29 Μαρ 2021

Τι συνέβη το 1918 όταν ο κόσμος κουράστηκε από την πανδημίας της γρίπης;

 Σε σημαντικό εχθρό των κυβερνητικών πολιτικών ανά τον κόσμο για την ανάσχεση της πανδημίας του κοροναϊού αναδειχθεί η κούραση των πολιτών, «ανοίγοντας» συζητήσεις για σταδιακή χαλάρωση των μέτρων σε συνάρτηση πάντα με τα επιδημιολογικά δεδομένα.

Τα μέτρα του τρίτου κύματος της πανδημίας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στη συμμόρφωση των πολιτών, με έρευνες που έχει γίνει το διάστημα αυτό να καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο κόσμος συμμορφώνεται πολύ καλύτερα στα μέτρα που αφορούν την προσωπική υγιεινή, όπως το συχνό πλύσιμο των χεριών και η χρήση της μάσκας.

Τα προβλήματα ξεκινούν όταν τα μέτρα απαιτούν περιορισμό των κοινωνικών επαφών. Ενδεικτικά, δημοσκόπηση σε Αμερικανούς πολίτες έδειξε ότι, κατά την περίοδο Μαΐου-Σεπτεμβρίου, ο αριθμός των πολιτών που αποφεύγουν τις συγκεντρώσεις με την οικογένεια και τους φίλους τους μειώθηκαν από 71% σε 45%. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα έρευνας στην Γαλλία, σύμφωνα με την οποία ,το 72% των Γάλλων  δήλωσαν στα μέσα Μαΐου ότι αποφεύγουν τις συγκεντρώσεις και τις προσωπικές. Μέχρι τις 23 Σεπτεμβρίου, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 32%.

Όπως και σε προηγούμενες φάσεις της πανδημίας, έτσι και τώρα, το μακρινό παρελθόν μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση είτε προς… αποφυγή σε κάποιες περιπτώσεις.

 Τι συνέβη το 1918

Ας μεταφερθούμε, λοιπόν, στο 1918. Φανταστείτε ότι οι ΗΠΑ αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν μια θανατηφόρα πανδημία. Η κυβέρνηση θεσπίζει μια σειρά μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, απαγορεύσεων, lockdown και την υποχρεωτική χρήση μάσκας σε μια προσπάθεια να σταματήσει το κύμα θανάτων.

Όπως αναφέρει σε εκτενές δημοσίευμα η ιστοσελίδα theconversation.com, οι πολίτες ανταποκρίνονται με ευρεία συμμόρφωση, αναμειγμένη όμως με κάτι περισσότερο από γκρίνια, δυσφορία, ακόμη και απόλυτη περιφρόνηση. Καθώς οι μέρες μετατρέπονται σε εβδομάδες και οι εβδομάδες μετατρέπονται σε μήνες, η τήρηση των μέτρων σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο γίνεται δυσκολότερη.

Οι ιδιοκτήτες θεάτρων και χώρων διασκέδασης παραπονούνται για τις οικονομικές τους απώλειες. Οι κληρικοί κλείνουν τις εκκλησίες, ενώ τα γραφεία και τα εργοστάσια επιτρέπεται να παραμείνουν ανοιχτά. Οι αρμόδιοι διαφωνούν μεταξύ τους εάν τα παιδιά είναι ασφαλέστερα στα σχολεία ή στο σπίτι.

Ο Jonathan Este εξηγεί: «Στην έρευνά μου ως ιστορικός της ιατρικής, έχω δει ξανά και ξανά τους πολλούς τρόπους με τους οποίους η τρέχουσα πανδημία καθρεπτίζει ό,τι βίωσαν οι πρόγονοί μας πριν από έναν αιώνα».

«Καθώς η πανδημία COVID-19 μπαίνει στο δεύτερο έτος της, πολλοί άνθρωποι θέλουν να μάθουν πότε η ζωή θα επιστρέψει στο πώς ήταν πριν από τον κοροναϊό. Η ιστορία, φυσικά, δεν είναι ένα ακριβές πρότυπο για το τι ισχύει το μέλλον. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντέδρασαν και διαχειρίστηκαν την προηγούμενη πανδημία θα μπορούσαν να δώσουν το στίγμα για το πώς θα είναι η μετα-πανδημική ζωή αυτή τη φορά».

Άρρωστοι και κουρασμένοι, έτοιμοι για το τέλος της πανδημίας

Όπως και η Covid-19, η πανδημία της γρίπης του 1918 χτύπησε γρήγορα. Μια χούφτα κρουσμάτων σε μερικές πόλεις οδήγησε τελικά σε έξαρση σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ μέσα σε μερικές εβδομάδες. Πολλές κοινότητες προχώρησαν σε συνεχόμενα lockdown σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν τον έλεγχο της νόσου.

Αν και οι οδηγίες κοινωνικής αποστασιοποίησης λειτουργούσαν για τη μείωση των κρουσμάτων και των θανάτων, όπως και σήμερα, αποδείχθηκαν συχνά δύσκολο να τηρηθούν. Μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου τότε, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την έναρξη των ισχυρών μέτρων, η πανδημία φάνηκε να τελειώνει καθώς ο αριθμός των νέων μολύνσεων μειώθηκε.

Όλοι ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στην κανονική τους ζωή. Οι επιχειρήσεις πίεζαν τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να τους επιτραπεί να ανοίξουν ξανά. Πιστεύοντας ότι η πανδημία είχε τελειώσει, οι αρχές άρχισαν να ακυρώνουν τα διατάγματα για τη δημόσια υγεία. Η χώρα γύρισε σελίδα προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την οικονομική καταστροφή που είχε προκληθεί από τη γρίπη.

Σε μια εποχή που δεν υπήρχε ουσιαστικά κρατικό δίχτυ ασφαλείας, φιλανθρωπικές οργανώσεις ξεκίνησαν να παράσχουν πόρους σε οικογένειες που είχαν πληγεί ή αναλάμβαναν να μεγαλώσουν τα παιδιά που έμειναν ορφανά από την ασθένεια.

Λαμβάνοντας τις ενδείξεις από τους αρμόδιους που -κάπως πρόωρα- κήρυξαν το τέλος της πανδημίας, οι Αμερικανοί έσπευσαν να επιστρέψουν στις προ-πανδημικές ρουτίνες τους. Συγκεντρώνονταν σε κινηματογραφικές αίθουσες, συσσωρεύονταν σε καταστήματα. Αθλητικές εκδηλώσεις, θρησκευτικές τελετές, και οικογενειακές συγκεντρώσεις, έδειχναν ότι οι περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να επιστρέψουν στην παλιά τους ζωή.

Αξιωματούχοι είχαν, ωστόσο, προειδοποιήσει ότι πιθανά κρούσματα και θάνατοι θα συνεχιστούν για τους επόμενους μήνες. Το βάρος της δημόσιας υγείας, βέβαια, δεν στηριζόταν πλέον στην πολιτική αλλά στην ατομική ευθύνη.

H πανδημία οδήγησε σε τρίτο θανατηφόρο κύμα που διήρκεσε ως την άνοιξη του 1919, με ένα τέταρτο κύμα να χτυπά το χειμώνα του 1920. Μερικοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν γι’ αυτό τους «απρόσεκτους» Αμερικανούς, ενώ άλλοι υποβάθμισαν τα νέα κρούσματα ή έστρεψαν την προσοχή τους σε πιο «ήπια» θέματα δημόσιας υγείας.

Πάντως, οι άνθρωποι ήταν σε μεγάλο βαθμό απρόθυμοι να επιστρέψουν σε κοινωνικά και οικονομικά μέτρα περιορισμού του ιού.

Είναι δύσκολο να τηρήσεις τα μέτρα

Όπως αναφέρει η ίδια πηγή, οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου μπορεί να συγχωρεθούν για το ότι δεν κατάφεραν να τηρήσουν τα μέτρα περισσότερο. Πρώτον, ήταν όλοι σε διάθεση να γιορτάσουν το πρόσφατο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα γεγονός που ίσως σήμαινε κάτι περισσότερο για την ζωή των Αμερικανών συγκριτικά με την πανδημία.

Δεύτερον, ο θάνατος από ασθένειες ήταν ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής ζωής στις αρχές του 20ού αιώνα και μάστιγες όπως η διφθερίτιδα, η ιλαρά, η φυματίωση, ο τυφοειδής, ο κοκκύτης, η οστρακιά και η πνευμονία σκότωναν δεκάδες χιλιάδες Αμερικανούς κάθε χρόνο. Επιπλέον, ούτε η αιτία ή η επιδημιολογία της γρίπης ήταν επαρκώς κατανοητή τότε.

Τέλος, δεν υπήρχαν αποτελεσματικά εμβόλια για να σώσουν τον κόσμο από τις επιπτώσεις της νόσου. Στην πραγματικότητα, ο ιός της γρίπης δεν θα ανακαλυφθεί για άλλα 15 χρόνια και ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο δεν ήταν διαθέσιμο για τον γενικό πληθυσμό πριν το 1945. Δεδομένων των περιορισμένων πληροφοριών που είχαν και των εργαλείων που είχαν στη διάθεσή τους, οι Αμερικανοί υπέμειναν περιορισμούς για χάρη της δημόσιας υγείας.

Έναν αιώνα αργότερα, και ένα χρόνο μετά την πανδημία της Covid-19, είναι κατανοητό ότι οι άνθρωποι και σήμερα είναι ανυπόμονοι να επιστρέψουν στην παλιά τους ζωή. Το τέλος αυτής της πανδημίας αναπόφευκτα θα έρθει, όπως συμβαίνει με κάθε προηγούμενη που έχει βιώσει η ανθρωπότητα.

Αν έχουμε κάτι να μάθουμε από την ιστορία της πανδημίας της γρίπης του 1918, καθώς και από την εμπειρία μας μέχρι στιγμής με την Covid-19, είναι ότι η πρόωρη επιστροφή στην προ-πανδημική ζωή κινδυνεύει να έχει περισσότερα κρούσματα και περισσότερους θανάτους.

Και οι άνθρωποι σήμερα έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με αυτά ενός αιώνα πριν. Έχουμε πολύ καλύτερη κατανόηση της ιολογίας και της επιδημιολογίας. Γνωρίζουμε ότι η κοινωνική αποστασιοποίηση και οι μάσκες λειτουργούν και μάλιστα σώζουν ζωές. Κυρίως, όμως, έχουμε πολλαπλά ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια που αναπτύσσονται, με τον ρυθμό των εμβολιασμών να αυξάνεται εξίσου εβδομαδιαίως.