Κάθε χρόνο, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ ξεσηκώνει έναν δυσανάλογα μεγάλο θόρυβο σχετικά με τις αδυναμίες του συστήματος. Σε καμία περίπτωση βέβαια αυτό που συμβαίνει δεν το λες και σοβαρή συζήτηση με την αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Μέχρι πέρυσι η κύρια αναφορά.. – στόχος ήταν τα ανεβοκατεβάσματα των βάσεων και οι χαμηλοί βαθμοί εισαγωγής στις σχολές χαμηλής ζήτησης. Φέτος η συζήτηση εστιάστηκε στα πολλά και μεγάλα κενά σε πολλά τμήματα περιφερειακών πανεπιστημίων, εξαιτίας της καθιέρωσης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ), και στον αποκλεισμό χιλιάδων κατόχων απολυτηρίου από τα ΑΕΙ.
Η αντιπαράθεση όπως γίνεται διαχρονικά σκιάζει ουσιαστικές πτυχές της όλης διαδικασίας πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Μιας διαδικασίας που στόχο έχει αφενός να δώσει στους νέους μας τις ευκαιρίες να αποκτήσουν τα θεωρητικά εφόδια και τις επαγγελματικές δεξιότητες σε έναν επιστημονικό κλάδο που έχουν επιλέξει, και αφετέρου να αποκτήσει η χώρα το ανθρώπινο δυναμικό που χρειάζεται για να στελεχώσει την παραγωγική μηχανή τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Για να επιτευχθούν και οι δύο στόχοι χρειάζεται να έχει γίνει η αναγκαία προετοιμασία και από την πολιτεία και από την κοινωνία. Η πολιτεία οφείλει να γνωρίζει «προς τα πού πάει το πλοίο και τι πλήρωμα χρειάζεται». Ενώ η κοινωνία (οι υποψήφιοι κατά κύριο λόγο αλλά και οι οικογένειές τους, που επηρεάζουν σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό τις επιλογές) να επεξεργάζεται τις πολλαπλές πληροφορίες για τις προοπτικές κάθε κλάδου και να κάνει τη σωστή επιλογή τμήματος σε σχέση πάντα με τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες των υποψηφίων.
Βλέποντας τα αποτελέσματα, ένα από τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν, με βάση τα κενά που έμειναν σε τμήματα, είναι ότι οι επιστήμες της Γης συγκεντρώνουν μικρό ενδιαφέρον από την πλευρά των υποψηφίων. Ενδεικτικά, στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο οποίο υπηρετώ, πέτυχαν μόλις πέντε φοιτητές γενικού λυκείου, και συνολικά 26 άτομα, σε σχέση με τα 60 άτομα που ζήτησε η Γ.Σ. του τμήματος με βάση τις υποδομές και το προσωπικό που διαθέτει και 170 που όρισε αυθαίρετα και φέτος το υπουργείο χωρίς τεκμηρίωση.
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί σε αρκετά τμήματα του ίδιου γνωστικού πεδίου (π.χ. δασολογίας, ωκεανογραφίας κ.λπ.).
Σε ποιους παράγοντες οφείλεται; Οφείλεται στο ότι τα τμήματα αυτά δεν έχουν καλή επιστημονική αξιολόγηση; Οφείλεται στο γεγονός ότι τα γνωστικά αντικείμενα που θεραπεύουν είναι ξεπερασμένα; Οφείλεται στο ότι τα τμήματα βρίσκονται σε περιφερειακά τμήματα και επομένως το κόστος σπουδών γίνεται υψηλότερο; Οφείλεται στο ότι οι απόφοιτοί τους δεν αναμένεται να έχουν καλή επαγγελματική σταδιοδρομία και υψηλά εισοδήματα;
Σε μια εποχή που το περιβαλλοντικό θέμα έχει ανεβεί ψηλά στην παγκόσμια ατζέντα, ενώ στη χώρα μας έγινε κυρίαρχο εξαιτίας των πρόσφατων πυρκαγιών, του παρατεταμένου καύσωνα, αλλά και της εμφάνισης θαλάσσιας ρύπανσης στο Β. Αιγαίο, αυτό δεν φαίνεται να αντανακλάται σε ζήτηση για ανάλογες σπουδές. Γιατί άραγε;
Οι πολίτες, και ειδικά οι νέοι, δεν έχουν αντιληφθεί τη σημασία του θέματος για τις επόμενες δεκαετίες ή μήπως η πολιτεία δεν δίνει την εικόνα στους πολίτες ότι την ενδιαφέρει πραγματικά το περιβάλλον και ότι οι σχετικοί επιστήμονες θα έχουν ζήτηση τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα; Ή και τα δύο;
Αντίθετα, οι σπουδές για Σώματα Ασφαλείας και Στρατιωτικές Σχολές έχουν υψηλότερο επίπεδο και περισσότερο ενδιαφέρον ή απλώς εξασφαλίζουν απασχόληση;
Προφανώς υπάρχει συνδυασμός παραγόντων, αλλά τα αίτια είναι πιο βαθιά και οφείλονται κυρίως:
• Στην υποβάθμιση ή ανυπαρξία μαθημάτων γενικής παιδείας, κρίσιμων για τη διαμόρφωση ενδιαφέροντος για μια σειρά επιστημονικών πεδίων.
• Στην ουσιαστική ανυπαρξία επαγγελματικού προσανατολισμού.
• Στη μη καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου και της ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ, εκτός από τμήματα πολύ υψηλής ζήτησης, ώστε ο κάθε υποψήφιος να εγγράφεται στο τμήμα που επιθυμεί.
• Στο συνολικό μήνυμα που εκπέμπει η πολιτεία για την ανάγκη απόκτησης γνώσεων, αλλά κυρίως τρόπου σκέψης ώστε οι πολίτες να είναι χρήσιμοι για τους εαυτούς τους και για το κοινωνικό σύνολο.
Εως πότε θα θυσιάζουμε τις συζητήσεις ουσίας για λόγους εντυπωσιασμού;
* Ο κ. Γιάννης Σπιλάνης είναι καθηγητής Τμήματος Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Αιγαίου.
https://www.kathimerini.gr/