ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ ἔτσι λειτουργοῦν. Μέ τόν σεβασμό τῆς διακρίσεως τῶν ἐξουσιῶν. Τό Προεδρικό Διάταγμα γιά τόν νέο Ὀργανισμό συστάσεως τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως κατ’ ἐφαρμογήν τοῦ νόμου Γεραπετρίτη γιά τό ἐπιτελικό κράτος (ν.4622/19) ἐστάλη ἀπό τόν Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, τόν Ὑπουργό Ἐσωτερικῶν Τάκη Θεοδωρικάκο καί τόν ἀναπληρωτή Ὑπουργό Οἰκονομικῶν Θεόδωρο Σκυλακάκη στό ΣτΕ ἀρχές φθινοπώρου πρός ἐπεξεργασίαν καί τίποτε δέν προμήνυε ὅτι θά εὕρισκε ἀντιστάσεις. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά ἐφαρμογή τοῦ νέου νόμου γιά τό ἐπιτελικό κράτος μέ τό ὁποῖο συνιστᾶται «καινοτόμος δημόσια ὑπηρεσία» ἀποτελούμενη ἀπό 440 ὑπαλλήλους, 100 μετακλητούς καί 340 μονίμους. Ὡστόσο ἡ ζωή εἶναι γεμάτη ἐκπλήξεις. Τό Ε΄ τμῆμα συνεδριάζον δύο φορές ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Παναγιώτη Εὐστρατίου καί συμμετοχή τῶν Χρήστου Ντουχάνη (μέλους) – Δημήτρη Πυργάκη (παρέδρου) χρειάσθηκε δύο μεγάλες συνεδριάσεις γιά νά ἐπιστρέψει τό Διάταγμα στό Μαξίμου μέ πλῆθος παρατηρήσεων, συνταγματικῶν, ὀρθογραφικῶν καί ἄλλων. Μέ συνέπεια νά πρέπει μετά τίς διορθώσεις νά …ἐπανυποβληθεῖ στό ΣτΕ γιά νέο ἔλεγχο!
Ἀπό τό πρακτικό τῆς γνωμοδοτήσεως πού ἔχει στήν διάθεσή της στό σύνολό του ἡ «Ἑστία», ἐγείρονται σοβαρά ζητήματα γιά τήν ἀπουσία ἀναφορᾶς τῆς ΕΥΠ στήν Προεδρία τῆς Κυβερνήσεως παρά τόν νόμο 4622/19, ἀπό τήν δηκτική ἀναφορά στήν ἀντισυνταγματική πρόσληψη ὑπαλλήλων ἀορίστου χρόνου σέ θέσεις πού δέν καλύπτονται ἀπό τό ἄρθρο 103 τοῦ Συντάγματος, ἀπό τήν δηκτική ἐπίσης ἀναφορά στήν αὔξηση τῆς ἐτησίας δαπάνης μισθοδοσίας γιά τούς 440 ὑπαλλήλους κατά 1,7 ἑκατομμύρια εὐρώ (ἄρα μεγάλες αὐξήσεις σέ καιρούς λιτοῦ βίου) ἕως καί τήν ἀπαίτηση γιά ἀλλαγές καί διορθώσεις τόσο στήν ὀρθογραφία τοῦ διατάγματος ὅσο καί στήν λατινική ἀπαρίθμηση τῶν ἄρθρων (μέ ἀντικατάστασή τους ἀπό γράμματα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου.)
Δεδομένου τοῦ ὄγκου τῶν νομικῶν κειμένων πού ἐπεξεργάζεται ὁ συγγραφεύς τοῦ διατάγματος καί ἐμπνευστής τοῦ ἐπιτελικοῦ κράτους, δέον νά χαρακτηρισθοῦν αὐστηρές ὁρισμένες διορθώσεις πού περιλαμβάνονται στό πρακτικό, εἴτε νομοτεχνικοῦ εἴτε ὀρθογραφικοῦ χαρακτῆρος. Οἱ ἐπισημάνσεις ὅμως τῆς γνωμοδοτήσεως γιά τό ὕψος τῆς ἐπί πλέον δαπάνης πού δημιουργεῖται εἰς βάρος τοῦ Προϋπολογισμοῦ σέ ἐτησία βάση (1,7 ἑκατομμύρια εὐρώ) γιά τά ἔτη 2021-2024, ἡ παρατήρησίς του, ὅτι δέν νοεῖται ἐποπτεία τοῦ κράτους στόν Τύπο καί στά ΜΜΕ ὅπως ὅριζε τό διάταγμα (αὐτή εἶναι ἁρμοδιότης τοῦ δοξασθέντος ἀπό τήν ΝΔ Ἐθνικοῦ Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως) καί ἡ ἐπισήμανσις πώς δημιουργεῖται νομικό ζήτημα ἀπό τήν παράλειψη ὑπαγωγῆς τῆς ΕΥΠ στόν Πρωθυπουργό, ἀποτελοῦν σοβαρότατα ζητήματα. Ἀκόμη καί ἄν εἶναι γνωστόν εἰς τούς παροικοῦντες τήν Ἱερουσαλήμ ὅτι γιά τήν ΕΥΠ συνιστᾶται νέος ὀργανισμός μέ ἄλλο Προεδρικό Διάταγμα.
Ζήτημα ἐγείρεται ἐπίσης ἀπό τό ΣτΕ λόγω τῆς παραλείψεως νά ἐνταχθεῖ στόν ὀργανισμό τῆς Προεδρίας ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Τό κύριο συμπέρασμα πού προκύπτει ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ σχεδίου εἶναι ὅτι δημιουργεῖται μία μόνιμη δομή κατά τά πρότυπα τῆς «Ντάουνινγκ Στρήτ». Ὁ Ὀργανισμός τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως –πού θά ἐνισχυθεῖ μέ νέο προσωπικό τήν ὁποία θά κληροδοτεῖ κάθε Πρωθυπουργός στόν διάδοχό του. Τό Μαξίμου ἀποκτᾶ ὑπερεξουσίες ἐπί τοῦ συνόλου τῆς Κυβερνήσεως καί τῶν Ὑπουργείων τά ὁποῖα θά παρακολουθεῖ καί θά ἐποπτεύει.
Στήν πραγματικότητα μέ τό Προεδρικό Διάταγμα πού θά κληθεῖ νά ὑπογράψει ἡ Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας συνιστᾶται δεύτερη Προεδρία στήν γειτονιά της! Παραθέτουμε ἀκολούθως τίς κατά τήν κρίση μας ἐνδιαφέρουσες ἐπισημάνσεις τοῦ Ε΄ Τμήματος διατυπωθεῖσες μέ τήν γνωμοδότηση 174/2020.
Γιά τήν μισθοδοσία τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως ἀναφέρει:
«Σύμφωνα μέ τό ἴδιο ἀπό 17.9.2020 ἔγγραφο τῆς Γ.Δ.Ο.Υ., στόν ὑπό κατάρτιση προϋπολογισμό τοῦ ἑπόμενου ἔτους θά ζητηθεῖ ἀπό τό Γενικό Λογιστήριο τοῦ Κράτους ἡ ἔγκριση τῶν ἀναγκαίων πιστώσεων γιά τήν κάλυψη τῆς μισθοδοσίας τῶν ὑπαλλήλων τῆς Προεδρίας τῆς Κυβέρνησης, ὅπως αὐτές ἀποτυπώνονται στό Λ 2085/18.8.2020 ἔγγραφό της. Σύμφωνα μέ τό τελευταῖο αὐτό ἔγγραφο, οἱ πρόσθετες ἀνάγκες (Μείζονα Κατηγορία 21) τῆς Προεδρίας τῆς Κυβέρνησης ἀναμένεται νά ἀνέλθουν σέ 1.700.000 εὐρώ κατ’ ἔτος ἐπιπλέον σέ σχέση μέ τά ποσά πού προβλέπονται μέ τόν ψηφισθέντα προϋπολογισμό οἰκ. ἔτους 2020 λόγω τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Ὀργανισμοῦ τῆς Προεδρίας τῆς Κυβέρνησης, τήν ἔκδοση τῆς διαπιστωτικῆς πράξης τοῦ Πρωθυπουργοῦ, τῶν ἀναγκῶν ὀργάνωσης-ἀναδιοργάνωσης τῆς Μονάδας Διοικητικῆς καί Οἰκονομικῆς Ὑποστήριξης, τῆς σταδιακῆς τοποθέτησης, ἀπό τό τελευταῖο τετράμηνο 2020 καί ἕως τίς ἀρχές τοῦ ἔτους 2021 τοῦ ἀπολύτως ἀναγκαίου προσωπικοῦ».
Καί ἀφοῦ ἡ γνωμοδότησις ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ ἀλλαγές πού γίνονται στίς Γενικές Γραμματεῖες καί τίς Διευθύνσεις εἶναι γιά τήν καλύτερη λειτουργία τῆς Προεδρίας τῆς Κυβερνήσεως, τό ΣτΕ ἐγκρίνει κατ’ ἀρχήν τίς δαπάνες σημειώνοντας:
«Μέ τά δεδομένα αὐτά, οἱ διατάξεις τοῦ σχεδίου προτείνονται νομίμως ἀπό τήν ἄποψη τῆς τηρήσεως τοῦ τύπου τοῦ ἄρθρου 90 τοῦ π.δ/τος 63/2005. Ἐνόψει ὅμως τοῦ περιεχομένου τῆς 96333 ΕΞ 2020/3.9.2020 εἰσήγησης τῆς Προϊσταμένης τῆς Γενικῆς Διεύθυνσης Οἰκονομικῶν Ὑπηρεσιῶν, τό στοιχεῖο 2 τοῦ προοιμίου πρέπει νά ἀναδιατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: “2. Τήν 96333 ΕΞ 2020/3.9.2020 εἰσήγηση τῆς Προϊσταμένης τῆς Γενικῆς Διεύθυνσης Οἰκονομικῶν Ὑπηρεσιῶν, ἀπό τήν ὁποία προκύπτει ὅτι ἀπό τίς διατάξεις τοῦ παρόντος θά προκληθεῖ πρόσθετη οἰκονομική ἐπιβάρυνση σέ βάρος τῶν ἐγγεγραμμένων πιστώσεων τοῦ Εἰδικοῦ Φορέα 1023.611.0000000 ‘Προεδρία τῆς Κυβέρνησης’, συνολικοῦ ὕψους 184.800,00 εὐρώ γιά τό ἔτος 2020 καί 554.400,00 εὐρώ γιά κάθε ἑπόμενο ἔτος”».
Γιά τό ζήτημα τῆς νομιμότητος τῶν προσλήψεων προσωπικοῦ ἀορίστου χρόνου σέ Μαξίμου καί Προεδρία, τό Συμβούλιο Ἐπικρατείας παρατηρεῖ:
«Ὅπως ἔχει κριθεῖ (Π.Ε. 85/2012 Ὁλ., 233/2018), στή Δημόσια Διοίκηση, ἡ ὁποία, κατά τόν κανόνα τῆς παραγράφου 1 τοῦ ἄρθρου 103 τοῦ Συντάγματος, στελεχώνεται ἀπό μόνιμους δημοσίους ὑπαλλήλους, δηλαδή, πρόσωπα συνδεόμενα μέ τό Κράτος ἤ ἄλλους φορεῖς δημόσιας ἐξουσίας μέ εἰδική νομική σχέση καί ὑπαγόμενα σέ εἰδικό νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου, εἶναι δυνατόν νά παρέχουν τίς ὑπηρεσίες τους καί πρόσωπα, συνδεόμενα μέ τούς ἐν λόγω φορεῖς μέ σχέση ἰδιωτικοῦ δικαίου. Ἡ σύναψη συμβάσεων ἰδιωτικοῦ δικαίου μεταξύ φορέων δημόσιας ἐξουσίας καί τῶν προσώπων, ἀντικείμενο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ παροχή ἐργασίας ἐκ μέρους τῶν τελευταίων, δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ τόν κανόνα γιά τή στελέχωση τῆς Δημόσιας Διοίκησης καί τελεῖ ὑπό τίς αὐστηρές προϋποθέσεις πού θέτουν οἱ παράγραφοι 2, 3 καί 8 τοῦ ἄρθρου 103 τοῦ Συντάγματος.
»Εἰδικότερα, ἡ παράγραφος 3 ρυθμίζει τήν περίπτωση συνάψεως συμβάσεων ἰδιωτικοῦ δικαίου μεταξύ τοῦ Κράτους ἤ ἄλλου φορέα δημόσιας ἐξουσίας καί φυσικῶν προσώπων, ἡ ὁποία ἀποσκοπεῖ στήν κάλυψη καί παγίων καί διαρκῶν ἀναγκῶν δημόσιας διοίκησης, καί ἀναφέρεται σέ συμβάσεις εἴτε ὁρισμένου εἴτε ἀορίστου χρόνου. Ἡ σύναψη, ὅμως, συμβάσεων ἰδιωτικοῦ δικαίου κατ’ ἐφαρμογή τῆς παραγράφου 3 τελεῖ ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι τό προσωπικό, μέ τό ὁποῖο συνάπτεται ἡ σύμβαση ἔχει τόν χαρακτῆρα εἴτε εἰδικοῦ ἐπιστημονικοῦ προσωπικοῦ. Στήν προκειμένη περίπτωση, μέ τό ἄρθρο 26 παρ. 1 τοῦ σχεδίου, ἐπιχειρεῖται ἡ κατανομή 130 θέσεων μέ σχέση ἐργασίας ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) κατά ἐκπαιδευτική βαθμίδα καί εἰδικότητα. Μεταξύ ἄλλων προβλέπονται 24 θέσεις Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Προσωπικοῦ ΙΔΑΧ καί 7 θέσεις ΥΕ Βοηθητικοῦ Προσωπικοῦ ΙΔΑΧ. Οἱ λοιπές θέσεις ΙΔΑΧ περιλαμβάνουν εἰδικότητες κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ ἤ ΔΕ, οἱ ὁποῖες δέν προκύπτει ὅτι ἀνήκουν στίς κατηγορίες πού προβλέπονται στήν παράγραφο 3 τοῦ ἄρθρου 103 τοῦ Συντάγματος, δηλαδή τοῦ εἰδικοῦ ἐπιστημονικοῦ, τεχνικοῦ ἤ βοηθητικοῦ προσωπικοῦ. (…)
Ἐφόσον δέν ἔχει ἐκδοθεῖ ὁ προβλεπόμενος στήν παρ. 8 τοῦ ἄρθρου 103 τοῦ Συντάγματος ἐκτελεστικός νόμος, ἡ κατανομή τῶν θέσεων πού ὑπηρετοῦν στήν Προεδρία τῆς Κυβέρνησης μέ σχέση ἐργασίας ἰδιωτικοῦ δικαίου ἀορίστου χρόνου εἶναι ἐν προκειμένω προσωρινῶς ἀνεκτή».
Τό ΣτΕ μέ τήν ἑπομένη σκέψη του ἀποκαλύπτει τόν σχεδιασμό Μαξίμου γιά τήν αὔξηση τῶν ὀργανικῶν θέσεων τῆς «Ντάουνινγκ Στρήτ», κάτι πού ἐξηγεῖ καί τήν σχεδιαζομένη αὔξηση τῆς δαπάνης μισθοδοσίας. Ορίζει ὅτι:
«Μέ τούς ἐκδιδόμενους δυνάμει αὐτῆς τῆς διάταξης ὀργανισμούς εἶναι δυνατή, ὅπως καί ὑπό τό καθεστώς τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 54 τοῦ ν. 4178/2013 (Α΄ 174): (…) β) ἡ σύσταση νέων ὀργανικῶν θέσεων καί ἡ κατάργηση ὑφιστάμενων θέσεων πού πλεονάζουν».
Καί προσθέτει: «(…) Ὡστόσο, παρατηρεῖται ὅτι, μετά τήν δημοσίευση τοῦ παρόντος σχεδίου, ἡ ὀργανωτική δομή καί ἡ λειτουργία τῆς Προεδρίας τῆς Κυβέρνησης θά ρυθμίζονται παράλληλα τόσο ἀπό τίς διατάξεις τοῦ πρόσφατου νόμου 4622/2019 (ἄρθρα 21-34) ὅσο καί ἀπό τίς διατάξεις τοῦ πρός ἔκδοση διατάγματος, τό ὁποῖο, ὡς νεότερο, δέν περιέχει καμία διάταξη πρός συνάρμοση τοῦ περιεχομένου του μέ τό ἰσχῦον καθεστώς πού προβλέπει ὁ ν. 4622/2019.
»Γιά τούς λόγους αὐτούς, τό παρόν σχέδιο πρέπει νά ἀναμορφωθεῖ, μέ εὐθύνη τῆς Διοίκησης, ὡς ἑξῆς: α) Ἐνόψει τοῦ ὅτι κύρια ἀποστολή ἑνός Ὀργανισμοῦ εἶναι νά καταγράφει καί νά κατανέμει ὅλες τίς ἁρμοδιότητες πού ἔχουν ἀπονεμηθεῖ στόν οἰκεῖο φορέα τῆς κεντρικῆς δημόσιας διοίκησης, δέν εἶναι σκόπιμη ἡ παράλειψη μνείας ὑπηρεσιῶν ἤ ὀργανωτικῶν μονάδων πού ὑπάγονται στόν ἐν λόγω δημόσιο φορέα. Συνεπῶς, γιά παράδειγμα, πρός ἀποφυγή ἑρμηνευτικῶν ἀμφιβολιῶν, ἐφόσον πρόθεση τῆς Διοίκησης εἶναι νά συνεχίσει νά ὑπάγεται ἡ Ἐθνική Ὑπηρεσία Πληροφοριῶν (Ε.Υ.Π.) στήν Προεδρία τῆς Κυβέρνησης, σκόπιμο εἶναι ἡ μνεία αὐτή νά περιληφθεῖ καί στό σχέδιο. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή Μονάδα Ἀσφάλειας τοῦ Πρωθυπουργοῦ».
Δηκτικό εἶναι τό ΣτΕ ἐπίσης στό σημεῖο πού τονίζει ὅτι δέν νοεῖται κρατική ἐποπτεία ἐπί τοῦ Τύπου. Ἀναφέρει: «Ἡ περ. δ΄ τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 20 τοῦ σχεδίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στούς ἐπιχειρησιακούς στόχους τῆς “Διεύθυνσης Ἐποπτείας Μέσων Ἐνημέρωσης”, πρέπει νά διατυπωθεῖ ὡς ἑξῆς: “1. Οἱ ἐπιχειρησιακοί στόχοι τῆς Διεύθυνσης Ἐποπτείας Μέσων Ἐνημέρωσης ἀφοροῦν: α) … δ) στήν κατά τό Σύνταγμα καί τόν νόμο ἄσκηση τῆς κρατικῆς ἐποπτείας στίς ἑταιρεῖες “Ἑλληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση Ἀνώνυμη Ἑταιρεία” (ΕΡΤ Α.Ε.) καί “Ἀθηναϊκό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορεῖο Εἰδήσεων Α.Ε.” (ΑΠΕ-ΜΠΕ Α.Ε.) καί ε) …, διαγραφόμενης τῆς μνείας σέ “ἄσκηση τῆς κρατικῆς ἐποπτείας στά μέσα ἐνημέρωσης”. Καί τοῦτο, διότι στήν ἔννοια τῶν μέσων ἐνημέρωσης τοῦ ἄρθρου 20 τοῦ σχεδίου περιλαμβάνονται, λόγω τῆς εὐρύτητας τῆς διατύπωσης, τόσο ὁ Τύπος ὅσο καί τά ὀπτικοακουστικά μέσα ἐνημέρωσης. Ὅμως, κατά τό ἄρθρο 14 τοῦ Συντάγματος δέν νοεῖται σύστημα “κρατικῆς ἐποπτείας” τοῦ τύπου, ἐνῶ κατά τό ἄρθρο 15 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος ἡ ραδιοφωνία καί ἡ τηλεόραση ὑπάγονται στόν “ἄμεσο ἔλεγχο τοῦ Κράτους”, ἔννοια πού ὑπερβαίνει, ὡς πρός τήν ἔκταση καί τό περιεχόμενο, τήν ἔννοια τῆς κρατικῆς ἐποπτείας, φορέας δέ ἐλέγχου καί ἐπιβολῆς κυρώσεων στά ραδιοτηλεοπτικά μέσα εἶναι ἀποκλειστικῶς τό Ἐθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης καί ὄχι ἡ Κεντρική Δημόσια Διοίκηση». Ἡ γνωμοδότησις καταλήγει τέλος μέ παρεμβάσεις στήν γλῶσσα τοῦ Διατάγματος. Γράφει: «Τέλος, πρίν ἀπό τήν ἀποστολή τοῦ σχεδίου στήν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας πρέπει νά γίνει προσεκτικός ἔλεγχος τοῦ κειμένου ἀπό τή Διοίκηση γιά τήν ὀρθή χρήση τῶν σημείων στίξης καί γιά τή διόρθωση ὀρθογραφικῶν καί συντακτικῶν παραδρομῶν».
ΕΣΤΙΑ