Διαχρονικώς η ύπαρξις αμυντικής βιομηχανίας, είναι για μια χώρα ζήτημα εθνικού κύρους. Για την Ελλάδα είναι ζήτημα εθνικής ασφαλείας. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τα ίδια κριτήρια, που εφαρμόζονται π.χ. για την βιομηχανία σακχάρεως. Δεν μπορεί, οι εργαζόμενοι σε.. αυτές, που πρέπει να είναι υψηλής εξειδικεύσεως τεχνίτες, να μπαίνουν στις διαδικασίες «κινητικότητος» του Δημοσίου. Και δεν μπορεί το ίδιο το Κράτος να υπονομεύει το μέλλον και τις προοπτικές επιβιώσεώς τους.
Του Ευθύμιου Π. Πέτρου
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
Πληροφορούμεθα τώρα ότι το υπουργείο Οικονομικών ζητεί διαβεβαιώσεις από τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα ότι θα τους ανατεθούν συμβόλαια από το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, προκειμένου να εγκρίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 16 εκατομμυρίων ευρώ. «Δεν μπορώ να δίνω στο πουθενά τα λεφτά των φορολογουμένων. Έχετε πάρει 30εκατ. ευρώ και ζητάτε άλλα 16 με 4 εκατομμύρια τζίρο… Φέρτε δουλειές από το ΥΕΘΑ» φέρεται να είπε κορυφαίος παράγων του υπουργείου απορρίπτοντας το αίτημα.
Η αυστηρή αυτή δήλωσις ακούγεται λογική. Δεικνύει όμως ότι το υπουργείο Οικονομικών, το οποίο εποπτεύει την αμυντική βιομηχανία, έχει πλήρη άγνοια των όσων συμβαίνουν σε αυτήν. Και τούτο πέρα από το γεγονός ότι ομιλεί για χρήματα των φορολογουμένων χωρίς προφανώς να αντιλαμβάνεται ότι και οι συμβάσεις του υπουργείου Εθνικής Αμύνης πάλι από τους φορολογουμένους θα χρηματοδοτηθούν.
Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι δεν μπορεί η Κυβέρνησις να ζητεί από τα ΕΑΣ ευθύνες και συμβάσεις, όταν η ίδια έχει καταδικάσει την εταιρεία σε μαρασμό.
Αφήνουμε κατά μέρος τα εγγενή προβλήματα όλων των κρατικών βιομηχανιών, στα οποία περιλαμβάνονται διοικητικές δυσκαμψίες, αδυναμία προσλήψεως ειδικευμένου προσωπικού και ανυπαρξία μακροπνόων αναπτυξιακών σχεδίων. Αναφερόμενοι ειδικώς στα ΕΑΣ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε την πρόσφατη απόφαση για βιαία έξωσή της εταιρείας από τον Υμηττό με προοπτική μετεγκαταστάσεως στο Λαύριο.
Δεν μπορεί να γίνεται ταυτοχρόνως μετεγκατάστασις και να προχωρεί το κατασκευαστικό έργο, τόσο για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, όσο και για πελάτες του εξωτερικού.
Επιπροσθέτως τα ΕΑΣ δυναστεύονται από μια μόνιμη κακοδαιμονία που πλήττει συνολικώς την ελληνική οικονομία. Το κόστος των πρώτων υλών. Ακόμη και αν ο Ελληνικός Στρατός απεφάσιζε αύριο να παραγγείλει πυρομαχικά ή άλλα υλικά, η εταιρεία θα έπρεπε να εισαγάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες για να τα κατασκευάσει. Αυτό απαιτεί χρήματα και προφανώς για αυτό ζητείται η αύξησις του μετοχικού κεφαλαίου κατά 16 εκατ. ευρώ.
Αν λοιπόν το υπουργείο Οικονομικών θέλει να σέβεται τα χρήματα των φορολογουμένων, θα πρέπει πρώτα να φροντίσει να εποπτεύει την σωστή εμπορική λειτουργία των βιομηχανιών. Όχι να τις καταδικάζει σε ισοπέδωση.
Εν κατακλείδι, αν θέλουμε να ανταποκριθούν τα ΕΑΣ σε συμβάσεις θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, προκειμένου σε βάθος διετίας να υπάρξουν έσοδα από την ολοκλήρωση της παραγωγής και παραδόσεως προϊόντων. Για να είναι εφικτό κάτι τέτοιο θα πρέπει και να αναβληθεί το σχέδιο εξώσεως και μετεγκαταστάσεως των εργοστασίων, δεδομένου ότι αυτή η διαδικασία, στην καλύτερη περίπτωση θα σημάνει 15μηνη καθυστέρηση όλων των παραγωγικών διαδικασιών.
Οι εργαζόμενο των ΕΑΣ, άκουσαν βεβαίως με ικανοποίηση την από μικροφώνου εξαγγελία της διοικήσεως ότι επίκειται δέσμευσις του υπουργείου Εθνικής Αμύνης για συμβάσεις ύψους 772 εκατ. ευρώ σε βάθος πενταετίας.
Θα θέλαμε και εμείς να συμμερισθούμε αυτήν την ικανοποίηση, αλλά για να βεβαιωθούμε θα θέλαμε να δούμε αυτό το ποσόν να εγγράφεται στον προϋπολογισμό των αμυντικών δαπανών και τις σχετικές συμβάσεις να περιλαμβάνονται στο κυλιόμενο πρόγραμμα προμηθειών των Ενόπλων Δυνάμεων (υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να συντάσσεται κάτι τέτοιο).
Οι εξελίξεις μας υποχρεώνουν να θέσουμε το εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της πολιτικής εποπτείας επί των κρατικών αμυντικών βιομηχανιών. Την ασκεί σήμερα το υπουργείο Οικονομικών ως μοναδικός μέτοχος. Το ίδιο διορίζει και τις διοικήσεις.
Τα αποτελέσματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ικανοποιητικά. Πιστεύουμε ως εκ τούτου, ότι οι αμυντικές βιομηχανίες, μέχρις ότου ιδιωτικοποιηθούν, θα πρέπει να περιέλθουν στην εποπτεία του υπουργείου Εθνικής Αμύνης δια της δημιουργίας μιας Γενικής Διευθύνσεως Αμυντικής Βιομηχανίας, όπως κάποτε υπήρχε η Υπηρεσία Πολεμικής Βιομηχανίας (ΥΠΟΒΙ).
Μια διευθύνσεως ισότιμης με Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ). Δεν μπορεί, εργοστάσια στα οποία βασίζεται η πολιτική αποτροπής και η ασφάλεια της χώρας να αντιμετωπίζονται με «οικονομίστικα» απλώς κριτήρια. Αυτές οι λογικές, που δυστυχώς εφαρμόσθηκαν επί δεκαετίες είχαν ως αποτέλεσμα την τραγική υποβάθμιση της εγχωρίας αμυντικής παραγωγής.
Και να μην μας διαφεύγει, οι Τούρκοι δίπλα καραδοκούν και αναπτύσσονται. Η βιομηχανία τους μας έχει ξεπεράσει. Δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω ολιγωρίες.