15 Δεκ 2019

Η παγκοσμιοποίηση, η πανώλη των χοίρων και... το σουβλάκι

Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Παρά τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, στο 13% από τον περασμένο Μάιο, η τιμή στο σουβλάκι εξακολουθεί να αναρριχάται προς τα επίπεδα των 3 ευρώ, καθώς το 70% του ...
χοιρινού κρέατος που καταναλώνουμε είναι εισαγόμενο και οι διεθνείς τιμές ακολουθούν την προσφορά και τη ζήτηση.
Γουρουνάκι στον φούρνο με τραγανή πέτσα, χοιρινό με κάστανα και κυδώνια, χοιρινό κότσι σιγοψημένο, ρολό γεμιστό, απλώς μπριζόλες ή κλασική μωραΐτικη γρν’πούλα, χοιρινό γκουρμέ ή παραδοσιακό: όπως κι αν το προτιμήσετε στα χριστουγεννιάτικα τσιμπούσια, είναι σίγουρο πως θα το πληρώσετε ακριβότερο από πέρυσι.
Οσο πλησιάζουμε στις αργίες, οι τιμές του χοιρινού, της γαλοπούλας και των λοιπών κρεάτων θα γίνουν αγαπημένο θέμα των τηλεοπτικών ρεπορτάζ. Σε σύγκριση με την περυσινή εορταστική περίοδο, η τιμή του χοιρινού θα είναι αυξημένη κατά περίπου 20%, αλλά παρ’ όλα αυτά το χοιρινό θα παραμένει σχετικά φθηνό κρέας.

Ωστόσο, η αύξηση της τιμής στο «κρέας του φτωχού» αυτή τη φορά δεν είναι εορταστική, συναρτημένη απλά με τη μικρή ή μεγάλη κερδοσκοπία που τροφοδοτεί η αύξηση της ζήτησης. Εχει καταγραφεί ήδη από την περασμένη άνοιξη και έχει αποτυπωθεί στο δημοφιλέστερο ελληνικό έδεσμα: το σουβλάκι, του οποίου η τιμή, στις διάφορες εκδοχές του, κυμαίνεται από 2 έως και 3 ευρώ.

Εισαγόμενα

Για το θέμα, μάλιστα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε ανακοινώσει από τον περασμένο Μάιο αυτεπάγγελτη έρευνα για εναρμονισμένη πρακτική, έπειτα από δηλώσεις εκπροσώπων των ψητοπωλών για αναπόφευκτη αύξηση της τιμής στο σουβλάκι. Η έκβαση της έρευνας αγνοείται, ενώ παρά τη μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, στο 13% από τον περασμένο Μάιο, η τιμή στο σουβλάκι εξακολουθεί να αναρριχάται προς τα επίπεδα των 3 ευρώ…

Είτε αφορά το καθημερινό σουβλάκι είτε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, η τιμή του χοιρινού είναι μια υποδειγματική υπόθεση για την περίπλοκη λειτουργία της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής και των αγορών. Το χοιρινό, όπως και όλα τα κρέατα και τα περισσότερα βασικά είδη διατροφής, είναι ένα προϊόν που η τιμή του διαμορφώνεται χρηματιστηριακά.
Η απότομη αύξηση της τιμής του ξεκίνησε από τα τέλη του 2018, όταν κρούσματα της Αφρικανικής Πανώλης των Χοίρων (ASF), ασθένειας που εμφανίζεται στους αγριόχοιρους αλλά προσβάλλει και τα σταβλισμένα ή ελεύθερα ζώα εκτροφής –χωρίς φυσικά να μεταδίδεται στον άνθρωπο–, πέρασε από την Αφρική στην Ασία και έπληξε τη μεγαλύτερη παραγωγό και καταναλώτρια χοιρινού στον κόσμο: την Κίνα.

Εκατοντάδες εκατομμύρια ζώα πέθαναν από τη νόσο ή θανατώθηκαν για να σταματήσει η μετάδοσή της, η τιμή των ζώντων ζώων στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου (συναλλαγές με συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, όπως συμβαίνει με το πετρέλαιο και κάθε άλλο αγαθό, από τη σόγια και το στάρι μέχρι τον χρυσό και την πλατίνα) εκτοξεύθηκε πάνω από 70%, καταγράφοντας από τον περασμένο Απρίλιο υψηλό τετραετίας.
Αμέσως, οι ευρωπαϊκές χώρες, που αποτελούν τους μεγάλους παραγωγούς και εξαγωγείς χοιρινού (Ισπανία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Ιρλανδία και Βρετανία), ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου εξαγωγών για να καλύψουν τις τεράστιες κινεζικές ανάγκες.

Από τον Ιανουάριο οι ευρωπαϊκές εξαγωγές χοιρινού στην Κίνα έχουν αυξηθεί κατά 45%, παρότι η παραγωγή έχει μείνει σταθερή και το 2020 προβλέπεται να αυξηθεί οριακά, μόλις κατά 1,5%.
Το αποτύπωμα αυτής της εξέλιξης στην ίδια την Κίνα είναι εντυπωσιακό: οι τιμές του χοιρινού, που είναι το βασικό κρέας που καταναλώνουν οι Κινέζοι, μαζί με τα πουλερικά, έχουν υπερδιπλασιαστεί (+110%) σε σχέση με πέρυσι και ο πληθωρισμός έκλεισε τον Νοέμβριο με ρεκόρ οκταετίας (+4,5%), ακριβώς λόγω της εκτίναξης της τιμής του χοιρινού.
Πριν από λίγες μέρες η κινεζική κυβέρνηση «έριξε» στην αγορά 40.000 τόνους κατεψυγμένου χοιρινού από τα αποθέματα ασφαλείας για να καλύψει στοιχειωδώς τη ζήτηση.


Παρότι η Ελλάδα εισάγει το μεγαλύτερο μέρος του μοσχαρίσιου ή χοιρινού κρέατος που καταναλώνει, τα επίπεδα των τιμών είναι αρκετά κάτω από τον μέσο όρο και, παραδόξως, πολύ κάτω από τις τιμές στις χώρες που είναι οι μεγάλες παραγωγοί και εξαγωγείς κρέατος. Το «μυστικό» είναι η έμμεση πολιτική επιδότησης των εξαγωγών από τις χώρες-παραγωγούς, πολιτική που τυπικά θεωρείται «έγκλημα καθοσιώσεως» στην Ε.Ε., αλλά η Επιτροπή κάνει τα «στραβά μάτια»
Η εξέλιξη αυτή έγινε γρήγορα αισθητή στην ελληνική αγορά. Πρώτα, μέσω της τιμής στο σουβλάκι κι έπειτα και στις τιμές στα κρεοπωλεία και τα σούπερ μάρκετ. Και αυτό γιατί το 70% του χοιρινού κρέατος που καταναλώνουμε είναι εισαγόμενο – κι αυτό προφανώς προκαλεί εύλογη καχυποψία απέναντι στις καλοπροαίρετες διαβεβαιώσεις του κρεοπώλη της γειτονιάς για «ντόπια κρέατα».
Η χονδρική ευρωπαϊκή τιμή του χοιρινού σφάγιου ήταν τον περασμένο μήνα 184 ευρώ ανά 100 κιλά, αυξημένη 31% σε σχέση με πέρυσι, ενώ στην Ελλάδα ήταν 207 ευρώ (+20% από πέρυσι). Στα χοιρίδια η τιμή ήταν 52 ευρώ ανά ζώο (+55% από πέρυσι).

Παγκοσμιοποίηση...

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν διαπιστώθηκε ότι εκτός από τις τιμές του χοιρινού… παγκοσμιοποιήθηκαν και τα κρούσματα της Αφρικανικής Πανώλης των Χοίρων: έχουν καταγραφεί σε 50 χώρες, κυρίως της Ασίας, και αναπόφευκτα πέρασαν και στην Ευρώπη. Περιορισμένα, διασπαρμένα, αλλά πέρασαν.
Η είδηση ότι κρούσμα πανώλης εμφανίστηκε στην Πολωνία, λίγα χιλιόμετρα από τα γερμανικά σύνορα, προκάλεσε μια αναγκαστική μικρή… γενοκτονία αγριόχοιρων στη Γερμανία: μέχρι στιγμής 1 εκατ. ζώα παραδόθηκαν στο έλεος των κυνηγών και των κρατικών κλιμακίων εξόντωσης κατά μήκος των γερμανο-πολωνικών συνόρων, για λόγους παραγωγικής και διατροφικής ασφάλειας. Καμία έκπληξη. Είτε πρόκειται για αυτοματισμούς της αλυσίδας παραγωγής είτε για γουρουνάκια, καμιά ζωοφιλική ή άλλη ευαισθησία δεν επιτρέπεται να φρενάρει τη γερμανική εξαγωγική μηχανή.

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, με εξαίρεση τους κρεοπώλες, η ομοσπονδία των οποίων με έγγραφό της προς τους υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης, Ανάπτυξης και στον υφυπουργό Εμπορίου έχει εκφράσει έντονη ανησυχία για «αφύσικη και αναίτια αύξηση της τιμής του χοιρινού από την αρχή του χρόνου», παρότι δεν έχει εμφανιστεί κρούσμα πανώλης στη χώρα μας, οι υπόλοιποι παράγοντες της αγοράς είναι καθησυχαστικοί. Ιδιαίτερα οι κτηνοτρόφοι παραγωγοί εκτιμούν ότι τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση είναι επαρκή και διαβεβαιώνουν ότι οι τιμές δεν πρόκειται να φτάσουν σε απαγορευτικά επίπεδα.

Εν μέρει αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εισαγόμενου χοιρινού απορροφάται από τη βιομηχανία επεξεργασίας κρέατος, την εστίαση και, φυσικά, την αλλαντοβιομηχανία, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία βαθιάς αναδιάρθρωσης, με επίκεντρο την Creta Farms. Η ανησυχία των κρεοπωλών, πάντως, έχει έναν ρεαλισμό, από την άποψη ότι είναι οι πρώτοι που αντιλαμβάνονται την αντίδραση των καταναλωτών στην αύξηση της τιμής του χοιρινού σε επίπεδα άνω των 5 ευρώ στα κρεοπωλεία.

Το ανελέητο κυνήγι του αγριόχοιρου

Η μέχρι στιγμής αντίδραση των αρμόδιων υπουργείων στην «πολιορκία» από τη ζωονόσο και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της στις τιμές του χοιρινού, επικοινωνιακά είναι θορυβώδης, αλλά πρακτικά δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική.
Είναι αλήθεια ότι το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, με τροπολογία που ψηφίστηκε στις αρχές Αυγούστου, προσέλαβε 46 κτηνιάτρους για την εντατικοποίηση των ελέγχων, αλλά η ρύθμιση επικρίθηκε ότι στο όνομα της «έκτακτης ανάγκης» έδωσε στον υπουργό μια «πάγια δυνατότητα» κατά παρέκκλιση προσλήψεων.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/60 για την καταπολέμηση της Αφρικανικής Πανώλης των Χοίρων (ASF), επικυρωμένη από το 2005 στη χώρα μας, επιβάλλει ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο ενεργειών που περιλαμβάνουν επιδημιολογικές έρευνες, ζώνες προστασίας και επιτήρησης, μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου μετάδοσης στους πληθυσμούς των αγριόχοιρων.
Με βάση την Οδηγία, διαδοχικές υπουργικές αποφάσεις του 2018 και του 2019 έδωσαν τη δυνατότητα ελεγχόμενης απελευθέρωσης του κυνηγιού για τη μείωση του πληθυσμού των αγριόχοιρων, αλλά με παράλληλα αυξημένα μέτρα βιοασφάλειας από τους κυνηγούς.
Στις 25 Νοεμβρίου, δημοσιεύτηκε η εκτελεστική απόφαση 2019/1952 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που όρισε ότι «νέες περιοχές υψηλού κινδύνου με επαρκή έκταση θα πρέπει να οριοθετηθούν στην Πολωνία και την Ελλάδα», έπειτα από τα κρούσματα ASF στη Βουλγαρία, σε απόσταση μόλις 1.200 μέτρων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Είχε προηγηθεί Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργείων Περιβάλλοντος, Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Εσωτερικών που απελευθερώνει το κυνήγι για έναν χρόνο σε μια ζώνη βάθους 8 χιλιομέτρων από τα σύνορα σε Ξάνθη, Δράμα, Σέρρες, Ροδόπη και Εβρο. Με την απόφαση, μάλιστα, επιδοτείται με 100 ευρώ η θανάτωση ή ο εντοπισμός νεκρού αγριόχοιρου.
Το μέτρο, αν και αναπόφευκτο, έχει εξελιχθεί σε χαρά του κυνηγού-εξολοθρευτή και προκάλεσε την εύλογη αντίδραση περιβαλλοντικών ενώσεων, που φοβούνται ότι με την απουσία ελέγχων μπορεί να εξελιχθεί σε «γενοκτονία» πολλών θηραμάτων σε καταφύγια άγριας ζωής.

Το χρηματιστήριο της αφθονίας που ελέγχει την πείνα μας

Η διεθνής τιμή του χοιρινού, όπως και των περισσότερων αγαθών και πρώτων υλών, καθορίζεται στα χρηματιστήρια των εμπορευμάτων, με σημαντικότερο το Chicago Mercantile Exchange (CME) στο Σικάγο.
Αντικείμενα συναλλαγής σ’ αυτό το παγκόσμιο χρηματιστήριο είναι είτε η απευθείας αγορά μεγάλων ποσοτήτων ενός αγαθού είτε τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης –παράγωγα προϊόντα πάνω σε μια συμφωνία αγοράς ή πώλησης σε συγκεκριμένη ημερομηνία και τιμή– είτε άλλα παράγωγα χρηματιστηριακά προϊόντα που παρακολουθούν συγκεκριμένους δείκτες που επηρεάζουν την τιμή ενός εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του καιρού!

Σημαντικά χρηματιστήρια εμπορευμάτων είναι επίσης το ιαπωνικό, το κινεζικό, το ινδικό και το Euronext, στο οποίο συμμετέχουν πέντε χώρες της Ε.Ε. Το CME έγινε παγκόσμια χρηματιστηριακή υπερδύναμη το 2007, έπειτα από τη συγχώνευσή του με το χρηματιστήριο παραγώγων, το Chicago Board of Trade. Πέρυσι, η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς μπλόκαρε την πρόταση εξαγοράς του CME από μια κινεζική εταιρεία επενδύσεων, την Chongqing Casin Enterprise Group, για λόγους μάλλον προφανείς.
Αν και δεν υπήρξε καμιά επίσημη σύνδεση της εταιρείας με την κινεζική κυβέρνηση, είναι δεδομένη η στρατηγική ανάγκη της Κίνας να ελέγξει όσο το δυνατόν περισσότερο τις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς τροφίμων, πρωτίστως για τις ανάγκες του τεράστιου πληθυσμού της.
Πέρα από την προσπάθεια να επηρεάσει τις διεθνείς τιμές, συστηματικά εδώ και δύο δεκαετίες διαγκωνίζεται με τις δυτικές πολυεθνικές τροφίμων για να επιδράσει και στην ίδια την παγκόσμια παραγωγή, ασκώντας έναν επιδέξιο αγρο-ιμπεριαλισμό: τεράστιες εκτάσεις σε διάφορες εύφορες περιοχές της Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής αγοράζονται ή «νοικιάζονται» από την Κίνα –όπως φυσικά και από τις δυτικές πολυεθνικές– για την παραγωγή βασικών τροφίμων.
Το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου είναι η συμπύκνωση της απελευθέρωσης του παγκόσμιου εμπορίου και των επιπτώσεων της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας πάνω στο ζωτικότερο ανθρώπινο ένστικτο: την πείνα. Ο ρόλος της κερδοσκοπίας αυτής έγινε φανερός στις δύο πιο πρόσφατες παγκόσμιες διατροφικές κρίσεις, αυτήν του 2007-2008 και του 2010-2011.
Διόλου τυχαία, ανάμεσα στις δύο αυτές κρίσεις –που στέρησαν από στοιχειώδη αγαθά, όπως το ρύζι, το στάρι, το αλεύρι, καταδίκασαν στην πείνα εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων στην Αφρική και την Ασία και προκάλεσαν διατροφικούς πανικούς και εξεγέρσεις–, ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, με τις γνωστές οδυνηρές επιπτώσεις στη χώρα μας. Στα συγκοινωνούντα δοχεία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αφθονία και στέρηση, κορεσμός και πείνα συνυπάρχουν επικίνδυνα.

Ιωάννης Μπούρας



Ιωάννης Μπούρας, πρόεδρος της Νέας Ομοσπονδίας Χοιροτροφικών Συλλόγων Ελλάδας
Ορθά τα μέτρα, ελεγχόμενη η αύξηση της τιμής
Δεν υπάρχει λόγος πανικού και δημιουργίας κλίματος για μεγάλη αύξηση τιμής στο χοιρινό. Οπως οι περισσότερες αγορές, έτσι και η αγορά κρέατος και ειδικά του χοιρινού κινείται σε έναν πενταετή κύκλο. Σε αδρές γραμμές, ας πούμε ότι έχουμε 2 χρονιές εξαιρετικές, 2 μέτριες, 1 κακή.
Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ξεφύγει από τη μέγιστη τιμή που είχαμε το 2014 ή το 2017. Σας θυμίζω ότι το 2009, η κρίση των δημητριακών είχε παρασύρει και τις τιμές του κρέατος. Φυσικά, αυτή τη φορά η κρίση έχει μεγαλύτερη έμφαση, αλλά η αύξηση στις τιμές είναι ελεγχόμενη.
Τα μέτρα απελευθέρωσης του κυνηγιού κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, που ανακοίνωσε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, είναι σωστά, αλλά είναι περιορισμένα. Κατά τη γνώμη μας θα έπρεπε να επεκταθούν σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και νοτιότερα, προς τη Θεσσαλία, όσο διαρκεί η επιδημία. Φυσικά, μια μακροπρόθεσμη θωράκιση της ελληνικής αγοράς θα ήταν η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, ώστε να καλύπτει το 40%-50% των αναγκών. Αυτό θα απαιτούσε μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας.
Μια υγιής μονάδα του κλάδου στην Ευρώπη χρειάζεται πλέον τουλάχιστον 1.000 χοιρομητέρες, όταν οι ελληνικές μονάδες έχουν κατά μέσο όρο 400 χοιρομητέρες. Θα ήταν ευπρόσδεκτα μέτρα που θα βοηθούσαν τους Ελληνες παραγωγούς να αυξήσουν τη δυναμικότητα των μονάδων τους και αυτό αφορά τις υπάρχουσες αλλά και νέες που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν.
Ωστόσο, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής χρειάζεται ένα μέτρο, γιατί η ζήτηση έχει και έντονη εποχικότητα. Εκτιμούμε ότι τουλάχιστον ένα 30% της ετήσιας ζήτησης χοιρινού καλύπτεται από τον τουρισμό, με επίκεντρο το σουβλάκι.

Παγκόσμια η επιδημία χωρίς εμβόλιο ή θεραπεία

Η Αφρικανική Πανώλη των Χοίρων είναι ιογενές αιμορραγικό νόσημα που μεταδίδεται ταχύτατα σε αγριόχοιρους και χοίρους εκτροφής με διάφορους τρόπους: άμεση επαφή με μολυσμένο ζωντανό ή νεκρό ζώο, μέσω του αίματος ή από την επαφή με μολυσμένα υλικά, τροφές και απορρίμματα.
Δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει εμβόλιο και θεραπεία για τη νόσο και ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης είναι τα μέτρα βιοασφάλειας και υγιεινής. Οταν διαπιστωθεί κρούσμα σε χοιροτροφική μονάδα, επιβάλλεται η θανάτωση όλων των ζώων και η μονάδα μπαίνει σε «καραντίνα» για διάστημα μηνών έως και ετών, πριν επιτραπεί η ανασύστασή της.

Η παγκόσμια επιδημία σέρνεται εδώ και μια δεκαετία, αλλά από το 2018 εξαπλώνεται εκθετικά έχοντας προσβάλει 50 χώρες και προκαλώντας τον θάνατο εκατοντάδων εκατομμυρίων ζώων. Η Κίνα μέσα σε έναν χρόνο έχασε –ή αναγκάστηκε να θανατώσει– το 40% των χοίρων της. Και η ειρωνεία είναι ότι φέτος είναι η... χρονιά του γουρουνιού.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων προβλέπει ότι μετά την κορύφωση της επιδημίας 1 στους 4 χοίρους του πλανήτη θα έχει πεθάνει από τη νόσο. Στην Ευρώπη, η Αφρικανική Πανώλη των Χοίρων έχει μέχρι στιγμής εκδηλωθεί στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, τις χώρες της Βαλτικής, την Ουκρανία, τη Μολδαβία, τη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, τη Σλοβακία και το Βέλγιο.
Η πιο πρόσφατη μάλιστα προειδοποίηση του FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας) αναφέρεται στον κίνδυνο εξάπλωσης της ασθένειας στα Βαλκάνια. Τα κρούσματα που έχουν εκδηλωθεί στη γειτονική Βουλγαρία, έχουν οδηγήσει στην υποχρεωτική θανάτωση εκατοντάδων χιλιάδων χοίρων, σε ζημίες τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ και σε απώλεια περίπου 25.000 θέσεων εργασίας.

Γιώργος Κατερίνης



Γιώργος Κατερίνης, αρχισυντάκτης του ειδικού περιοδικού Meat News
Η αγορά εύλογα ανησυχεί
Μέχρι σήμερα και για περισσότερο από μια δεκαετία η τιμή πώλησης του κρέατος στη χώρα μας έχει διατηρηθεί σταθερά χαμηλή σε σχέση με τις τιμές που πωλείται το κρέας στην Ευρώπη. Τώρα όμως, που το διεθνές «χρηματιστήριο τιμών» του χοιρινού, λόγω της Αφρικανικής Πανώλης των Χοίρων, έχει εκτοξευθεί, η αγορά κρέατος της χώρας μας αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευάλωτη. Κι αυτό γιατί είναι απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές, οι οποίες καλύπτουν άνω του 60% της εγχώριας κατανάλωσης χοιρινού.
Ετσι, το εβδομαδιαίο «τσίμπημα» στις τιμές των ευρωπαϊκών σφαγείων αναπόφευκτα περνά στην κατανάλωση. Μάλιστα η αύξηση τιμής στο εισαγόμενο χοιρινό έδωσε την ευκαιρία να εκτονωθεί μερικώς και η πολύχρονη συμπίεση τιμών που υφίστανται οι Ελληνες παραγωγοί, συμπαρασύροντας και την τιμή στο εγχώριο χοιρινό.
Οι συνεχείς αυξήσεις τιμών χονδρικής στο χοιρινό κρέας από την αρχή του 2019 έχουν ήδη οδηγήσει στην αύξηση τιμής του πιο δημοφιλούς «πρόχειρου» φαγητού στη χώρα μας (παρά τη μείωση ΦΠΑ στην εστίαση). Η τιμή στο σουβλάκι αγγίζει εδώ και μερικούς μήνες τα 3 ευρώ. Τώρα φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να περάσει αυτή η αύξηση και στη λιανική πώληση, αφού τα κρεοπωλεία δεν μπορούν να απορροφήσουν πλέον τις συνεχείς αυξήσεις που πληρώνουν σε χονδρέμπορους και παραγωγούς.
Οι παράγοντες της αγοράς εύλογα ανησυχούν, διότι αντιλαμβάνονται ότι μια –έστω και μικρή– αύξηση τιμής σε ένα βασικό διατροφικό είδος μπορεί να έχει δυσάρεστες κοινωνικές συνέπειες. Η πολιτεία μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά μέτρα, όπως π.χ. ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ή μείωση παραγόντων που διαμορφώνουν την τελική τιμή.