που έχει τον ίδιο προπονητή από το 2016) νίκησε 2-0 την Ελλάδα για το Nations League στις 15 Νοεμβρίου 2018, ήταν ακριβώς ίδια με την αναμέτρηση (1-0) της περασμένης Πέμπτης (5/9) στο Τάμπερε. Αντιθέτως, μόλις δέκα μήνες μετά, η Εθνική μας είχε στον πάγκο νέο προπονητή και στη σύνθεσή της οχτώ διαφορετικούς ποδοσφαιριστές, διατηρώντας στο αρχικό σχήμα μόνο τους Μπάρκα, Παπασταθόπουλο και Μανωλά!
Διόλου τυχαίο λοιπόν που η σταθερότητα, η ομοιογένεια και η ομαδικότητα αγνοούνται σε τούτη τη θλιβερή εκδοχή Εθνικής ομάδας…
Γιάννης Σκόκαςethnos.gr
αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή ότι η εξαιρετική απόκρουση του μετέπειτα γκολκίπερ της Ρεάλ Μαδρίτης, Κέιλορ Νάβας, στην εκτέλεση πέναλτι του Φάνη Γκέκα, θα προκαλούσε μια αλυσιδωτή αντίδραση που ουσιαστικά θα επέφερε την κατάρρευση της Εθνικής ποδοσφαίρου.
Πέντε χρόνια μετά, άπαντες μπορούν να αντιληφθούν πόσο διαφορετική θα ήταν η ιστορία, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου αν ο Γκέκας είχε νικήσει τον Νάβας κι αν η Ελλάδα είχε προκριθεί επί της Κόστα Ρίκα στον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός Φερνάντο Σάντος θα είχε παραμείνει (με κάθε κόστος για την ΕΠΟ) στο τιμόνι της Εθνικής, και ως εκ τούτου δεν θα είχε αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Πορτογαλίας, που ενδεχομένως δίχως εκείνον στον πάγκο να μην έφτανε ποτέ στην κατάκτηση του Euro δύο χρόνια αργότερα και του Nations League μετέπειτα.
Εκείνο το χαμένο πέναλτι, όμως, στην Αρένα Περναμπούκο έδωσε την ευκαιρία στη διοίκηση της ΕΠΟ που ήταν υπό την προεδρία του Γιώργου Σαρρή, να γκρεμίσει ό,τι χτιζόταν επί μια δωδεκαετία. Την επόμενη μέρα, στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής από τη Βραζιλία στην Ελλάδα φαινόταν ότι το τέλος δεν θα αργούσε να έρθει.
Ο «φταίχτης» Σάντος
Ο θρυλικός Γιώργος Καραγκούνης είχε αποφασίσει να αποσυρθεί από την Εθνική, ο συνοδοιπόρος του από το 2002 Κώστας Κατσουράνης όδευε επίσης προς το φινάλε της καριέρας του κι η διοίκηση της Ομοσπονδίας έβαλε την οριστική ταφόπλακα. Φαινόταν άλλωστε στα πρόσωπα και τις κουβέντες στα διάφορα πηγαδάκια των μεγαλοπαραγόντων της ΕΠΟ πως ο μεγάλος φταίχτης δεν ήταν άλλος από τον Σάντος που, όπως έλεγε το… κατηγορητήριο, κρατούσε την ομάδα «μαγκωμένη» και δεν της επέτρεπε να παίξει καλό και δελεαστικό ποδόσφαιρο.
Κάπως έτσι λοιπόν προτάθηκε στον Σάντος ένα συμβόλαιο που εξαρχής γνώριζαν από την ΕΠΟ ότι δεν θα αποδεχόταν ο πολύπειρος και δημοφιλής τεχνικός, ενώ δεν ανανεώθηκε και η σύμβαση του εξίσου επιτυχημένου τεχνικού διευθυντή Τάκη Φύσσα που διατηρούσε (μαζί με τον Καραγκούνη και τον Κατσουράνη) στη «γαλανόλευκη» την αύρα της χρυσής ομάδας του Euro 2004 και επίσης κρατούσε τα στεγανά εντός των αποδυτηρίων.
Εκτοτε η Εθνική απογοητεύει και η εκάστοτε διοίκηση της ΕΠΟ πελαγοδρομεί αναζητώντας λύση. Πέντε χρόνια μετά το Μουντιάλ της Βραζιλίας η Ελλάδα ψάχνει ακόμη τη χαμένη ταυτότητά της. Αλλαξε έξι προπονητές (Ρανιέρι, Τσάνας, Μαρκαριάν, Σκίμπε, Αναστασιάδης, Φαν ‘τ Σιπ) και τέσσερις τεχνικούς διευθυντές (Καραγκούνης, Βρύζας, Μπασινάς, Κ. Κωνσταντινίδης) αλλά προκοπή δεν είδε. Και δεν θα δει, τουλάχιστον μέχρι το 2020, καθώς μετά το Euro 2016, το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018 και το Nations League, χάθηκε κάθε ελπίδα πρόκρισης και στο επερχόμενο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα.
Το παράδειγμα των... ψαράδων
Μόλις στα μισά της προκριματικής φάσης, η Ελλάδα που δεν μπορεί να νικήσει στην έδρα της ούτε το Λιχτενστάιν βρίσκεται στην προτελευταία θέση του 6ου ομίλου, επτά βαθμούς πίσω από τη Φινλανδία, η οποία οδεύει ολοταχώς για την πρώτη παρουσία της σε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση. Δίχως φοβερή ομάδα και κάποιον σπουδαίο προπονητή, δίχως μεγάλους παίκτες και βαριά φανέλα, οι Φινλανδοί -αυτοί που κάποτε το ελληνικό ποδόσφαιρο περιπαικτικά αποκαλούσε «ψαράδες»- αποτελούν (ίσως) ένα καλό παράδειγμα για την Ελλάδα και για το πώς χτίζονται οι ομάδες, έστω και με υλικά χαμηλού επιπέδου...
Η ενδεκάδα με την οποία η Φινλανδία (που έχει τον ίδιο προπονητή από το 2016) νίκησε 2-0 την Ελλάδα για το Nations League στις 15 Νοεμβρίου 2018, ήταν ακριβώς ίδια με την αναμέτρηση (1-0) της περασμένης Πέμπτης (5/9) στο Τάμπερε. Αντιθέτως, μόλις δέκα μήνες μετά, η Εθνική μας είχε στον πάγκο νέο προπονητή και στη σύνθεσή της οχτώ διαφορετικούς ποδοσφαιριστές, διατηρώντας στο αρχικό σχήμα μόνο τους Μπάρκα, Παπασταθόπουλο και Μανωλά!
Διόλου τυχαίο λοιπόν που η σταθερότητα, η ομοιογένεια και η ομαδικότητα αγνοούνται σε τούτη τη θλιβερή εκδοχή Εθνικής ομάδας…
Γιάννης Σκόκαςethnos.gr