Απορριφθηκε συνολικά από το Πρωτοδικείο η αγωγή του Άδωνη Γεωργιάδη με την οποία διεκδικούσε χρηματική αποζημίωση 300.000 ευρώ για το ρεπορτάζ που σύμφωνα με την δικαστική κρίση υπήρξε υποδειγματικό κι ..
αναφερόταν σε αδήλωτη εταιρεία που διατηρούσε επί μια δεκαετία κι ενώ η συμμετοχή πολιτικών προσώπων σε εξεχώριες απαγορεύεται από το 2010. Μάλιστα στο σκεπτικό του το δικαστήριο εμμέσως μέμφεται τον υπουργό Ανάπτυξης για τις ασαφείς εξηγήσεις που έδωσε στον δημοσιογράφο, Βασίλη Ανδριανόπουλο, που τον είχε καλέσει δύο φορές για να καταγράψει την θέση του.
αναφερόταν σε αδήλωτη εταιρεία που διατηρούσε επί μια δεκαετία κι ενώ η συμμετοχή πολιτικών προσώπων σε εξεχώριες απαγορεύεται από το 2010. Μάλιστα στο σκεπτικό του το δικαστήριο εμμέσως μέμφεται τον υπουργό Ανάπτυξης για τις ασαφείς εξηγήσεις που έδωσε στον δημοσιογράφο, Βασίλη Ανδριανόπουλο, που τον είχε καλέσει δύο φορές για να καταγράψει την θέση του.
Αναφέρεται ενδεικτικά στο δια ταύτα της δικαστικής απόφασης που απέρριψε την αγωγή του κου Γεωργιάδη:
«…ο δημοσιογράφος που συνέταξε και δημοσίευσε το επίδικο άρθρο, κατέβαλε κάθε αντικειμενικά αξιούμενη επιμέλεια για την εξακρίβωση της ακρίβειας της είδησης, όπως η δικαιοσύνη ή οι αστυνομικές αρχές, με στόχο την ελαχιστοποίηση του κινδύνου δημοσίευσης ανακριβούς πληροφορίας, καθώς ήρθε επανειλημμένα σε επαφή με τον ενάγοντα προκειμένου να λάβει πληροφορίες για την υπό κρίση εταιρία, αλλά και διενήργησε έρευνα για τις δραστηριότητες αυτής…».
Κι ακόμα ότι:
« …Το υπό κρίση δημοσίευμα έλαβε χώρα χωρίς σκοπό προσβολής της προσωπικότητας ή εξύβρισης του ενάγοντος και δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς οι εναγόμενοι απέβλεπαν αποκλειστικά στην ενημέρωση του κοινού της εφημερίδας σε σχέση με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ενάγοντος ως προσώπου που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, καθώς πρόκειται για πρόσωπο της δημόσιας ζωής και ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος…».
Σε κάποιο σημείο μάλιστα το δικαστήριο… τρολάρει τον Υπουργό Ανάπτυξης γιατί ενώ ο ίδιος ο Άδωνης Γεωργιάδης επικαλείται ότι από το 2004 και μετά , οι εταιρείες που ιδρύονται στην Κύπρο δεν είναι εξωχώριες , και άρα δεν είχε παρανομήσει, όταν το 2015 είχε υπάρξει σχετική καταγγελία για το μέλος της τότε Κυβέρνησης, Παύλο Χαικάλη, ο σημερινός αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης δεν εστερνιζόταν την ίδια άποψη και είχε συνυπογράψει μαζί με άλλους βουλευτές της κόμματος ερώτηση ζητώντας του εξηγήσεις.
Ενδεικτικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι τόσο η εταιρεία του κου Αδώνιδος όσο και του κ. Χαικάλη, τον οποίο εγκαλούσε, ήταν και οι δύο LTD.
Σημαντικό τέλος είναι και το σημείο εκείνο του σκεπτικού που εμμέσως πλην σαφώς αποδομεί την απαλλακτική για τον Άδωνη Γεωργιάδη κρίση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης σχετικά με την μη δήλωση της εν λόγω εταιρείας στο πόθεν έσχες του.
«Η κρίση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ότι η παράλειψη αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως επουσιώδης, δεν αναιρεί τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης», τονίζεται .
Τα σημαντικά σημεία της απόφασης
Ακολουθούν σημαντικά σημεία της δικαστικής απόφασης :
* ο ισχυρισμός των εναγομένων δια του υπό κρίση δημοσιεύματος ότι ο ενάγων διατηρούσε επί δεκαετία εταιρία, την οποία δεν δήλωνε στο πόθεν έσχες του, όπως οφείλει δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3213/2003, είναι αληθής, ανεξάρτητα από την επιγενόμενη κρίση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ότι η παράλειψη αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως επουσιώδης, η οποία δεν αναιρεί τα πραγματικά στοιχεία της υπόθεσης. Επιπλέον, προς διακρίβωση της παραπάνω πληροφορίας, ο τρίτος εναγόμενος-δημοσιογράφος προέβη σε όλες αντικειμενικά δυνατές από αυτόν ενέργειες. Συγκεκριμένα, όπως και στο ίδιο το δημοσίευμα αναφέρεται και ο ενάγων δεν αμφισβητεί ειδικά, επικοινώνησε δύο φορές με τον τελευταίο, ο οποίος όμως δεν του έδωσε ακριβείς πληροφορίες, ήτοι τον διαβεβαίωσε ότι η εταιρεία ιδρύθηκε το 2004 και «έκλεισε» το 2006, ενώ επιπλέον ήρθε σε επαφή και με το γραφείο του Εφόρου Εταιριών και Επισήμου Παραλήπτη στην Κύπρο, από το οποίο επιβεβαίωσε ότι η διαγραφή της εταιρείας έλαβε χώρα στις 11 Ιανουαρίου 2016. Εξάλλου, δεν εμφαίνεται λογικό ο ενάγων να αγνοούσε την ύπαρξη της επίδικης εταιρίας, δεδομένου ότι, όπως και στα πρακτικά της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης αναλυτικά αναφέρεται, το Τμήμα Εφόρου Εταιριών της Κύπρου, πριν την οριστική διαγραφή της εταιρίας, απέστειλε δύο εγγραφές ειδοποιήσεις προς τη διοίκηση της εταιρίας, και επομένως και προς τον ενάγοντα, διευθυντή αυτής από την έναρξη έως και τη λύση της…
*Ρητά ορίζεται ότι η εταιρεία δύναται να επιδιώξει την έγγραφή ή την αναγνώριση της σε οποιοδήποτε κράτος ή μέρος και να εγκαθιδρύσει τοπικούς αντιπροσώπους ή γραφεία σε αυτό για τη διεξαγωγή των εργασιών της. Επομένως, η εταιρία, με ρητή πρόβλεψη του καταστατικού της εγγράφου, μπορούσε να δραστηριοποιηθεί και σε έτερα κράτη, πέραν του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω, ως προς το νομικό καθεστώς των εταιριών της Κύπρου, λεκτέα είναι τα εξής: Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1-5-2004 και το σύνολο των εταιριών σε αυτήν, περιλαμβανομένων των πρώην υπεράκτιων εταιριών και αργότερα εταιριών διεθνών δραστηριοτήτων, έκτοτε δεν χαρακτηρίζονται ως εξωχώριες εταιρείες, αλλά «κανονικές» εταιρίες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης… Ωστόσο, οι ως άνω εταιρίες, υπόκεινται σε φορολογία 10% επί των κερδών τους ετησίως (έναντι του προηγούμενου 4,25%), ποσοστό που εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη, υστερεί δε ουσιαστικά κατά 15 μονάδες του μέσου ελληνικού φορολογικού συντελεστή επιχειρήσεων, ενώ τα ανωτέρω κέρδη προκύπτουν από ένα απλούστατο φορολογικό σύστημα, ειδικά για τις εταιρίες μικρού κύκλου εργασιών. Στα πλαίσια εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, δεν υφίσταται πλέον διαφοροποίηση με τις εταιρίες αμιγώς κυπριακών συμφερόντων, υπάρχει όμως κατοχυρωμένη θετική εξαίρεση που προβλέπει ότι το σύνολο των μερισμάτων (dividients) που καταβάλλονται σε μετόχους εταιριών διεθνών δραστηριοτήτων, οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, απαλλάσσονται πλήρως οιασδήποτε φορολογίας επί των εν λόγω μερισμάτων.
*Η Κυπριακή και Ελληνική Δημοκρατία έχουν υπογράψει και επικυρώσει διμερή συνθήκη από την 30-3-1992 για την αποφυγή καταβολής διπλής φορολογίας μεταξύ τους. Με τις ολοένα αυξανόμενες διευρωπαϊκές συμφωνίες, οι κυπριακές αρχές οφείλουν να απαντούν σε ερωτήματα-σημειώματα άλλων χωρών… Ομοίως, οξύνεται και η δυνατότητα εκτέλεσης αποφάσεων ευρωπαϊκών δικαστηρίων εις βάρος περιουσιακών στοιχείων κυπριακών εταιριών (περιλαμβανομένων των μετοχών τους)… Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω εκτιθέμενων, μια εταιρία η οποία ιδρύεται στην Κύπρο, μετά το 2004, εξ οριμού δεν συνιστά offshore ή υπεράκτια ή εξωχώρια εταιρία, αλλά εταιρία κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι η Κύπρος δεν αποτελεί πλέον φορολογικό παράδεισο. Φορολογικός δε παράδεισος σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), θεωρείται το κράτος που, σωρευτικά, επιβάλλει χαμηλό ονομαστικό ή κανένα φόρο εισοδήματος, φορολογεί ευνοϊκά ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος (μηδενικός ή πολύ χαμηλός συντελεστής), προσφέρει σε κατοίκους τρίτης χώρας τη δυνατότητα να αποφύγουν την επιβολή φόρου στη χώρα φορολογικής κατοικίας τους, δ διευκολύνει την παροχή και την επιβολή φόρου στη χώρα φορολογικής κατοικίας τους, δε διευκολύνει την παροχή και ανταλλαγή πληροφοριών και δε θέτει ως προϋπόθεση την άσκηση ουσιαστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιριών που βρίσκονται εγκατεστημένες στο έδαφός του.
*Ωστόσο, ως προς το γεγονός αυτό, ήτοι ότι οι κυπριακές εταιρίες δεν δύνανται πλέον εξ ορισμού να θεωρηθούν εξωχώριες εταιρίες, εξακολουθεί να υπάρχει μια ευρύτατα διαδεδομένη σύγχυση στο κοινό, λόγω του προεκτιθέμενου ιδιαίτερα ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος που διέπει τις εταιρίες που διατηρούν την έδρα τους στην Κύπρο, γεγονός που συνιστά άλλωστε αναντίρρητα κίνητρο για την ίδρυση εταιρίας στην παραπάνω χώρα, αλλά και λόγω της –ενδεχομένως ασαφούς- διατύπωσης του ελληνικού νόμου, καθώς και των –αντίθετων με τα παραπάνω- δημοσίων τοποθετήσεων έγκριτων νομικών και πολιτικών προσώπων. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, «υπεράκτια» εταιρία που μετονομάστηκε σε «εξωχώρια» νοείται η εταιρία που έχει την έδρα της σε αλλοδαπή χώρα και με βάση τη νομοθεσία της χώρας αυτής (αλλοδαπής) δραστηριοποιείται αποκλειστικά σε άλλες χώρες και απολαμβάνει ιδιαίτερα ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης… Επομένως, εν προκειμένω, δεν οριοθετείται με σαφήνεια ο περιορισμός της συγκεκριμένης κατηγορίας εταιριών, εφόσον η χώρα ίδρυσής τους συνιστά φορολογικό παράδεισο κατά τα αμέσως αναφερόμενα κριτήρια, αλλά αρκούν τα στοιχεία της αλλοδαπότητας της έδρας της εταιρίας, της δραστηριοποίησης της σε άλλες χώρες πλήν αυτής του τόπου της έδρας της και της ευνοϊκής φορολογικής της μεταχείρισης.
*Εξάλλου έγκριτοι νομικοί, όπως η Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και συγγραφέας, με έργο πλούσιο σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και σχόλια, σε άρθρο της υπό τον τίτλο «Εξωχώριες (Offshore εταιρίες και φορολογικοί παράδεισοι»… υποστηρίζει, το έτος 2009 και επομένως ήδη μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η Κύπρος αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα φορολογικού παράδεισου και ότι οι offshore που λειτουργούν στο νησί ξεπερνούν τις 40.000 και αφήνουν κάθε χρόνο σημαντικά κέρδη στην Κυπριακή Δημοκρατία… Επιπλέον, στις 25-8-2015, 18 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, υπέβαλαν επίκαιρη ερώτηση προς τον τότε Πρωθυπουργό και τους αρμόδιους Υπουργούς, ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με τη συμμετοχή του Βουλευτή και μέλους της Κυβέρνησης κ. Χαϊκάλη σε κυπριακή εταιρία, αναφέροντας μεταξύ άλλων, ότι πρόκειται για «offshore» εταιρία και επομένως υιοθετώντας την άποψη ότι δύναται να ιδρυθεί στην Κύπρο εξωχώρια εταιρία, άποψη την οποία απορρίπτει εν προκειμένω ο ενάγων βασιζόμενος στην απαλλακτική υπέρ αυτού έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Επισημαίνεται ότι την αμέσως παραπάνω επιστολή υπέγραψαν και νομικοί, όπως ο Θ. Φορτσάκης, καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, και ο Ν. Παναγιωτόπουλος, δικηγόρος και Τομεάρχης Δικαιοσύνης της Ν.Δ.. Βάσει όλων των ανωτέρω, φαίνεται εύλογο οι εναγόμενοι να υιοθετούν την άποψη ότι δύναται να ιδρυθεί και στην Κύπρο εξωχώρια εταιρία. ..
*Εξάλλου, ο ιδιαίτερος νομικός τύπος της εταιρίας, ήτοι εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)- L.t.d. στο κυπριακό δίκαιο, δεν συνιστά ουσιώδες εννοιολογικό στοιχείο της εξωχώριας εταιρίας, η οποία μπορεί να λάβει οιαδήποτε μορφή, ενώ στο επίδικο άρθρο αναφερόταν τόσο ο τύπος της εταίριας0 ο οποίος όμως όπως προεκτέθηκε είναι αδιάφορος-, όσο και η ίδρυσή της στην Κύπρο, επομένως μπορούσε να αξιολογηθεί και από τον αναγνώστη εάν επρόκειτο για Offshore, με βάσει τα προαναφερόμενα κριτήρια.
*Επιπλέον, ο δημοσιογράφος που συνέταξε και δημοσίευσε το επίδικο άρθρο, κατέβαλε κάθε αντικειμενικά αξιούμενη επιμέλεια για την εξακρίβωση της ακρίβειας της είδησης, όπως η δικαιοσύνη ή οι αστυνομικές αρχές, με στόχο την ελαχιστοποίηση του κινδύνου δημοσίευσης ανακριβούς πληροφορίας, καθώς, όπως προεκτέθηκε, ήρθε επανειλημμένα σε επαφή με τον ενάγοντα προκειμένου να λάβει πληροφορίες για την υπό κρίση εταιρία, αλλά και διενήργησε έρευνα για τις δραστηριότητες αυτής, χωρίς ωστόσο να κατορθώσει να επιβεβαιώσει καμία πραγματική εμπορική δραστηριότητα της, γεγονός το οποίο άλλωστε συνομολογεί και ο ενάγων, συμπληρώνοντας και διευκρινίζοντας σαφώς ότι η εταιρία παρέμεινε ανενεργής ήδη από τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας της λόγω διαφωνιών που είχε με τον συνεταίρο του, για αυτό άλλωστε και λύθηκε κατόπιν σχετικού νόμου και πρωτοβουλίας του Κυπριακού Δημοσίου. Ακόμη, ο τρίτος εναγόμενος, συνέπεια της προρρηθείσας αδυναμίας του να διακριβώσει τη δραστηριότητα της εταιρίας, διατυπώνει στο άρθρο το ερώτημα ένα έχει ελεγχθεί η δραστηριότητά της, έλεγχο τον οποίο προτάσσει ως αναγκαίο, δεδομένης της σοβαρότητας της ενδεχόμενης παραβίασης του νόμου από πολιτικό πρόσωπο που διαχειρίζεται δημόσιες υποθέσεις. Υπό τα ανωτέρω αναφερόμενα, δεν μπορεί να αποδοθεί οποιασδήποτε μορφής υπαιτιότητα στους εναγομένους –οι οποίοι πίστευαν στην ακρίβεια της είδησης που δημοσίευαν και η οποία ήταν πράγματι εν μέρει αληθής-, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση εκ μέρους αυτών των συναλλακτικών υποχρεώσεων του τύπου, που επιβάλλουν να προηγείται του δημοσιεύματος ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων, προκειμένου το περιεχόμενό του να συμπίπτει με την πραγματικότητα…
*Τέλος, το υπό κρίση δημοσίευμα έλαβε χώρα χωρίς σκοπό προσβολής της προσωπικότητας ή εξύβρισης του ενάγοντος και δεν υπερέβη το αναγκαίο μέτρο στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών, καθώς οι εναγόμενοι απέβλεπαν αποκλειστικά στην ενημέρωση του κοινού της εφημερίδας σε σχέση με τις πράξεις και τη συμπεριφορά του ενάγοντος ως προσώπου που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, καθώς πρόκειται για πρόσωπο της δημόσιας ζωής και ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος… Δεν υπάρχει δηλαδή στην περίπτωση αυτή ειδικός σκοπός δυσφήμησης ή εξύβρισης του ενάγοντος, ήτοι πρόθεση που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης αυτού, με αποτέλεσμα να αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησης, όπως και της απλής εξύβρισης, καθόσον είναι επιτρεπτά για τα δημόσια πρόσωπα δημοσιεύματα προς ενημέρωση του κοινού, ακόμη και αν περιέχουν οξεία κριτική και δυσμενείς σε βάρος τους χαρακτηρισμούς. Ενόψει αυτών, η καταλυτική των αγωγικών αξιώσεων ένσταση (άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ) που προέβαλαν οι εναγόμενοι, ότι δεν αποσκοπούσαν στη μείωση του ενάγοντος, αλλά ότι το δημοσίευμα έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ειδικότερα για την ενημέρωση του κοινού, γίνεται δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, ενώ αντίθετα η προβληθείσα από τον ενάγοντα αντένσταση για την ύπαρξη ειδικού σκοπού εξύβρισης κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία της, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων γιατί η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.