«Θέλω να βγάλω από το μυαλό μου όσα έζησα εκείνες τις ημέρες», είναι τα πρώτα λόγια του 21χρονου Δημήτρη Γκιάτη, του δόκιμου ναυτικού που απήχθη από πειρατές ανοιχτά του... Τογκό.
Ο νεαρός μιλά στη Real News μέσω των δικηγόρων του για τα όσα έζησε στα χέρια των απαγωγέων στη ζούγκλα της Αφρικής.
«Είμαι ταραγμένος, εξουθενωμένος και τρομαγμένος. Θέλω να βγάλω από το μυαλό μου όσα έγιναν εκείνες τις ημέρες και να ξεπεράσω τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσα. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Είμαι ακόμα αναστατωμένος», αναφέρει.
Σχεδόαν 40 ημέρες ο Δημήτρης Γκιάτης και τρεις ακόμα συνάδελφοί του ναυτικοί κρατούνταν από τους πειρατές στην ζούγκλα της Αφρικής.
Οι πειρατές τους είχαν μεταφέρει σε μια βαλτώδη περιοχή δίπλα σε ένα ποτάμι. Όλες τις ημέρες της ομηρίας τους ζούσαν πάνω σε δέντρα. Εκεί είχαν τοποθετήσει ξύλινες τάβλες για να μπορούν να κοιμούνται. Αυτό ήταν το αυτοσχέδιο κρεβάτι τους το οποίο τους προφύλασσε από τα άγρια ζώα.
Όπως εκμυστηρεύτηκε στους δικούς του ανθρώπους, οι πειρατές δεν τον είχαν δεμένο, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι όμηροι βρίσκονταν συνεχώς περικυκλωμένοι από οπλισμένους άνδρες.
Σε όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων, οι πειρατές δεν τους κακοποίησαν σωματικά.
«Κάθε βράδυ ξυπνάω από τους εφιάλτες», δηλώνει ο 21χρονος και συνεχίζει: «Το ένα λεπτό ισοδυναμούσε με δύο ώρες η μία ώρα με μία ημέρα. Οι πειρατές όλο αυτό το διάστημα μας άλλαξαν τουλάχιστον πέντε φορές τοποθεσία, προκειμένου να καλύψουν τα ίχνη».
Για να τους κρατήσουν στη ζωή, κάποιες ημέρες οι οπλισμένοι φρουροί τους έδιναν εμφιαλωμένο νερό, ενώ κάποιες άλλες αναγκάζονταν να πιουν νερό μέσα από πλαστικές σακούλες που προηγουμένως είχαν βυθιστεί στο ποτάμι.
Το φαγητό που έτρωγαν ήταν ελάχιστο. Κυρίως τους έδιναν σκέτο ρύζι και άλλες φορές τους τάιζαν με το ωμό κρέας των άγριων θηρίων της περιοχής.
Πλένονταν και έκαναν τις σωματικές τους ανάγκες μέσα στο ποτάμι. Ζούσαν εκτεθειμένοι σε κάθε είδους μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες μεταξύ αυτών και η μαλάρια, από την οποία κατέληξε στις 4 Δεκεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση τους, ο τέταρτος κατά σειρά ναυτικός με καταγωγή από τις Φιλιππίνες.
Στις 11 Δεκεμβρίου, περίπου στις 4 το μεσημέρι, είδε τους πειρατές να καταφθάνουν στην περιοχή με μια λέμβο. Τους επιβίβασαν σε αυτήν και τους ανακοίνωσαν ότι είναι ελεύθεροι.
Τους εγκατέλειψαν στη μέση του πουθενά. Αν και κατατρομαγμένοι, αισθάνθηκαν τη χαρά και την ανακούφιση της ελευθερίας.
«Θέλω να ευχαριστήσω τον Θεό, τους γονείς μου, το δικηγορικό γραφείο του Νίκου Κούστα και των παιδιών του, Βασίλη και Κατερίνας καθώς και όλους όσοι με υποστήριξαν πνευματικά όλες αυτές τις ημέρες που βρισκόμουν στα χέρια των απαγωγέων», λέει μέσω των δικηγόρων του ο Δ. Γκιάτης θέλοντας να κλείσει με αυτόν τον τρόπο την τελευταία σελίδα του βιβλίου της δοκιμασίας του...
Ο νεαρός μιλά στη Real News μέσω των δικηγόρων του για τα όσα έζησε στα χέρια των απαγωγέων στη ζούγκλα της Αφρικής.
«Είμαι ταραγμένος, εξουθενωμένος και τρομαγμένος. Θέλω να βγάλω από το μυαλό μου όσα έγιναν εκείνες τις ημέρες και να ξεπεράσω τις εφιαλτικές στιγμές που βίωσα. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Είμαι ακόμα αναστατωμένος», αναφέρει.
Σχεδόαν 40 ημέρες ο Δημήτρης Γκιάτης και τρεις ακόμα συνάδελφοί του ναυτικοί κρατούνταν από τους πειρατές στην ζούγκλα της Αφρικής.
Οι πειρατές τους είχαν μεταφέρει σε μια βαλτώδη περιοχή δίπλα σε ένα ποτάμι. Όλες τις ημέρες της ομηρίας τους ζούσαν πάνω σε δέντρα. Εκεί είχαν τοποθετήσει ξύλινες τάβλες για να μπορούν να κοιμούνται. Αυτό ήταν το αυτοσχέδιο κρεβάτι τους το οποίο τους προφύλασσε από τα άγρια ζώα.
Όπως εκμυστηρεύτηκε στους δικούς του ανθρώπους, οι πειρατές δεν τον είχαν δεμένο, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι όμηροι βρίσκονταν συνεχώς περικυκλωμένοι από οπλισμένους άνδρες.
Σε όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεων, οι πειρατές δεν τους κακοποίησαν σωματικά.
«Κάθε βράδυ ξυπνάω από τους εφιάλτες», δηλώνει ο 21χρονος και συνεχίζει: «Το ένα λεπτό ισοδυναμούσε με δύο ώρες η μία ώρα με μία ημέρα. Οι πειρατές όλο αυτό το διάστημα μας άλλαξαν τουλάχιστον πέντε φορές τοποθεσία, προκειμένου να καλύψουν τα ίχνη».
Για να τους κρατήσουν στη ζωή, κάποιες ημέρες οι οπλισμένοι φρουροί τους έδιναν εμφιαλωμένο νερό, ενώ κάποιες άλλες αναγκάζονταν να πιουν νερό μέσα από πλαστικές σακούλες που προηγουμένως είχαν βυθιστεί στο ποτάμι.
Το φαγητό που έτρωγαν ήταν ελάχιστο. Κυρίως τους έδιναν σκέτο ρύζι και άλλες φορές τους τάιζαν με το ωμό κρέας των άγριων θηρίων της περιοχής.
Πλένονταν και έκαναν τις σωματικές τους ανάγκες μέσα στο ποτάμι. Ζούσαν εκτεθειμένοι σε κάθε είδους μολυσματικές και θανατηφόρες ασθένειες μεταξύ αυτών και η μαλάρια, από την οποία κατέληξε στις 4 Δεκεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση τους, ο τέταρτος κατά σειρά ναυτικός με καταγωγή από τις Φιλιππίνες.
Στις 11 Δεκεμβρίου, περίπου στις 4 το μεσημέρι, είδε τους πειρατές να καταφθάνουν στην περιοχή με μια λέμβο. Τους επιβίβασαν σε αυτήν και τους ανακοίνωσαν ότι είναι ελεύθεροι.
Τους εγκατέλειψαν στη μέση του πουθενά. Αν και κατατρομαγμένοι, αισθάνθηκαν τη χαρά και την ανακούφιση της ελευθερίας.
«Θέλω να ευχαριστήσω τον Θεό, τους γονείς μου, το δικηγορικό γραφείο του Νίκου Κούστα και των παιδιών του, Βασίλη και Κατερίνας καθώς και όλους όσοι με υποστήριξαν πνευματικά όλες αυτές τις ημέρες που βρισκόμουν στα χέρια των απαγωγέων», λέει μέσω των δικηγόρων του ο Δ. Γκιάτης θέλοντας να κλείσει με αυτόν τον τρόπο την τελευταία σελίδα του βιβλίου της δοκιμασίας του...