Δεκαέξι χρόνια στην Καγκελαρία σημαίνουν ότι στη διάρκεια της θητείας της Άνγκελα Μέρκελ ο πλανήτης έχει δει τέσσερις αμερικανούς και άλλους τόσους γάλλους προέδρους, αλλά και πέντε βρετανούς, εννιά ιταλούς και άλλους τόσους έλληνες πρωθυπουργούς (αν και οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι στη δική μας, ιδιόρρυθμη περίπτωση περιλαμβάνονται και τρεις υπηρεσιακοί).
Η «ισχυρότερη γυναίκα του κόσμου» όπως συχνά την περιγράφουν, προέδρευσε της οικονομικής αναγέννησης της χώρας της, παραλαμβάνοντας τη Γερμανία ως «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης» το 2005 και αφήνοντάς την ως μια ακμάζουσα οικονομία.
Όμως το πιο εντυπωσιακό, όπως τονίζουν σε άρθρο τους οι Financial Times, είναι το γεγονός ότι η Μέρκελ, η δημοτικότητα της οποίας αγγίζει το 80%, έχει κατορθώσει να αυξήσει συντριπτικά τις εργασιακές ευκαιρίες για τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους της χώρας, ενώ παράλληλα υποδέχτηκε στη χώρα περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η υστεροφημία που αφήνει είναι απολύτως άσπιλη. Μια από τις πιο συνηθισμένες επικρίσεις που έχει δεχτεί, είναι ότι ενώ κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ικανότητές της στη διαχείρισή κρίσεων, από τις τρεις θητείες της απουσίαζε το όραμα. Αποτέλεσμα; Η Γερμανία έμεινε απροετοίμαστη απέναντι σε έναν πιο πράσινο και ψηφιοποιημένο πλανήτη.
Το οικονομικό «θαύμα»
Από το 2005 μέχρι σήμερα, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Γερμανίας έχει αυξηθεί με διπλάσια ταχύτητα σε σχέση με εκείνα της Βρετανίας, του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Γαλλίας.
Αυτή τη στιγμή, οι Γερμανοί μπορούν να πανηγυρίζουν για αυτό που η Κάρστεν Μπρζέκι, επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην ING, αποκαλεί «το δεύτερο οικονομικό θαύμα» της χώρας. Με την ανεργία να βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας εικοσαετίας σχεδόν, περίπου το 70% των Γερμανών δηλώνουν ικανοποιημένοι με την οικονομική τους κατάσταση.
Ωστόσο, η Μέρκελ δεν μπορεί να «χρεωθεί» ολόκληρη αυτή την επιτυχία. Το έδαφος είχε στρωθεί σε μεγάλο βαθμό από τις μεταρρυθμίσεις του προκατόχου της, Γκέρχαρντ Σρέντερ, υποστηρίζει στους FT ο Νέβιλ Χιλ, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στην Credit Suisse. Το δεύτερο οικονομικό θαύμα της Γερμανίας συνέβη «χωρίς η κυβέρνηση της Μέρκελ να κάνει οτιδήποτε», προσθέτει ο Κρίστιαν Όντενταλ, επικεφαλής οικονομολόγος στο Κέντρο για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση.
Επιπλέον, η γερμανική βιομηχανία, που πλέον αντιπροσωπεύει το 40% του συνόλου της παραγωγής στην Ευρωζώνη, στηρίχτηκε και στην άνοδο της Κίνας. Αυτή τη στιγμή, η γερμανική εξάρτηση στην Κίνα ως αγορά για τα εξαγώγιμα προϊόντα της, είναι η υψηλότερη με διαφορά εντός Ευρωζώνης.
Παρόλα αυτά, η Μέρκελ δεν στεκόταν άπραγη παρακολουθώντας τη Γερμανία να πλουτίζει. Η αντίδρασή της στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, για παράδειγμα με το πρόγραμμα επιδότησης απόσυρσης που ενίσχυσε τις πωλήσεις αυτοκινήτων, προστάτευσε την οικονομία της χώρας. Και το ίδιο ισχύει για την απόφασή της να διοχετεύσει δισεκατομμύρια ευρώ στο πρόγραμμα Kurzarbeit, ένα κυβερνητικό σύστημα ασφάλισης της εργασίας.
Μια συνέπεια του συστήματος αυτού, ήταν και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη χώρα.
Θέσεις εργασίας (σχεδόν) για όλους
Όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το μεγαλύτερο επίτευγμα της Μέρκελ ήταν ακριβώς ο ραγδαίος ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας – ειδικά για τις γυναίκες. Αυτή τη στιγμή, η Γερμανία έχει την υψηλότερη συμμετοχή γυναικών στο εργατικό δυναμικό της σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα των G7 – αποτέλεσμα της βελτίωσης των βρεφονηπιακών σταθμών, όπως αναφέρει ο Όλιβερ Ρακάου, έμπειρος γερμανός οικονομολόγος στη συμβουλευτική εταιρεία Oxford Economics.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η αύξηση της απασχόλησης μεταξύ των μεταναστών. Η απόφαση της Μέρκελ να επιμείνει στην πολιτική της εγκατάστασης και της ενσωμάτωσης στη χώρα περισσότερων από 1 εκατ. προσφύγων από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ χρειάστηκε θάρρος. Κάποια στιγμή, η απερχόμενη καγκελάριος είχε δηλώσει ότι «μπορούμε να το κάνουμε». Και πράγματι, φαίνεται πως τα κατάφερε.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο και για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης. Μεγάλο ποσοστό εργαζομένων παραμένουν σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας και δεν έχουν δει παρά μικρή βελτίωση στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών. Επιπλέον, πολλές γυναίκες εξακολουθούν να εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ μόνο μία από τις τριάντα μεγάλες εταιρείες που συναποτελούν τον χρηματιστηριακό δείκτη DAX έχει γυναίκα επικεφαλής.
Μικρό χρέος, όμως και λίγες επενδύσεις
Παρά την πανδημία, η Γερμανία παραμένει σχεδόν εξίσου πλούσια με πριν. Τα ταμεία της κυβέρνησης είναι γενικώς υγιή με σχετικά χαμηλά επίπεδα χρέους, εν μέρει εξαιτίας της νομοθεσίας του 2009 για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Όμως την ίδια στιγμή «το πλοίο της γερμανικής οικονομίας δεν έχει κλυδωνιστεί από κάποιο μεγάλο όραμα», αναφέρει στους FT η Καταρίνα Ούτερμελ, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz. Παρά την ανάπτυξη και την αύξηση των θέσεων εργασίας, δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερος εκσυγχρονισμός. Οι επικριτές προσθέτουν ότι τα χαμηλά ποσοστά δημόσιων επενδύσεων έχουν αφήσει τη χώρα απροετοίμαστη απέναντι στο μέλλον.
Η μετάβαση της Γερμανίας στην πράσινη ενέργεια επιταχύνθηκε μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα το 2011 και ξανά με το πρόσφατο σχέδιο της Γερμανίας να απεξαρτηθεί από τον άνθρακα μέχρι το 2035. Ακόμη και έτσι, όμως, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, η χώρα έχει μείνει πίσω σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.
Οι κατά κεφαλήν εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ξεπερνούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, χρησιμοποιεί μικρότερα ποσοστά ενέργειας από ΑΠΕ, ενώ παράλληλα τα καινούργια επιβατικά αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους της χώρας ευθύνονται για περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τη μετάβαση της Γερμανίας στην ψηφιακή οικονομία. Η απουσία επενδύσεων έχει οδηγήσει σε μικρή διείσδυση του γρήγορου ευρυζωνικού internet, αλλά και σε έναν διχασμό αστικών κέντρων-επαρχίας σε ό,τι αφορά τις ταχύτητες σύνδεσης και τη μέση κατανάλωση ευρυζωνικών δεδομένων κινητής τηλεφωνίας.
Σε κανέναν από αυτούς τους τομείς «δεν έχει δοθεί η αναγκαία προσοχή», υποστηρίζει ο Όντενταλ. «Η απουσία επενδύσεων κατά πάσα πιθανότητα ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία της παρακαταθήκης της οικονομικής πολιτικής της Μέρκελ», προσθέτει ο Μπρζέσκι στους FT.
Ακόμη και πριν την πανδημία, η Γερμανία χρειαζόταν περίπου €450 δισ. δημόσιων επενδύσεων για να ξεκινήσει την πορεία προς την απανθρακοποίηση, τη βελτίωση των τηλεπικοινωνιών, την υποστήριξη της εκπαίδευσης και την ενίσχυση των υποδομών – που αποδείχθηκαν τραγικά ανεπαρκείς στη διάρκεια των πλημμύρων του φετινού καλοκαιριού. Πράγματι, η ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις έχει μετατραπεί σε ένα από τα πλέον συσπειρωτικά προτάγματα ορισμένων από τους υποψήφιους για τη διαδοχή της στην Καγκελαρία.
«Η κρίση του κοροναϊού έφερε έναν μεγεθυντικό φακό πάνω στις ελλείψεις της Μέρκελ, τις οποίες θα πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει η επερχόμενη κυβέρνηση, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση θα στεφθούν με επιτυχία», τόνισε η Ούτερμελ στους FT.
in.gr