3 Φεβ 2023

Δικαστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών βάζει «φρένο» στους πλειστηριασμούς των funds


 Την ώρα που 700.000 δανειολήπτες περιμένουν με κομμένη την ανάσα την κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, για το εάν οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως εντολοδόχοι των funds να προβαίνουν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς της... περιουσίας τους, μία νέα δικαστική απόφαση, που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, βάζει «φρένο» στους πλειστηριασμούς σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων δανειοληπτών.

Πρόκειται για την υπ' αριθμόν 25/2023 απόφαση, που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείου Αθηνών υπό τον δικαστή Χαράλαμπο Σεβαστίδη, με την οποία ανεστάλη πλειστηριασμός μία μέρα πριν πραγματοποιηθεί, έπειτα από προσφυγή του δανειολήπτη στη Δικαιοσύνη.

Για το ζήτημα αυτό έχουν υπάρξει αντικρουόμενες αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, αλλά και πολλών Εφετείων και Πρωτοδικείων της χώρας, με αποτέλεσμα το θέμα να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για οριστική επίλυση. Η σχετική απόφαση αναμένεται να εκδοθεί εντός των δύο επόμενων μηνών και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς αφορά εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες.

Να σημειωθεί ότι, ο Αντεισαγγελέας ΑΠ Παναγιώτης Παναγιωτόπουλος, στην εισήγηση του στην Ολομέλεια ΑΠ τάχθηκε υπέρ των funds, εν αντιθέσει με τον ΔΣΑ που πήρε το μέρος των δανειοληπτών.

Η υπ’ αριθμόν 25/2023 απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Εφετείου Αθηνών εξεδόθη στις 23 Ιανουαρίου του 2023 και έχει δημοσιευτεί ολόκληρη στο antimolia.gr.

Διαβάστε την αναλυτικά:

«…Κατά τις διατάξεις του άρθρου 938 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την προσθήκη τους με το άρθρο 60 Ν. 4842/2021 από 1.1.2022 (κατ’ άρθρο 120 Ν. 4842/2021) και εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2022 (άρθρο 116 παρ. 6γ του ίδιου νόμου), α) επί κατάσχεσης ακινήτου, η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου και β) η αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή του πλειστηριασμού, είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, ενώ η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00΄ το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις της παραδεκτής άσκησης αίτησης αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης επί ακινήτων είναι: 1) η νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση έφεσης κατά της οριστικής (απορριπτικής της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ) απόφασης από τον αιτούντα, β) ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης βλάβης στον αιτούντα από την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και γ) η πιθανολόγηση ευδοκίμησης (ενός τουλάχιστον) λόγου έφεσης. Πρόσθετη προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης είναι, αν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, η κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του αρμοδίου (δευτεροβάθμιου) Δικαστηρίου το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 152 ΚΠολΔ «1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. 3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής» ενώ, κατά την επομένη διάταξη του άρθρου 153 του ίδιου Κώδικα, «Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 154 ΚΠολΔ, «Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, εάν υπάρχει εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία». Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 155 ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 7 Ν. 4842/2021 και εφαρμόζεται από 1.1.2022 και επί εκκρεμών υποθέσεων, κατά τα ρητώς οριζόμενα από τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 116 παρ. 1 περ. β` και 120 του αυτού ως άνω Νόμου, «1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο. Όταν στις περιπτώσεις των άρθρων 237 και 238 υποβάλλεται με τις προτάσεις και αίτημα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση, αυτές κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου, εφόσον ο διάδικος έχει ενημερώσει προηγουμένως τον αντίδικό του περί της ενέργειάς του αυτής, με την αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση, η αποτύπωση του οποίου προσκομίζεται στον σχετικό φάκελο. Στην περίπτωση αυτή η αντίκρουση από τον αντίδικό γίνεται σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κατάθεση των εκπρόθεσμων προτάσεων. 2. Η αίτηση της παρ. 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο τύπος». Από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η ενώπιον του εφετείου αίτηση επαναφοράς υποβάλλεται με το δικόγραφο της έφεσης ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης του συνιστώντος την ανώτερα βία εμποδίου ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου (ΑΠ 854/2018, ΑΠ 443/2015, ΑΠ 2139/2014, NOMOS), πρέπει δε να αναφέρει τους λόγους, για τους οποίους δεν ήταν δυνατή η τήρηση της προθεσμίας, τον χρόνο της άρσης του εμποδίου, το οποίο συνιστούσε την ανωτέρα βία ή της γνώσης του δόλου του αντιδίκου και τα προς απόδειξή τους αποδεικτικά στοιχεία (ΑΠ 1075/2015, ΑΠ 204/2014, NOMOS). Στην έννοια της «ανωτέρας βίας» εντάσσεται οποιοδήποτε γεγονός, το οποίο αντικειμενικά καθιστά αδύνατη την τήρηση κάποιας δικονομικής προθεσμίας και σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί ακόμη και με τη λήψη μέτρων άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 937/2020, ΑΠ 932/2020, ΑΠ 800/2019, ΑΠ 275/2019, ΑΠ 824/2018, ΑΠ 214/2016, ΑΠ 949/2015). Το πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του διαδίκου δεν συνιστά λόγο επαναφοράς κατ’ άρθρο 152 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 908/2006), ο δε πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε λογικά ενδεικνυόμενη (υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις), συνετή και άκρως επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι τη λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση (άρθρο 116 ΚΠολΔ) για την επιχείρηση της συγκεκριμένης διαδικαστικής πράξης (ολΑΠ 29/1992, ΑρχΝ 1992/746, ΑΠ 1119/2017, ΑΠ 178/2011). Με βάση τα προαναφερόμενα ως λόγος ανωτέρας βίας πρέπει σαφώς να εκλαμβάνεται και η δημοσίευση της πρωτόδικης απόφασης, επί της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, σε χρόνο μετά τη λήξη της ανωτέρω 5ήμερης προθεσμίας ή και σε χρόνο που απέχει ελάχιστα από την λήξη της προθεσμίας αυτής, που ενόψει και των ειδικότερων συνθηκών της κάθε υπόθεσης καθιστά αδύνατη την λήψη εντολής από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, την μελέτη της πρωτόδικης απόφασης, την σύνταξη δικογράφου έφεσης και αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας.

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών ζητεί με την υπό κρίση αίτησή του, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του με την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………., με την οποία κατασχέθηκαν και εκτίθενται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023 τα περιγραφόμενα στην αίτηση ακίνητά του, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της (περιεχόμενης στο ίδιο δικόγραφο) από 23.1.2023 έφεσής της (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023), που άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ………./22.7.2022 ανακοπή του και οι από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, για τον λόγο ότι είναι βέβαιο ότι η έφεσή του θα ευδοκιμήσει και αν πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη. Περαιτέρω, ο αιτών ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση κατά τις διατάξεις των άρθρων 152 επ. ΚΠολΔ, ώστε να θεωρηθεί εμπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναστολής, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ 5ήμερη προθεσμία, πριν τον επίδικο πλειστηριασμό, που έχει οριστεί για την 25.1.2023, διότι η εκκαλούμενη (με αριθμό 126/2023) απόφαση δημοσιεύτηκε την 16.1.2023, θεωρήθηκε την 17.1.2023 και αντίγραφο αυτής έλαβε ο αιτών το μεσημέρι της 18.1.2023, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη, χωρίς υπαιτιότητα του αιτούντος, η τήρηση της πιο πάνω 5ήμερης προθεσμίας. Τέλος, ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω λόγω του χρόνου επίδοσης της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμής), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η υπό κρίση αίτηση επαναφοράς έχει ασκηθεί παραδεκτά και εμπρόθεσμα (άρθρα 152 επ. ΚΠολΔ) και συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί αρχικά το βάσιμο της αίτησης αυτής (για επαναφορά στην πρότερη κατάσταση) και στη συνέχεια σε περίπτωση παραδοχής του αιτήματος αυτού να ερευνηθεί το βάσιμο της αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι η σχετική αίτηση είναι νόμιμη, σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 933, 938 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4842/2021), πλην του αιτήματος για καταδίκη της καθ’ ης η αίτηση σε καταβολή των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, το οποίο είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. γ΄ Ν. 4194/2013, όπως ισχύει σήμερα, επί αιτήσεως αναστολής πλειστηριασμού τα δικαστικά έξοδα και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται σε βάρος του αιτούντος.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος του αιτούντος εξεδόθη, μετά από αίτηση της «ΤΡΑΠΕΖΑ …….. Α.Ε.», η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Στις 21.1.2022 η καθ’ ης η αίτηση, ενεργώντας ως διαχειρίστρια της ένδικης απαίτησης για λογαριασμό της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», ειδικής διαδόχου της πιστώτριας τράπεζας, επέδωσε στον αιτούντα ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ανωτέρω διαταγής πληρωμής μετά της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία τον επέτασσε να της καταβάλει νομιμότοκα το παραπάνω ποσό και, στη συνέχεια, ελλείψει συμμόρφωσής του, επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας του, όπως λεπτομερώς περιγράφεται στην κρινόμενη αίτηση και στην με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. για μέρος του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής κεφαλαίου, ποσού 130.000,00 ευρώ. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση, που επιδόθηκε στον αιτούντα την 15.6.2022, ορίστηκε χρόνος για τη διενέργεια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 25.1.2023, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……………. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της καθ’ ης την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../22.7.2022 ανακοπή και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ……………../15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Η ανακοπή εκδικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων στις 6.12.2022 και εκδόθηκε σχετικά η με αριθμό 126/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της ανακοπής και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Η ανωτέρω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 16.1.2023, μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας του άρθρου 938 ΚΠολΔ για την κατάθεση αίτησης αναστολής του επικείμενου πλειστηριασμού ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου κατ’ άρθρο 938 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 23.1.2023 έφεση (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/23.1.2023) και παράλληλα με το ίδιο δικόγραφο άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτηση για αναστολή της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας. Στην εν λόγω αίτηση αναστολής του ο αιτών σωρεύει και αίτηση επαναφοράς στην πρότερη κατάσταση κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ λόγω ανωτέρας βίας, ισχυριζόμενος ότι απώλεσε άνευ ευθύνης του την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 938 παρ. 4 ΚΠολΔ πενθήμερη προθεσμία για την παραδεκτή άσκηση της ένδικης αίτησης αναστολής, διότι η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε μία μόλις ημέρα πριν την λήξη της προθεσμίας αυτής, ο ίδιος δε, παρά το ότι υπέβαλε έγκαιρα σχετική αίτηση, έλαβε γνώση και αντίγραφο της ως άνω πρωτόδικης απόφασης μόλις την 18.1.2023, ήτοι μετά την παρέλευση της πιο πάνω προθεσμίας. Με βάση τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι η απώλεια της ως άνω 5ήμερης προθεσμίας δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ενώ συντρέχει λόγος ανώτερης βίας, καθώς αφενός η προθεσμία αυτή είχε εκπνεύσει ήδη κατά την θεώρηση της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης αφετέρου η μετά τη λήψη από τον αιτούντα αντιγράφου της πρωτόδικης απόφασης και μέχρι την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της σωρευόμενης σ’ αυτήν αίτηση για αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας έγινε στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία του αιτούντος, την σύνταξη και την κατάθεση της ένδικης έφεσης και της αίτησης αναστολής, ενόψει των λόγων ανακοπής και έφεσης που προβλήθηκαν και της δυσκολίας του αντικειμένου της ένδικης ανακοπής. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση επαναφοράς ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα η αίτηση αναστολής.

Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ: «Ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Ως δικαιούχος, κατά τη διάταξη αυτή, νοείται το πρόσωπο που αναφέρεται στον τίτλο, δυνάμει του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση και στη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε περίπτωση που επέλθει καθολική ή ειδική διαδοχή του κεκτημένου εκτελεστού τίτλου προσώπου, προκειμένου να αρχίσει ή να συνεχιστεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε αρχίσει ο τελευταίος πριν από την διαδοχή. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο αρχικός δικαιούχος, που αναφέρεται στον τίτλο εκτέλεσης, μεταβιβάσει την απαίτησή του σε τρίτο και στη συνέχεια ο τελευταίος επαναμεταβιβάσει την απαίτηση στον αρχικό δικαιούχο, συντρέχει έδαφος εφαρμογής του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο εκ νέου αποκτών την αξίωση θεμελιώνει το δικαίωμά του στην νέα σύμβαση μεταβίβασης και συνεπώς ή ύπαρξη και η έκταση των αξιώσεών του εξαρτάται όχι από την αρχική σχέση, για την οποία εκδόθηκε η τίτλος εκτέλεσης, αλλά από την ύπαρξη και το κύρος της νεότερης συμφωνίας μεταβίβασης της απαίτησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη ανωτέρω διάταξη, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχο, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση έλαβε από αλλού γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τον διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα έγγραφα ή ως επικυρωμένα αντίγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ειδικότερα, στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής πρέπει να κοινοποιείται η ουσιαστικού δικαίου σύμβαση, διότι είναι απαραίτητη η αναγωγή στις επιμέρους συμφωνίες (λ.χ. της εκχώρησης), ώστε να διαπιστωθεί ο φορέας του επιδίκου δικαιώματος, που αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της νομιμοποίησης (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 598/2021, NOMOS, ΑΠ 345/2006, Δ (2006), 1170). Η ratio legis της θεσπισθείσας ειδικής πρόσθετης διατύπωσης του άρθρου 925 ΚΠολΔ εντοπίζεται στην αποφυγή αιφνιδιασμού του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη ως προς τη διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και εφαρμόζεται και επί μετάθεσης της νομιμοποίησης προς δικαστική επιδίωξη της απαίτησης από το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης σε τρίτο-μη δικαιούχο διάδικο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 περ. γ΄ Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων»: «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις». Επίσης, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1, 2 περ. α΄ και 4 του ανωτέρω νόμου προβλέπουν ότι: «1. Στις εταιρίες της περίπτωσης α` της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή/και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην της περίπτωσης δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 4261/2014. 2. Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: α. Τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης. 4. Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 1 του 4354/2015, το οποίο προβλέπει τη σύσταση της Εταιρείας Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και της Εταιρίας Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.), συνάγεται ότι στη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πρέπει να περιλαμβάνονται οι προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης και η σχετική σύμβαση μαζί με την επιταγή προς εκτέλεση πρέπει να κοινοποιείται στον καθ’ ου (ακόμα και εάν έλαβε γνώση της διαδοχής από αλλού), καθότι είναι έγγραφο (μεταξύ άλλων) που αποδεικνύει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, την ειδική διαδοχή στο πρόσωπο του επισπεύδοντος δανειστή και επομένως την νομιμοποίηση του, υπό την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, για την έναρξη ή συνέχιση της εκτέλεσης που έχει αρχίσει από τον δικαιοπάροχό του.

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 § 1 του ν. 3156/2003, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” νομικό μόνο πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα “ομολογίες” ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου που η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (§ 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (§ 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (§ 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020- απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυση τους με π. δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικός, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις . Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μία τέτοιας μεταβιβάσεως επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί με έγγραφη σύμβαση, η οποία σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (§ 16), η διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, το οποίο στην περίπτωση που η εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτήσεως) δεν εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Ειδικότερα, για την ως άνω σύμβαση διαχειρίσεως, η οποία κατά τα εννοιολογικά της στοιχεία ταυτίζεται με τη σύμβαση εντολής (713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπεύσεως (211 επ. ΑΚ), η παράγραφος 14 του ως άνω άρθρου 10, ορίζει τα ακόλουθα: “Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό Ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένο με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή”. Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ως άνω εταιρεία διαχειρίσεως ενεργεί πράξεις διαχειρίσεως ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της εταιρείας ειδικού σκοπού (αποκτήσεως). Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική) διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρίες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτού. Με άλλα λόγια δεν της απονέμει ενεργητική κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Ρυθμίζει απλά τους όρους και το πλαίσιο της εκτελέσεως εξώδικων διαχειριστικών (νομικών ή υλικών) πράξεων με σκοπό την είσπραξη (για λογαριασμό της εντολέως της, δικαιούχου) των απαιτήσεων από τους οφειλέτες. Εξάλλου η ανάγκη αποσυμφορήσεως και απαλλαγής των ελληνικών συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια πελατών τους υπήρξε πιεστική, κι έτσι εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 4354/2015 (άρθρα 1-3) μία νέα, εντελώς διάφορη από την προηγούμενη, διαδικασία μεταβιβάσεως, αποκτήσεως και διαχειρίσεως μη εξυπηρετούμενων και αργότερα και εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Ωστόσο, με το ν. 4904/2015 δεν καταργήθηκε η καθιερωθείσα με το ν. 3156/2003 δυνατότητα αποκτήσεως και διαχειρίσεως επιχειρηματικών δανείων κ.λ.π. με τιτλοποίηση. Εξακολούθησε και εξακολουθεί να ισχύει για τις μεταβιβάσεις απαιτήσεων που γίνονται με τους δικούς του όρους και διαδικασία. Μάλιστα, για να μην υπάρξει σύγχυση για τις εφαρμοζόμενες σε κάθε περίπτωση νομοθετικές ρυθμίσεις, ρητά ορίσθηκε στο άρθρο 1 § 1 περ. δ’ του ν. 4954/2015 ότι “Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων των νόμων 3106/2003 (Α’ 157), ν. 1905/1990 (Α’ 141J, 1665/1986 (Α’ 194), 3606/2007 (Α’ 195) και 4261/2014 (Α’ 100)”(ΑΠ 909/2021 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ_ Περαιτέρω, με τον Ν.4354/2015 εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες αποκτήσεως” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχειρίσεως” απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τραπέζης της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενο τους (1 § 1 στ. α7, β’, 1 § 1 στ. γ’, 2 § 1 Ν. 4354/2015 κ.α.). Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β” Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα, οι ΕΔΑΔΠ είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα και οφείλουν να λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ (παρ. Ια). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων (άρθρο 1 παρ. Ια), οι οποίες μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Το άρθρο 2 §§ 1-3 Ν.4354/2015 προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (2 § 1 Ν. 4354/2015 και 2 § 5 στ. δ’ Ν. 4261/2014 σε συνδυασμό). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της. Αφενός εξουσιοδοτών μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ, ενώ διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον αδειοδοτημένη ΕΔΑΔΠ (1 § 1 στ. α’ Ν. 4354/2015). Αντίστοιχα, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστωτικές συμβάσεις που ρυθμίζεται στο άρθρο 3 Ν.4354/2015, μπορεί να γίνεται μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (ή αλλοδαπή ανάλογη εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 § 1 β στ’ ββ και γγ’ Ν.4354/2015). Η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο (2 § 2 εδ. α’ Ν.4354/2015) και περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871-872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.4224/2013- (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης (βλ. έτσι για τα προαναφερόμενα ΑΠ 823/2022 και ΑΠ 822/2022).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του και τον πρόσθετο λόγο αυτής, που επανέφερε με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης, ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης δεν απέδειξε, ως όφειλε, εγγράφως ότι νομιμοποιείται ενεργητικά στη διαχείριση και στην είσπραξη της επίδικης απαίτησης και στην επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, καθώς και ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην έναρξη και συνέχιση της επίδικης εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς δεν έχει την ιδιότητα μη δικαιούχου διαδίκου. Ότι, ειδικότερα, με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, συνταχθείσα κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επιτάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης, με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας απαιτήσεων, ως εντολοδόχου και ειδικής πληρεξούσιας, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………» δυνάμει του από 18.6.2019 ιδιωτικού συμφωνητικού διαχείρισης απαιτήσεων κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003, στην οποία μεταβιβάστηκαν διάφορες απαιτήσεις από την τράπεζα με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.», βάσει της από 18.6.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου 150/18.6.2020, το ποσό των 223.876,00 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της αρχικής πιστώτριας τράπεζας. Ότι μεταξύ των νομιμοποιητικών εγγράφων, που η καθ’ ης του συγκοινοποίησε, ήταν και απόσπασμα της ως άνω σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και της καθ’ ης, το οποίο στον όρο 2 στοιχ. δ΄ περιλαμβάνεται περίληψη των εξουσιών του διαχειριστή των απαιτήσεων, αναφέροντας ότι περιλαμβάνονται όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιημένων απαιτήσεων, χωρίς ωστόσο να κοινοποιήσει το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης διαχείρισης ούτε το πλήρες κείμενο της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από την πιο πάνω τράπεζα στην αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, ώστε να προκύψει αν μεταξύ των απαιτήσεων, των οποίων η διαχείριση φέρεται να ανατέθηκε στην καθ’ ης η ένδικη αίτηση, περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση κατά του εδώ αιτούντος, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται εγγράφως ότι η καθ’ ης είναι δικαιούχος της επίδικης απαίτησης. Περαιτέρω, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ότι αυτή δεν είναι φορέας της ένδικης απαίτησης, η μεταξύ αυτής και της ως άνω αλλοδαπής εταιρίας ειδικού σκοπού σχέση διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του Ν. 3156/2003, χωρίς να είναι επιτρεπτή η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4354/2015. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής, ο πρόσθετος λόγος ανακοπής και ο αντίστοιχος λόγος της υπό κρίση έφεσης είναι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες νομικές σκέψεις, νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 925 παρ. 1 ΚΠολΔ και 1 περ. γ΄, 2 παρ. 1, 2 περ. α΄ και 4 Ν. 4354/2015, καθώς και στις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν υποβολής της από 5.9.2023 αίτησης της τραπεζικής εταιρίας «ΤΡΑΠΕΖΑ …………. Α.Ε.» εκδόθηκε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής, δυνάμει της οποίας ο αιτών υποχρεώθηκε να της καταβάλει, για απαίτησή της που απέρρεε από σύμβαση πίστωσης, το ποσό των 223.876,00 για κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, καθώς το πόσο των 3.800,00 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Ακολούθως, η καθ’ ης η ένδικη αίτηση επέδωσε στον αιτούντα στις 21.1.2022 την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτάχθηκε να της καταβάλει συνολικά το ποσό των 223.876,00 ευρώ για κεφάλαιο, πλέον τόκων και των εξόδων. Περαιτέρω, η καθ’ ης με την με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………………. επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και ορίστηκε ημερομηνία για τον πλειστηριασμό η 25.1.2023 και υπάλληλος του πλειστηριασμού η συμβολαιογράφος Πειραιά ……………… Η καθ’ ης η αίτηση μαζί με την ως άνω επιταγή προς εκτέλεση συγκοινοποίησε στον αιτούντα, προς τον σκοπό της απόδειξης της ενεργητικής νομιμοποίησής της, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση που επέσπευδε, τα ακόλουθα έγγραφα: 1) τη με αριθμό 150/18.6.2019 δημοσιευμένη στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων και 2) τη με αριθμό πρωτοκόλλου 151/18.6.2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών περίληψης της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων. Περαιτέρω, ο αιτών άσκησε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, την από 20.7.2022 και με αριθμό κατάθεσης στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ………………./22.7.2022 ανακοπή κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ και τους από 8.11.2022 και με αριθμό κατάθεσης ………………/15.11.2022 πρόσθετους λόγους, ζητώντας την ακύρωση της προαναφερόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, μεταξύ άλλων και για τον λόγο ότι δεν της επιδόθηκε το πλήρες κείμενο της επίδικης σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων από την αρχική δικαιούχο τράπεζα στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού, αλλά και λόγω μη νομιμοποίησης της καθ’ ης η ένδικη αίτηση εταιρίας στην έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη με την ένδικη έφεση με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ο λόγος αυτός της ανακοπής και του δικογράφου των προσθέτων λόγων ως αβάσιμος. Όσον αφορά τα πιο πάνω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα μαζί με την από 19.1.2022 επιταγή προς πληρωμή, στο απόσπασμα της επίδικης σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και στην περίληψη της σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων δεν μνημονεύονται ούτε κατά γενικό τρόπο τα δάνεια και οι απαιτήσεις, τη διαχείριση των οποίων ανέλαβε η καθ’ ης η αίτηση ούτε προκύπτει ότι η καθ’ ης η αίτηση ανέλαβε τη διαχείριση του συνόλου των απαιτήσεων που έχουν μεταβιβαστεί από την «ΤΡΑΠΕΖΑ …………… Α.Ε.» στην ως άνω αλλοδαπή εταιρία. Από τα ανωτέρω έγγραφα που η καθ’ ης συγκοινοποίησε στον αιτούντα συνάγεται ότι αυτή και η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, στην οποία εκχωρήθηκαν απαιτήσεις της «ΤΡΑΠΕΖΑΣ ………….. Α.Ε.», έχουν συνάψει μεταξύ τους σύμβαση διαχείρισης, στην οποία απαριθμούνται προφανώς τα δάνεια που ανέλαβε η καθ’ ης, πλην όμως, η σύμβαση αυτή καθώς και οι τυχόν τροποποιήσεις της δεν κοινοποιήθηκαν στον αιτούντα μαζί με την επιταγή προς πληρωμή, προκειμένου να διαπιστώσει εάν οι επίδικες αξιώσεις κατ’ αυτής συμπεριλαμβάνονται στις απαιτήσεις των οποίων τη διαχείριση ανέλαβε η καθ’ ης. Επίσης, πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση επικαλείται προς θεμελίωση της ενεργητικής της νομιμοποίησης για την έναρξη και συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας την προαναφερόμενη σύμβαση διαχείρισης τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία συνήφθη με βάση τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 και συνεπώς κατά τα λεπτομερώς αναγραφόμενα και στην πιο πάνω μείζονα σκέψη και συνεπώς δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, καθώς η μόνη νομιμοποιούμενη να αρχίσει και να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία είναι (ως ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου τράπεζας) η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «……………………». Επομένως, επειδή δεν αποδεικνύεται εγγράφως, κατά την έννοια του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ότι η καθ’ ης είναι ειδική διάδοχος και νομιμοποιείται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης προς είσπραξη της πιο πάνω απαίτησης, που επιδικάστηκε με την με αριθμό 45.409/2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αλλά και ενόψει του ότι η καθ’ ης η ένδικη αίτηση δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στα πλαίσια της υπό κρίση εκτελεστικής διαδικασίας, πιθανολογείται ότι ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης θα γίνει δεκτός ως κατ’ ουσίαν βάσιμος, θα εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με αριθμό 126/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και θα ακυρωθεί η με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ………….. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη, διότι θα απωλέσει τα επίδικα ακίνητα. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της έφεσης, και να ανασταλεί η διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αιτούντος από την καθ’ ης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (συμπεριλαμβανομένου και του πιο κάτω αναφερόμενου πλειστηριασμού ακινήτων), που επισπεύδεται από την καθ’ ης σε βάρος του αιτούντος (μετά την επίδοση της από 19.1.2022 επιταγής προς πληρωμή κάτω από ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 45.409/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών) με την επίδοση της με αριθμό 2.684/15.6.2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………….., με την οποία κατασχέθηκε και εκτίθεται σε αναγκαστικό πλειστηριασμό στις 25.1.2023, η περιγραφόμενη στην πιο πάνω έκθεση ακίνητη περιουσία του αιτούντος, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 23.1.2023 έφεσης (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………./23.1.2023) που ο αιτών έχει ασκήσει κατά της με αριθμό 126/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 20.7.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών ……………./22.7.2022) ανακοπή του και ο από 8.11.2022 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών …………/15.11.2022) πρόσθετος λόγος ανακοπής κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, δίχως την παρουσία των διαδίκων, στην Αθήνα, στις ………….»

Mαιρη Μπενεα

https://www.ieidiseis.gr/