ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ
Η ρωσική επιθετικότητα και εισβολή στην ουκρανική επικρατεια
ανασύρει σχεδόν αυτόματα συγκεκριμένες μνήμες από το Καλοκαίρι του ’74. Γι’ αυτό τον λόγο, οφείλουμε να προσχωρήσουμε σε μια αναπόφευκτη προκαταρκτική επισήμανση, που συνδέει αυτές τις μνήμες με τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα,....
Σε αυτό το πλαίσιο, είμαστε υποχρεωμένοι να επαναξιολογήσουμε τις αντοχές και τα ρήγματα της διεθνούς κοινότητας, να κατανοήσουμε τη μεγαλύτερη εικόνα που διαμορφώνεται και να στοχαστούμε για τις νέες διαχωριστικές γραμμές που πρέπει να χαραχθούν ανάμεσα στον πολιτισμό και την οργανωμένη βαρβαρότητα.
Η ρωσική εισβολή και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο σύνολο της ουκρανικής επικράτειας αποδεικνύουν, ότι ο πραγματικός στόχος της Μόσχας δεν είναι απλά η προστασία των ρωσικών πληθυσμών σε συγκεκριμένες περιοχές της Ουκρανίας, αλλά η ακύρωση της ουκρανικής κυριαρχίας και η «φινλανδοποίηση» της χώρας. Με τον όρο «φινλανδοποίηση» δεν εννοούμε μόνο τη διαχείριση της ουκρανικής εξωτερικής πολιτικής από το Κρεμλίνο, αλλά και την απρόσκοπτη ανάμιξη του τελευταίου στην πολιτική ζωή της Ουκρανίας με στόχο τον αποτελεσματικό έλεγχό της. Επομένως, η Ρωσία δεν προσβλέπει μόνο στον εδαφικό ακρωτηριασμό της ουκρανικής επικράτειας, αλλά στοχοποιεί την πολιτική ανεξαρτησία της Ουκρανίας και βάλλει κατά της αυτοδιάθεσης του ουκρανικού λαού.
Η Μόσχα επιδιώκει να αναλάβει την πολιτική διαχείριση της Ουκρανίας, όχι τόσο επειδή πάσχει από κάποιο σύνδρομο περικύκλωσης –πώς να περικυκλώσεις άραγε τη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα στον κόσμο- ούτε επειδή υπάρχει κάποιο ανοιχτό ζήτημα για την αποστρατιωτικοποίηση και την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας, όπως δηλώνει ο Πρόεδρος Πούτιν. Η Μόσχα έχει αποδείξει ότι δεν έχει αναστολές αναφορικά με τη χρήση ένοπλης βίας και την εμπλοκή της σε ένοπλες συρράξεις, καθώς ακόμη και κατά την περίοδο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, αν και ήταν αδύναμη και καθόλου «περικυκλωμένη από το ΝΑΤΟ», επενέβη στρατιωτικά στη Μολδαβία για να στηρίξει την απόσχιση της Υπερδνειστερίας. Περαιτέρω, πρέπει να θυμίσουμε ότι η Μόσχα έχει συμφωνήσει να εγγυηθεί τα σύνορα και την κυριαρχία της Ουκρανίας ήδη από το 1994, όταν συνυπέγραψε με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και την Ουκρανία το Πρωτόκολλο της Βουδαπέστης, με το οποίο το Κίεβο παρέδιδε στη Μόσχα το σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο που βρισκόταν στην ουκρανική επικράτεια. Η δε υποτιθέμενη επιρροή της ναζιστικής ιδεολογίας στην Ουκρανία είναι μάλλον αμελητέα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των πιο πρόσφατων εκλογών.
Ουσιαστικά, το Κρεμλίνο κατασκευάζει ένα εύπεπτο αφήγημα για ευρεία κατανάλωση εντός και εκτός των ρωσικών συνόρων, προκειμένου να εφαρμόσει και να νομιμοποιήσει την αναθεωρητική πολιτική του. Στην πραγματικότητα, επιδιώκει να αποδείξει και να καταστήσει τετελεσμένο γεγονός, πως δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας χωρίς τη συμμετοχή της Ρωσίας και τον σεβασμό των συμφερόντων και των φιλοδοξιών της. Η σημερινή Ρωσία αγωνίζεται να αρθεί σε επίπεδο αυτοκρατορικής εικονολατρίας που παραπέμπει στην τσαρική Ρωσία του 19ου αιώνα, όταν συμμετείχε στο Διευθυντήριο της Ευρώπης και συνδιαχειριζόταν την ευρωπαϊκή δημόσια τάξη ισότιμα με τις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Με άλλα λόγια, η Ρωσία επιθυμεί να επιστρέψει στα κλειστά fora όπου διαμορφώνεται η διεθνής πολιτική και ασκείται η υψηλή στρατηγική. Ωστόσο, αυτό το επιδιώκει πλέον με όρους εκφοβισμού και ωμής βίας, γιατί η «κάρτα μέλους» σε αυτές τις λέσχες προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κανονική δημοκρατία, θεσμικές εγγυήσεις και κράτος δικαίου. Και είναι πασίδηλο πως η Ρωσία δεν ανταποκρίνεται σε αυτές τις ελάχιστες και αυτονόητες προϋποθέσεις.
Με δεδομένο πως η Ρωσία είναι μια ανελεύθερη δημοκρατία που επιχειρεί να γοητεύσει προβάλλοντας το αποτελεσματικό (;) μοντέλο απολυταρχικής διακυβέρνησης και την στρατιωτική ισχύ της, η στρατηγική επιλογή του Κρεμλίνου είναι η ιδεολογική πόλωση. Απέναντι στη Δύση και τις αξίες που εκπροσωπεί, αλλά και σε ένα ευρύτερο κλίμα δημοκρατικής παραίτησης, καθώς οι δείκτες δημοκρατίας υποχωρούν διαρκώς σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ρωσία επιλέγει να συμπαραταχθεί με κάθε δυνατό τρόπο, με άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα και ανελεύθερες δημοκρατίες, όπως η Κίνα.
Οι σινορωσικές σχέσεις διαθέτουν συνεκτικό θεσμικό αποτύπωμα ήδη από το 2001 στο πλαίσιο του ευρασιατικού Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, ενώ διευρύνονται διαρκώς στο επίπεδο οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις ενεργειακές συμφωνίες που οι δύο χώρες σύναψαν. Όσον αφορά στις τρέχουσες εξελίξεις, το Πεκίνο δεν καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (απείχε στη σχετική ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μαζί με την Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), παρά το γεγονός, ότι εδώ και δεκαετίες επαναλαμβάνει μονότονα, ότι σέβεται την κυριαρχία όλων των κρατών και καταδικάζει την επέμβαση και την ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις τους. Προφανώς, το Πεκίνο έχει παρόμοια ενδιαφέροντα με την Μόσχα, και είναι παραπάνω από προφανής η αναλογία μεταξύ της Ταϊβάν και του «εγγύς εξωτερικού», όπως ορίζει η Ρωσία τα κράτη που ήταν κάποτε Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες (π.χ. Ουκρανία και Γεωργία) και σήμερα τα αντιλαμβάνεται ως χώρο αποκλειστικής και προνομιακής άσκησης της επιρροής της, ακόμη και με την εφαρμογή του μοντέλου της «φινλανδοποίησης».
Τέλος, οι αναλογίες που μπορούμε να εντοπίσουμε ανάμεσα στη Μόσχα και την Άγκυρα θα έπρεπε να μας ανησυχούν ιδιαίτερα. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σοκάρει και καταρρίπτει πολλά ταμπού για την ευρωπαϊκή ήπειρο, ειδικά το απαραβίαστο της κυριαρχίας και των συνόρων, με τον πιο ωμό και χυδαίο τρόπο. Χωρίς να παραγνωρίζουμε το προηγούμενο του Αττίλα, η συμπεριφορά της Ρωσίας δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για επόμενα, καθώς είναι πιο πιθανό να βρεθούν μιμητές της. Ο τούρκος Πρόεδρος στην τελευταία επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα έθεσε ζήτημα «επικαιροποίησης» της Συνθήκης της Λωζάννης στο πλαίσιο της διόρθωσης των ιστορικών αδικιών, όπως υπονοούν οι διαρκείς δηλώσεις του για τα σύνορα της καρδιάς του και τη λεγόμενη Γαλάζια Πατρίδα.
Παρόμοια, η πιο πρόσφατη κλιμάκωση των τουρκικών διεκδικήσεων με τη συσχέτιση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου και της υποτιθέμενης προηγούμενης αποστρατιωτικοποίησής τους, μοιάζει με τις προσχηματικές ρωσικές απαιτήσεις για την αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας. Περιττό, να επισημανθεί, η ομοιότητα του ερντογανικού νέο-οθωμανισμού με τις τσαρικές αυτοκρατορικές αναφορές του Πούτιν, την ίδια στιγμή που αμφότεροι αποκαθηλώνουν τους υπεύθυνους των υποτιθέμενων ιστορικών αδικιών, δηλαδή, τον Κεμάλ και τον Λένιν αντίστοιχα.
Όσο οι επιλογές της Μόσχας σπέρνουν ανησυχία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα του ΝΑΤΟ, η Άγκυρα αξιολογεί και εκτιμά την κατάσταση που δημιουργείται διατηρώντας τον οικείο της ρόλο, του επιτήδειου ουδέτερου. Επομένως, σε αυτό το αναλυτικό πλαίσιο, η επιλογή της πρόληψης και της αξιόπιστης αποτροπής φαντάζει μονόδρομος, έστω και ανηφορικός, για την Αθήνα.
Ο κόσμος μας, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, θα είναι διαφορετικός γιατί δεν συμμερίζονται όλοι, και όχι μόνο η Ρωσία, την ίδια εννοιολόγηση των θεμελιωδέστερων κανόνων και αρχών του διεθνούς δικαίου. Ο ολοκληρωτισμός και ο αναθεωρητισμός παρουσιάζονται ως ελκυστικές επιλογές, και μάλλον οι πρόθυμοι να ακολουθήσουν την κατηφόρα τους είναι περισσότεροι σε σχέση με εκείνους που εργάζονται και επενδύουν στη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις θεμελιώδεις ελευθερίες, τους θεσμούς και την ειρήνη. Η συζήτηση για τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο ξεκίνησε σχεδόν με τη νέα χιλιετία σε ακαδημαϊκό/θεωρητικό επίπεδο. Πλέον, ίσως η πραγματικότητα προσαρμόζεται στη θεωρία. Και αυτά, είναι τα άσχημα νέα για το μέλλον του κόσμου μας.
https://www.news247.gr/