Γιώργος Καρελιάς- iefimerida.gr
Στην εξωτερική πολιτική τα πράγματα είναι λίγο-πολύ δεδομένα και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα περιθώρια για κινήσεις με άμεσο θετικό αποτέλεσμα.
Από αυτήν την άποψη, το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη δεν είχε κανένα τέτοιο αποτέλεσμα και δεν θα μπορούσε να έχει, παρά τις επικοινωνιακές «ενέσεις» των ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
Η «περιπέτεια» της-μη-συνάντησης με τον Ντόναλντ Τραμπ, λόγω των εσωτερικών μπελάδων που αντιμετωπίζει ο Αμερικανός πρόεδρος, χάλασε λίγο τη μόστρα του ταξιδιού, αν και δεν αναμενόταν να αποκομίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάτι ιδιαίτερο. Το πολύ-πολύ μια δήλωση του τύπου «η Ελλάδα είναι θαυμάσιος προορισμός για επενδύσεις». Καλή θα ήταν αναμφισβήτητα, αλλά τέτοιες έχουν γίνει και στο παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο και από πολλούς προέδρους, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Οι επενδυτές από την άλλη όχθη του Ατλαντικού δεν υπάκουσαν στα προεδρικά νεύματα και είναι αυταπάτη να πιστεύει κάποιος ότι αυτοί θα λύσουν το επενδυτικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Αλλωστε, η συνάντηση με τον Τραμπ, πέραν του όποιου συμβολισμού, δεν θα είχε κάτι χειροπιαστό να αποφέρει. Η συμφωνία για την επέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα(«συμφωνία για τις βάσεις», λεγόταν παλιότερα) είναι ήδη έτοιμη. Ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των ΗΠΑ και μένει να δούμε ποια ανταλλάγματα θα πάρει η Ελλάδα. Οι ρεαλιστικότερες προσδοκίες αφορούν στρατιωτικό υλικό. Διότι σε οτιδήποτε άλλο, που αφορά τα προβλήματα με την Τουρκία, πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Παρά το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει εκνευρίσει το αμερικανικό κατεστημένο, με όσα λέει και κάνει(σχέσεις με Ρωσία, πολιτική στη Συρία), θα ήταν υπερφίαλο να θεωρήσει η Αθήνα ότι ο Τραμπ θα εγκαταλείψει την Τουρκία άνευ ετέρου ή θα ταχθεί εμπράκτως στο πλευρό της Ελλάδας, αν συμβεί κάτι απευκταίο στο Αιγαίο.
Από την άλλη, η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν απλώς εντάσσεται στη σειρά των συναντήσεων, που είχαν όλοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί από το 2003 και μετά, με τον-μόνιμο από τότε- ηγέτη της γειτονικής χώρας. Παρά την ιδιαιτερότητα των τελευταίων χρόνων, λόγω του προσφυγικού προβλήματος που πλήττει ιδιαίτερα την Ελλάδα, τέτοιες συναντήσεις ελάχιστα έχουν αποφέρει. Η «προτροπή» του κ. Μητσοτάκη «να κάνει περισσότερα η Τουρκία» σ’ αυτό το θέμα είναι αμφίβολο αν θα αποφέρει κάτι. Δεν μάθαμε την απάντηση της άλλης πλευράς. Δεν γνωρίζουμε αν θέλει να κάνει κάτι περισσότερο, αλλά η αύξηση των ροών προς τα ελληνικά νησιά τους δύο τελευταίους μήνες δείχνει ότι δεν θέλει. Και εν πάση περιπτώσει χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως μοχλό στις διεκδικήσεις του από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Δεν μάθαμε, επίσης, αν ο κ. Μητσοτάκης είπε κάτι στον Ερντογάν για τις παράνομες (έτσι λένε Κύπρος και Ελλάδα) ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Η πληροφόρηση επ’ αυτού είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Γνωρίζουμε, πάντως, την πάγια τουρκική θέση ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της επί του ενεργειακού πλούτου στη ανατολική Μεσόγειο.
Οσο για την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο, δεν ανακοινώθηκε κάτι σαφές από την ελληνική πλευρά. Αν είπε κάτι ο κ. Μητσοτάκης και τι του απάντησε ο Ερντογάν. Γνωρίζουμε την πάγια τουρκική θέση ότι «δεν κάνει παραβιάσεις» του ελληνικού εναέριου χώρου. Ετσι, η συμφωνία να ενεργοποιηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών είναι μεν θετική, αλλά ουδείς πρέπει να αναμένει ότι αυτή θα αποτρέψει την τουρκική πλευρά από το να συνεχίσει αυτό που επί δεκαετίες κάνει στο Αιγαίο.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν είναι ασφαλώς χρήσιμη και μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνέχεια όσων έχουν προηγηθεί. Αλλωστε, δεν μπορεί να γίνει κάτι πολύ διαφορετικό. Τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών είναι παλιά και δυσεπίλυτα. Οι επαφές μεταξύ των ηγετών τους, έστω κι αν δεν οδηγούν σε λύσεις, είναι αναγκαίες. Ο Ερντογάν, παρά την διαφορετική εικόνα που υπάρχει, δεν είναι ο χειρότερος (για την Ελλάδα) ηγέτης που είχε η Τουρκία. Επί των ημερών του δεν είχαμε ούτε εισβολή στην Κύπρο ούτε επεισόδιο τύπου Ιμίων. Και, παρά τα περί του αντιθέτου συχνά εικαζόμενα, ο Ερντογάν έχει αλλού στραμμένη την προσοχή του και μάλλον δεν έχει προτεραιότητα να υλοποιήσει κάποια απειλή απέναντι στην Ελλάδα. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι μπορεί και να μην τον συμφέρει.
Συμπέρασμα: H επίσκεψη Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη δεν έφερε κάτι μη αναμενόμενο και είναι αμφίβολο αν θα αποδώσει κάτι χειροπιαστό. Με την έννοια αυτή ήταν «μια από τα ίδια».
Στην εξωτερική πολιτική τα πράγματα είναι λίγο-πολύ δεδομένα και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα περιθώρια για κινήσεις με άμεσο θετικό αποτέλεσμα.
Από αυτήν την άποψη, το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Νέα Υόρκη δεν είχε κανένα τέτοιο αποτέλεσμα και δεν θα μπορούσε να έχει, παρά τις επικοινωνιακές «ενέσεις» των ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
Η «περιπέτεια» της-μη-συνάντησης με τον Ντόναλντ Τραμπ, λόγω των εσωτερικών μπελάδων που αντιμετωπίζει ο Αμερικανός πρόεδρος, χάλασε λίγο τη μόστρα του ταξιδιού, αν και δεν αναμενόταν να αποκομίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάτι ιδιαίτερο. Το πολύ-πολύ μια δήλωση του τύπου «η Ελλάδα είναι θαυμάσιος προορισμός για επενδύσεις». Καλή θα ήταν αναμφισβήτητα, αλλά τέτοιες έχουν γίνει και στο παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο και από πολλούς προέδρους, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Οι επενδυτές από την άλλη όχθη του Ατλαντικού δεν υπάκουσαν στα προεδρικά νεύματα και είναι αυταπάτη να πιστεύει κάποιος ότι αυτοί θα λύσουν το επενδυτικό πρόβλημα της Ελλάδας.
Αλλωστε, η συνάντηση με τον Τραμπ, πέραν του όποιου συμβολισμού, δεν θα είχε κάτι χειροπιαστό να αποφέρει. Η συμφωνία για την επέκταση των αμερικανικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα(«συμφωνία για τις βάσεις», λεγόταν παλιότερα) είναι ήδη έτοιμη. Ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των ΗΠΑ και μένει να δούμε ποια ανταλλάγματα θα πάρει η Ελλάδα. Οι ρεαλιστικότερες προσδοκίες αφορούν στρατιωτικό υλικό. Διότι σε οτιδήποτε άλλο, που αφορά τα προβλήματα με την Τουρκία, πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι. Παρά το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν έχει εκνευρίσει το αμερικανικό κατεστημένο, με όσα λέει και κάνει(σχέσεις με Ρωσία, πολιτική στη Συρία), θα ήταν υπερφίαλο να θεωρήσει η Αθήνα ότι ο Τραμπ θα εγκαταλείψει την Τουρκία άνευ ετέρου ή θα ταχθεί εμπράκτως στο πλευρό της Ελλάδας, αν συμβεί κάτι απευκταίο στο Αιγαίο.
Από την άλλη, η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν απλώς εντάσσεται στη σειρά των συναντήσεων, που είχαν όλοι οι Ελληνες πρωθυπουργοί από το 2003 και μετά, με τον-μόνιμο από τότε- ηγέτη της γειτονικής χώρας. Παρά την ιδιαιτερότητα των τελευταίων χρόνων, λόγω του προσφυγικού προβλήματος που πλήττει ιδιαίτερα την Ελλάδα, τέτοιες συναντήσεις ελάχιστα έχουν αποφέρει. Η «προτροπή» του κ. Μητσοτάκη «να κάνει περισσότερα η Τουρκία» σ’ αυτό το θέμα είναι αμφίβολο αν θα αποφέρει κάτι. Δεν μάθαμε την απάντηση της άλλης πλευράς. Δεν γνωρίζουμε αν θέλει να κάνει κάτι περισσότερο, αλλά η αύξηση των ροών προς τα ελληνικά νησιά τους δύο τελευταίους μήνες δείχνει ότι δεν θέλει. Και εν πάση περιπτώσει χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως μοχλό στις διεκδικήσεις του από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Δεν μάθαμε, επίσης, αν ο κ. Μητσοτάκης είπε κάτι στον Ερντογάν για τις παράνομες (έτσι λένε Κύπρος και Ελλάδα) ενέργειες της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ. Η πληροφόρηση επ’ αυτού είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Γνωρίζουμε, πάντως, την πάγια τουρκική θέση ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις της επί του ενεργειακού πλούτου στη ανατολική Μεσόγειο.
Οσο για την τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο, δεν ανακοινώθηκε κάτι σαφές από την ελληνική πλευρά. Αν είπε κάτι ο κ. Μητσοτάκης και τι του απάντησε ο Ερντογάν. Γνωρίζουμε την πάγια τουρκική θέση ότι «δεν κάνει παραβιάσεις» του ελληνικού εναέριου χώρου. Ετσι, η συμφωνία να ενεργοποιηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών είναι μεν θετική, αλλά ουδείς πρέπει να αναμένει ότι αυτή θα αποτρέψει την τουρκική πλευρά από το να συνεχίσει αυτό που επί δεκαετίες κάνει στο Αιγαίο.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν είναι ασφαλώς χρήσιμη και μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνέχεια όσων έχουν προηγηθεί. Αλλωστε, δεν μπορεί να γίνει κάτι πολύ διαφορετικό. Τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών είναι παλιά και δυσεπίλυτα. Οι επαφές μεταξύ των ηγετών τους, έστω κι αν δεν οδηγούν σε λύσεις, είναι αναγκαίες. Ο Ερντογάν, παρά την διαφορετική εικόνα που υπάρχει, δεν είναι ο χειρότερος (για την Ελλάδα) ηγέτης που είχε η Τουρκία. Επί των ημερών του δεν είχαμε ούτε εισβολή στην Κύπρο ούτε επεισόδιο τύπου Ιμίων. Και, παρά τα περί του αντιθέτου συχνά εικαζόμενα, ο Ερντογάν έχει αλλού στραμμένη την προσοχή του και μάλλον δεν έχει προτεραιότητα να υλοποιήσει κάποια απειλή απέναντι στην Ελλάδα. Γνωρίζει, άλλωστε, ότι μπορεί και να μην τον συμφέρει.
Συμπέρασμα: H επίσκεψη Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη δεν έφερε κάτι μη αναμενόμενο και είναι αμφίβολο αν θα αποδώσει κάτι χειροπιαστό. Με την έννοια αυτή ήταν «μια από τα ίδια».