Όπως σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt εν όψει και της έκτακτης τηλεδιάσκεψης των ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών αύριο Παρασκευή: «EE και ΗΠΑ υποστηρίζουν τις θέσεις της Ελλάδας. Γι΄ αυτό και θεωρούν ότι η υπογραφείσα το 2019 συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, με την οποία οι δυο χώρες μοίρασαν μεταξύ τους έναν διάδρομο στην ανατολική Μεσόγειο αψηφώντας τα ελληνικά νησιά που βρίσκονται εντός αυτής, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Σε πραγματογνωμοσύνη της η Επιστημονική Υπηρεσία της γερμανικής Βουλής καταλήγει επίσης στο ίδιο συμπέρασμα. Το 2002 Ελλάδα και Τουρκία είχαν ξεκινήσει διερευνητικές επαφές για την οριοθέτηση των οικονομικών τους ζωνών. Τον Μάρτιο του 2016 και μετά τον 60ο γύρο συνομιλιών η Τουρκία εγκατέλειψε τις συνομιλίες. Μετά την παρέμβαση της Μέρκελ Αθήνα και Άγκυρα είχαν συμφωνήσει προ δυο εβδομάδων στην επανέναρξη των συνομιλιών στις 28 Αυγούστου. Αυτό όμως δεν θα γίνει αφού ο τούρκος πρόεδρος Ερντογάν ακύρωσε τη συμμετοχή της χώρας του. Με τον τρόπο αυτό αντιδρά σε συμφωνία, μέσω της οποίας Ελλάδα και Αίγυπτος οριοθέτησαν την περασμένη εβδομάδα τις οικονομικές τους ζώνες στην ανατολική Μεσόγειο.
Εντούτοις όπως επισημαίνει η DW Η Γερμανία θα συνεχίσει τις προσπάθειές της για την αποκλιμάκωση της νέας έντασης που επικρατεί στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας μετά την είσοδο του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Oruc Reis στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Σε αντίθεση όμως με τη δράση που είχε αναπτύξει πριν τρεις εβδομάδες για να αποφευχθεί τότε θερμό επεισόδιο, αυτή τη φορά το Βερολίνο επιδεικνύει συγκρατημένη στάση αναφορικά με την παροχή στήριξης προς την Ελλάδα. Όχι μόνο οι δραστηριότητες του τουρκικού ερευνητικού πλοίου Oruc Reis στην ελληνική ΑΟΖ, αλλά και προηγουμένως η επιλογή της χρονικής στιγμής για την υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου για την οριοθέτηση των ΑΟΖ δυσκόλεψαν το διαμεσολαβητικό ρόλο που είχε αναλάβει η Γερμανία μετά από παράκληση της Αθήνας και της Άγκυρας.
Στην καθιερωμένη ενημέρωση των δημοσιογράφων την Τετάρτη απαντώντας σε ερώτηση της DW κατά πόσον η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί επικίνδυνή την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ απάντησε: «Η γερμανική κυβέρνηση παρακολουθεί γεμάτη ανησυχία την αύξηση της έντασης στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.» «Κεντρικό αίτημα» της Γερμανίας είναι «οι εμπλεκόμενοι να μπουν σε απευθείας διάλογο για τα επίμαχα ζητήματα που τους χωρίζουν αναφορικά με το Δίκαιο της Θάλασσας.» Παράλληλα ο κ Ζάιμπερτ έκανε έκκληση στην Αθήνα και την Αγκυρα «να αποφύγουν κάθε περαιτέρω κλιμάκωση.»
Σε παρόμοιες δηλώσεις προέβη και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Κρίστοφερ Μπούργκερ. «Παρακολουθούμε τις εξελίξεις με ανησυχία και θεωρούμε ότι το τουρκικό μέτρο δεν συμβάλλει στην αποκλιμάκωση», τόνισε για να κάνει στη συνέχεια έκκληση στις δύο πλευρές να επιλύσουν μέσω του διαλόγου τις διαφορές τους, ειδικά εκείνες που είναι νομικής φύσεως. Απαντώντας σε ερώτηση της DW αν οι δραστηριότητες του τουρκικού ερευνητικού πλοίου Oruc Reis τις τελευταίες ημέρες είναι συμβατές με το Διεθνές Δίκαιο, ο κ. Μπούργκερ δήλωσε ότι δεν μπορεί να προβεί σε νομική αξιολόγηση επειδή του λείπουν οι αναγκαίες πληροφορίες.
Δεν ενημέρωσε η Αθήνα
«Κακοδιάθετο» είναι το Βερολίνο σε ό,τι αφορά τη σύμβαση Αθήνας-Καΐρου για την οριοθέτηση της ΑΟΖ των δύο χωρών. «Η γερμανική κυβέρνηση έλαβε υπόψη τη σύμβαση Ελλάδας-Αιγύπτου», αρκέστηκε να δηλώσει ο κ. Ζάιμπερτ απαντώντας σε ερώτηση της DW. «Περισσότερες πληροφορίες δεν έχω να σας δώσω». Ο δε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών Κρίστοφερ Μπούργκερ απέφυγε να προβεί σε αξιολόγηση της σύμβασης, επειδή, όπως δήλωσε, δεν του είναι γνωστό το περιεχόμενό της.
Πηγή, πάντως, του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών επιβεβαίωσε στη DW πως ως την περασμένη Πέμπτη που υπεγράφη στο Κάιρο η ελληνοαιγυπτιακή σύμβαση δεν είχε την παραμικρή ενημέρωση από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης. Ερωτηθείσα ή ίδια πηγή αν ευσταθεί η είδηση της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ ότι η Αθήνα και η Άγκυρα είχαν συμφωνήσει να ανακοινώσουν την περασμένη Παρασκευή την έναρξη διαπραγματεύσεων απάντησε: «δεν μπορώ να απαντήσω». Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι δεν το διέψευσε.
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
https://thefaq.gr/