Την ώρα που το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει προκαλέσει τριγμούς στην πολιτική σκηνή της χώρας, οι New York Times βάζουν στο μικροσκόπιο τα ελληνικά ΜΜΕ και τι συμβαίνει σε αυτά.
Στο εκτενές τους άρθρο, με τίτλο “How Free Is the Press in the Birthplace of Democracy? (Πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος στη γενέτειρα της Δημοκρατίας;) οι NYT περιγράφουν την καθοδική πορεία που ακολουθούν τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, καθώς όπως αναφέρεται, και είχε γίνει γνωστό, η παρακολούθηση των δημοσιογράφων έκανε την Ελλάδα να πέσει από την 70η στην 108η θέση στην τελευταία έκθεση για την ελευθερία του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα – τη χαμηλότερη κατάταξη σε όλη την Ευρώπη.
Το άρθρο αρχίζει με την ιστορία του Σταύρου Μαλιχούδη, του ερευνητή δημοσιογράφου που τον Νοέμβρη του 2021 ανακάλυψε ότι παρακολουθείται από την ΕΥΠ. Όπως αναφέρεται, ο Σταύρος Μαλιχούδης σκρολάροντας στο Facebook “έπεσε” πάνω σε δημοσίευμα της ΕΦΣΥΝ, το οποίο ανέφερε πως η κεντρική ελληνική υπηρεσία πληροφοριών (ΕΥΠ) παρακολουθούσε στενά τις δραστηριότητες ανθρώπων των οποίων οι εργασίες σχετίζονται με τους πρόσφυγες, ακόμη και παρακολουθώντας τα τηλέφωνά τους. Ο κ. Μαλιχούδης έμεινε άναυδος, καθώς διαβάζοντας το εν λόγω δημοσίευμα διαπίστωσε πως αρκετές λεπτομέρειες του ήταν γνώριμες.
“Ένας δημοσιογράφος που ενδιαφέρει τις υπηρεσίες πληροφοριών”, αποκάλυπτε το δημοσίευμα της εφημερίδας, “έκανε ρεπορτάζ για έναν νεαρό πρόσφυγα από τη Συρία που φυλακίστηκε στην Κω”. Ο κ. Μαλιχούδης ερευνούσε ακριβώς μια τέτοια ιστορία. Επικοινώνησε αμέσως με τους δημοσιογράφους της ΕΦΣΥΝ, οι οποίοι επιβεβαίωσαν ότι ο ανώνυμος δημοσιογράφος στην ιστορία ήταν στην πραγματικότητα ο ίδιος! Σύμφωνα με το ρεπορτάζ τους, η ΕΥΠ παρακολουθούσε τις δραστηριότητές του για το ειδησεογραφικό πρακτορείο Solomon και είχε υποκλέψει το τηλέφωνό του. Έχοντας εξασφαλίσει ένταλμα παρακολούθησης δύο μηνών από εισαγγελέα, οι αρχές ήταν ελεύθερες να ακούσουν οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική κλήση του. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι δεν απάντησαν σε αίτημα για σχολιασμό σχετικά με τις υποκλοπές, σημειώνουν οι NYT.
«Φοβήθηκα πολύ», είπε ο Σταύρος Μαλιχούδης στους New York Times, ο οποίος όπως αναφέρεται, για μήνες δεν ήξερε τι να κάνει. “Όταν μίλησα με τη μητέρα μου, με τους φίλους μου, με τις πηγές μου, ένιωσα πραγματικά εκτεθειμένος”, σχολίασε και παραδέχθηκε ότι σταμάτησε σε μεγάλο βαθμό να χρησιμοποιεί το τηλέφωνό του.
Το διάστημα που ο κ. Μαλιχούδης έμαθε για πρώτη φορά πως ο ίδιος ήταν θύμα των παρακολουθήσεων, ο ασκός του αιόλου είχε ανοίξει. Ένας οικονομικός δημοσιογράφος, ο Θανάσης Κουκάκης, έμαθε και εκείνος ότι είχε επίσης πέσει θύμα υποκλοπών. Το δημοσίευμα των New York Times αναφέρει οτι η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη παραδέχθηκε ότι η κρατική υπηρεσία πληροφοριών παρακολουθούσε αρχηγό της αντιπολίτευσης, τον Νίκο Ανδρουλάκη. Δύο κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του ανιψιού του πρωθυπουργού, παραιτήθηκαν. Ήταν η αρχή του “ελληνικού Watergate”, προσθέτουν οι NYT.
Με αφορμή το σκάνδαλο κατασκοπείας και πώς αυτό παρουσιάστηκε και παρουσιάζεται από τα περισσότερα ΜΜΕ, τέθηκε ένα πιο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το εάν μια χώρα, γνωστή για τις παραλίες και τα μνημεία της, αγωνίζεται να διατηρήσει τις δημοκρατικές της αξίες.
Τι έγινε με τα ΜΜΕ στην Ελλάδα; Πώς ακόμη και η υποψία οτι η κυβέρνηση κατασκοπεύει δημοσιογράφους και ηγέτες της αντιπολίτευσης αντιμετωπίστηκε αρχικά με “σήκωμα των ώμων”; αναρωτιούνται οι New York Times.
Η οικονομική επισφάλεια της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα εντείνει το πρόβλημα της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας.
Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης που ξεκίνησε στα τέλη του 2009 και ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα δημοσιογραφικά γραφεία αντιμετώπισαν σημαντικές περικοπές στον προϋπολογισμό και μαζικές απολύσεις. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, η κυβέρνηση διέθεσε 20 εκατομμύρια ευρώ για μια διαφημιστική εκστρατεία για τη δημόσια υγεία και διένειμε τα κεφάλαια σε μεγάλο βαθμό σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς που υπερασπίστηκαν τους σκοπούς της.
“Πολλά μέσα που θεωρούνται αντιπολιτευόμενα, έλαβαν λιγότερα έσοδα από διαφημίσεις σε σύγκριση με πιο φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα”, έγραψε σε επιστολή το International Press Institute, μη κερδοσκοπικός οργανισμός για την ελευθερία του Τύπου προς την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Ενώ πολλοί Έλληνες φαίνεται να πιστεύουν ότι η δημοσιογραφία είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία, λίγοι φαίνονται διατεθειμένοι να πληρώσουν για αυτήν, τονίζουν οι ΝΥΤ. Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η μέση κυκλοφορία των πολιτικών εφημερίδων μειώθηκε δραματικά, σε 216.500 το 2011 από 400.000 το 2005. Μεταξύ 2011 και 2021, οι πωλήσεις ημερήσιων εφημερίδων μειώθηκαν κατά 74%, σύμφωνα με ετήσια στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ.
Δεν είναι όμως το σκάνδαλο των υποκλοπών ή η κατάσταση των ελληνικών ΜΜΕ κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της κρίσης, αλλά και άλλα γεγονότα που αντικατοπτρίζουν τη δεινή θέση των ΜΜΕ στην Ελλάδα, με το άρθρο των New York Times να αναφέρεται και στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, ο οποίος πυροβολήθηκε θανάσιμα έξω από το σπίτι του, σε αυτό που οι ειδικοί της αστυνομίας περιέγραψαν αργότερα ως «συμβόλαιο θανάτου σαν μαφία».
Το ζήτημα που εγείρεται εδώ είναι πως η έρευνα για τον εντοπισμό των δραστών φαίνεται να έχει σταματήσει επ’ αόριστον.
Το άρθρο κάνει λόγο για απειλές τόσο σοβαρές κατά της ελευθεροτυπίας, που τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συγκάλεσαν πρόσφατα μια συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στην Αθήνα για να καταλήξουν, μεταξύ άλλων, στο βάθος των καταγγελιών για τις παρακολουθήσεις. Παραθέτει μάλιστα τις δηλώσεις του Στέφανου Λουκόπουλου, του μη κερδοσκοπικού οργανισμού παρακολούθησης και διαφάνειας, Vouliwatch, πως η κατάσταση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα απειλεί επίσης την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.
“Αυτό που συνέβη με τα ελληνικά κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης είναι η ‘αιχμαλωσία’ του Τύπου από τις εταιρείες και την κυβέρνηση”, είπε. Ο πρωθυπουργός, πρόσθεσε, “έθεσε την ΕΡΤ υπό τον άμεσο έλεγχό του όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το 2019”.
Είναι ωστόσο τα νεότερα και μικρότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, πέρα από τον διεθνή Τύπο, που συνεχίζουν να καλύπτουν το σκάνδαλο των υποκλοπών, με το άρθρο να φιλοξενεί τις δηλώσεις της δημοσιογράφου Ελίζας Τριανταφύλλου, η οποία σε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ερευνούσε τη χρήση spyware, ανέφερε πως για αρκετούς μήνες ήταν μόνοι τους σε όλο αυτό. “Δύο πολύ μικρά μέσα ενημέρωσης, με πολύ περιορισμένους πόρους… Και για όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης -εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση- η ιστορία δεν υπήρχε”, είχε πει.
Εκτενής αναφορά γίνεται επίσης και στην ψήφιση νόμου από την κυβέρνηση της ΝΔ με τον οποίο διευκολύνεται ακόμη περισσότερο η σύλληψη δημοσιογράφων. Με στόχο φαινομενικά τις «ψευδείς ειδήσεις», αυτός ο νόμος απειλεί με φυλάκιση «οποιονδήποτε δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία». Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η σαρωτική γλώσσα αυτού του νόμου σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης ακόμη και όταν φαίνονταν να επικρίνουν την κυβέρνηση.
Κλείνοντας, οι NYT κάνουν λόγο και για το ευρύτερο κλίμα δυσπιστίας από τους πολίτες για τους δημοσιογράφους, παραθέτοντας πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, σύμφωνα με την οποία μόνο το 27% των Ελλήνων δήλωσε ότι αισθάνεται ότι μπορεί να εμπιστευτεί τις ειδήσεις γενικά.
Ωστόσο, μόνο το 7% των Ελλήνων δήλωσε ότι τα μέσα ενημέρωσης της χώρας ήταν απαλλαγμένα από κυβερνητική επιρροή και το 8% από εμπορικά συμφέροντα – τα χαμηλότερα ποσοστά ανάμεσα σε 46 χώρες. Έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2016 διαπίστωσε ότι μόνο το 12% πιστεύει ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης παρέχουν πληροφορίες χωρίς πολιτική ή εμπορική πίεση. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του δικτύου Ταχείας Ανταπόκρισης για την Ελευθερία των Μέσων στην Ευρώπη, «η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα συνέχισε την αξιοσημείωτη επιδείνωση της» φέτος.