Λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη δημοσίευση ανυπόγραφου άρθρου που «στοχοποιούσε» τον αρχηγό Στόλου, αντιναύαρχο Παναγιώτη Λυμπέρη, ένα νέο, ενυπόγραφο άρθρο αναφέρθηκε με σαφώς επικριτικό τρόπο στα πεπραγμένα του αρχηγού του... Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας (Α/ΓΕΕΘΑ), στρατηγού Κωνσταντίνου Φλώρου.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Και στις δύο περιπτώσεις τα άρθρα προκάλεσαν ποικιλία αντιδράσεων και αποτέλεσαν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, καθώς σχολιάστηκαν ευρέως η προέλευσή τους, οι εμφανείς και τυχόν αφανείς στοχεύσεις τους και η χρονική συγκυρία της δημοσιοποίησής τους.
Τα άρθρα ερμηνεύθηκαν είτε ως απόπειρα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών είτε ως επίθεση κατά των Ενόπλων Δυνάμεων. Και μάλιστα, σε άκαιρη στιγμή, καθώς η κατάσταση στα Ελληνοτουρκικά είναι τεταμένη και πολλοί εκτιμούν ότι η δημοσιοποιηθείσα δημοσκοπική κάμψη του Ερντογάν κατά τον τελευταίο μήνα ίσως τον οδηγήσει σε τυχοδιωκτικές ενέργειες επί του πεδίου, ώστε να ανακάμψει.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μερικές βασικές παραδοχές:
- Πρώτον, ουδείς -ανεξαρτήτως θέσης και αξιώματος- είναι υπεράνω κριτικής και φυσικά ο ασκών την κριτική αναλαμβάνει και την ευθύνη των επιχειρημάτων του.
- Δεύτερον, επειδή τα δύο προαναφερθέντα πρόσωπα αποτελούν μέλη της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας, υποχρέωση άμεσης απάντησης (εφόσον τα αναφερόμενα κριθεί ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα) ή ενέργειας (εφόσον αξιολογηθούν ως βάσιμα) έχει ο πολιτικός προϊστάμενος των Ενόπλων Δυνάμεων, ο υπουργός Εθνικής Αμυνας. Στην πρώτη περίπτωση η απάντηση, με τη μορφή γενικόλογης αναφοράς, ήρθε με καθυστέρηση, ενώ στην πιο πρόσφατη -μέχρις στιγμής- δεν έχει διατυπωθεί.
- Τρίτον, υπάρχει διαφορά μεταξύ Ενοπλων Δυνάμεων και προσώπων. Δυστυχώς για τα δεύτερα, δηλαδή για όλους μας, ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος» ή, για εκφραστούμε απόλυτα κυνικά, τα νεκροταφεία είναι γεμάτα με αναντικατάστατους.
Απόντες
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο άρθρων είναι η παρουσίαση της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας (ΥΠΕΘΑ) και συγκεκριμένα του έχοντα την πολιτική ευθύνη και οικονομική εξουσία, υπουργού Εθνικής Αμυνας, ως παντελώς απόντα από τα τεκταινόμενα.
Στην περίπτωση του άρθρου για τον αντιναύαρχο Λυμπέρη, που κατά το δημοσίευμα «προκειμένου [να] σηκώσει “μπαϊράκι” απέναντι στις αποφάσεις της ηγεσίας, καθήλωσε ελικόπτερα, άφησε φρεγάτες χωρίς κινητήρες και, σύμφωνα με πληροφορίες, επιχείρησε να αποκρύψει συμβάντα», η πολιτική ηγεσία απλώς… αδρανεί («μάλλον η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία θα πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με την περίπτωσή του, προτού να είναι πολύ αργά»).
Στην περίπτωση του άρθρου για τον στρατηγό Φλώρο, οι υπόλοιποι αρχηγοί και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας «είναι τουλάχιστον αμήχανοι απέναντί του και δείχνουν αιφνιδιασμένοι κάθε φορά από την προσωπική του στρατηγική. Οπως και το Μαξίμου και το ΥΠΕΞ ενίοτε». Δηλαδή, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ απλώς… παρακολουθεί.
Για λόγους που δεν είναι γνωστοί στον συντάκτη του κειμένου, αλλά σε κάθε περίπτωση παντελώς ακατανόητοι, η παρούσα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ φέρεται στην πράξη ότι έχει αποποιηθεί την ευθύνη του πολιτικού ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων.
Καταρχήν, φαίνεται ότι αποδέχθηκε, χωρίς να θέσει οποιοδήποτε πλαίσιο ή να μεριμνήσει για την επίτευξη ενός νέου σημείου ισορροπίας ή μίας διαδικασίας εξομάλυνσης των όποιων τριβών, πολύ συγκεκριμένη ερμηνεία της έννοιας της κάθετης δομής διοίκησης, η οποία, όπως δείχνουν οι μέχρι σήμερα εξελίξεις, είχε ως πυρήνα της τη μετατροπή των αρχηγών των Γενικών Επιτελείων σε «εκπροσώπους του Α/ΓΕΕΘΑ». Ομως, αποδεχόμενη την ολοκληρωτική μετατροπή των Γενικών Επιτελείων σε υποταγμένες διοικήσεις του ΓΕΕΘΑ, η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ στην πράξη επέτυχε τον αυτο-αποκλεισμό της από τις Ενοπλες Δυνάμεις και περιορίστηκε στη λήψη πληροφοριών, εκτιμήσεων και προτάσεων αποκλειστικά από έναν επιτελικό φορέα.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, περιόρισε τη δυνατότητα έκφρασης διαφορετικής άποψης, την εξέταση διαφορετικών επιλογών και τη σύνθεση απόψεων. Αντί, λοιπόν, να καθοδηγεί τη λήψη των αποφάσεων με βάση τις πολιτικές της εκλεγμένης κυβέρνησης, μετατράπηκε σε παρακολούθημα των εξελίξεων.
Εξίσου απλά, τα τεκταινόμενα από το επίπεδο του ΓΕΕΘΑ και κάτω «βγήκαν» εκτός εικόνας του υπουργείου. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ τα θεωρεί τεχνοκρατικά ζητήματα, η αντιμετώπιση των οποίων θα έπρεπε να αφεθεί στους ειδικούς (στρατιωτικούς). Στην πράξη πρόκειται για παντελώς αφελή και πολιτικά αυτοκτονική απόφαση.
Για παράδειγμα, πότε οι «ειδικοί» αποφάσισαν σωστά; Οταν έστειλαν τις Διευθύνσεις Οπλων σε «εξορία» εκτός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) ή πριν από μερικούς μήνες, όταν αποφάσισαν τον «επαναπατρισμό» τους, μετατρέποντάς τες σε νομάδες, αφού οι χώροι που αρχικά κατείχαν καταλήφθηκαν από άλλα κομμάτια της στρατιωτικής γραφειοκρατίας; Οταν καταργήθηκε η λειτουργία κέντρων εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων, όπως το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων στο Μεσολόγγι, ή τώρα που, σύμφωνα με δημοσιεύματα τοπικών μέσων ενημέρωσης, αποφασίστηκε η επανεργοποίησή του; Οταν το 2008 εισηγήθηκαν τον παροπλισμό των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3B Orion ή όταν, μερικά χρόνια αργότερα, εισηγήθηκαν τη γενική επισκευή και τον εκσυγχρονισμό τους;
Για να γίνει αντιληπτό, έστω και την ύστατη στιγμή, ότι σε μία δημοκρατία οι Ενοπλες Δυνάμεις πρέπει να είναι υποταγμένες στην πολιτική εξουσία και ότι ακόμη και σε τομείς που θεωρούνται αυστηρά «τεχνικοί» υπάρχει πεδίο άσκησης ουσιαστικής πολιτικής (με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ξέρουμε τι θέλουμε να κάνουμε), ας αναφέρουμε ότι η σημερινή διακλαδική δομή διοίκησης και ελέγχου των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ και γενικότερα η ενσωμάτωση της διακλαδικότητας σε όλες τις λειτουργικές πτυχές αποτελεί έργο του περιβόητου νόμου Γκόλντγουοτερ – Νίκολς (τα ονόματα των δύο νομοθετών) του 1986.
Ας σημειωθεί επίσης ότι οι διοικητές των 11 διακλαδικών, ενοποιημένων διοικήσεων μάχης των ΗΠΑ (επτά γεωγραφικών και τεσσάρων λειτουργικής βάσης), που διεξάγουν τις επιχειρήσεις σε ειρήνη, κρίση και πόλεμο, υπάγονται απευθείας στον πρόεδρο των ΗΠΑ, μέσω του υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ και ότι το συμβούλιο των αρχηγών επιτελείων (JCS: Joint Chiefs of Staff) δεν έχει ουδεμία εξουσία επιχειρησιακής διοίκησης επί αυτών.
Έλλειψη αντίδρασης
Επιπρόσθετα, η παρούσα πολιτική ηγεσία του υπουργείου, αποδεχόμενη ή επιβάλλοντας την πλήρη μυστικοπάθεια, σε συνδυασμό με τη σχεδόν καθολική έλλειψη αντίδρασης της αντιπολίτευσης, εκμηδένισε τον ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για την εθνική άμυνα, αφού τα πάντα διαβαθμίστηκαν. Είναι ακόμη νωπή η κατακραυγή περί παραβίασης των μυστικών της Πολιτείας που ξεσήκωσε η αναφορά βουλευτή της αντιπολίτευσης από ακριτικό νησί στην παρουσία τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης (ΤΟΜΑ) BMP-1 επί αυτού.
Ο υπουργός Εθνικής Αμυνας εξεμάνη και πραγματοποίησε την περιβόητη αναφορά περί «ελβετικού τυριού». Το γεγονός ότι σε ετήσια βάση η χώρα υποβάλει στο αποθετήριο στη Βιέννη αναλυτικούς καταλόγους με το προσωπικό και τα κύρια οπλικά συστήματα (συμπεριλαμβανομένων των αριθμών κυκλοφορίας τους) που βρίσκονται αναπτυγμένα σε όλη την επικράτεια της χώρας είτε ήταν άγνωστο στον υπουργό είτε στον πυρετό υπεράσπισης των κρατικών μυστικών… ξεχάστηκε.
Χαρακτηριστική της κατάστασης θα μπορούσε να θεωρηθεί η παρουσία αμφότερων στην εκδήλωση για το ίδρυμα του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Αν παρακάμψει κανείς το ζήτημα παρουσίας του Α/ΓΕΕΘΑ σε πολιτική εκδήλωση, και μάλιστα με τη στολή του, η φωτογραφία τον καταγράφει να κάθεται στην πρώτη σειρά θέσεων, ενώ τον αμήχανο υπουργό Εθνικής Αμυνας στη δεύτερη…
newsbreak.gr