18 Απρ 2023

ΔΝΤ: Εξοργισμένος ο Παγκόσμιος Νότος για τα δισεκατομμύρια δανεικών στην Ουκρανία

 


Η διάσωση 15,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αντιβαίνει στην παράδοση 80 ετών και ενισχύει τις αντιλήψεις περί μεροληψίας που έχουν εξοργίσει τ’ αναπτυσσόμενα έθνη.

Οι εαρινές συνεδριάσεις της..

Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αυτής της εβδομάδας διεξάγονται εν μέσω γκρίνιας από τον Παγκόσμιο Νότο που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταπολεμική παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική. Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τη Δύση.

Στο χείλος ακραίας κρίσης χρέους

Οι προσπάθειες για να βοηθηθεί η Ουκρανία την επιτείνουν. Αυτή τη στιγμή, η πανδημία και ο πληθωρισμός που επιδεινώθηκαν από την εισβολή της Ρωσίας έχουν οδηγήσει έναν αριθμό-ρεκόρ αναπτυσσόμενων χωρών στο χείλος ακραίας κρίσης του δημόσιου χρέους.

Η βοήθειά τους θα πρέπει να είναι το βασικό καθήκον του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ωστόσο, ακόμη και ο απερχόμενος επικεφαλής της Τράπεζας, David Malpass, συμφωνεί ότι «η διαδικασία αναδιάρθρωσης του χρέους δεν προχωρά πολύ και δεν έχει γίνει ακόμη αρκετή συζήτηση για τρόπους ανάληψης δράσης που αφορούν στη βιωσιμότητά του χρέους», γράφει ο Mihir Sharma* στο Bloomberg.

Ο αργός ρυθμός – όταν προστίθεται σε μεγαλύτερα ερωτήματα σχετικά με το εάν αυτοί οι θεσμοί υπολείπονται της αποστολής τους εστιάζοντας στα κλιματικά ζητήματα – έχει οδηγήσει πολλές χώρες ν’ αναρωτιούνται εάν οι πολυμερείς δανειστές έχουν χάσει από τα μάτια τους τις ανάγκες τους.

Είναι αδύνατο να τονιστεί το πόσο σημαντικά είναι το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα για την εμπιστοσύνη στη μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων και στην ιδέα ότι πρέπει να λειτουργήσουν για όλους, ακόμη και για τους πιο φτωχούς και τους πιο χρεωμένους.

«Κατάρρευση της συμφωνίας σχεδόν 80 ετών»

Οι δυσκολίες των θεσμών απειλούν μια «θεμελιώδη κατάρρευση της συμφωνίας σχεδόν 80 ετών» μεταξύ των πλούσιων χωρών και των φτωχότερων, όπως έγραψαν πρόσφατα η πρωθυπουργός των Μπαρμπάντος Mia Amor Mottley και ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ροκφέλερ Rajiv J. Shah.

Ακόμη χειρότερα, αυτό συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή που πολλές αναπτυσσόμενες χώρες επιπλήττονται στη Δύση για ανεπαρκή κριτική στη Ρωσία. Η απάντησή τους είναι μερικές φορές ακανθώδης:

Ο ινδός υπουργός Εξωτερικών έγινε πρωτοσέλιδο πέρυσι όταν είπε πως «η Ευρώπη πρέπει να ξεφύγει από τη νοοτροπία ότι τα προβλήματά της είναι προβλήματα του κόσμου, αλλά τα προβλήματα του κόσμου δεν είναι προβλήματα της Ευρώπης».

Μεγάλο μέρος αυτής της αγανάκτησης είναι υπερβολικό. Κανείς δεν μπορεί να ψέξει τους Ευρωπαίους ή τους Αμερικανούς που επιδιώκουν ευρύτερη καταδίκη της ωμής και απρόκλητης εισβολής της Ρωσίας.

Ούτε θα αμφισβητούσε κανείς πόσους από τους δικούς τους πόρους τα δυτικά έθνη επιλέγουν να διαθέσουν για να βοηθήσουν την Ουκρανία ν’ αμυνθεί.

Αλλά όταν τα παγκόσμια ιδρύματα παραβιάζουν τους κανόνες τους για να υποστηρίξουν αυτήν την προσπάθεια, οι ενέργειές τους χρειάζονται περισσότερο εξονυχιστικό έλεγχο.

Πιο συγκεκριμένα, το συμβούλιο του ΔΝΤ τον περασμένο μήνα αποφάσισε να επιτρέψει τη χορήγηση δανείων σε χώρες που αντιμετωπίζουν «καταστάσεις εξαιρετικά υψηλής αβεβαιότητας».

Ο τρίτος μεγαλύτερος δανειολήπτης

Κατά τις οκτώ δεκαετίες του, το ΔΝΤ είχε αποφύγει προσεκτικά τη χορήγηση δανείων σε χώρες που εμπλέκονται σε σύγκρουση. Αυτό υπογραμμίστηκε μόλις πριν δύο χρόνια, όταν τα χρήματα που είχαν υποσχεθεί στην Αιθιοπία απέτυχαν να φτάσουν αφού το βόρειο τμήμα της χώρας ενεπλάκη σε εμφύλιο πόλεμο.

Με κάποιον τρόπο, όμως, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, το ΔΝΤ εκμεταλλεύτηκε αυτούς τους νέους κανόνες χρηματοδότησης για να δανείσει 15,6 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ουκρανία, η οποία είναι ήδη ο τρίτος μεγαλύτερος δανειολήπτης του Ταμείου, θέση που διατηρεί για πάνω από μια δεκαετία.

Στη Δύση, αυτό μπορεί να μοιάζει μ’ ένα αξιέπαινο παράδειγμα ενός καθιερωμένου θεσμού που κινείται ευκίνητα για ν’ αντιμετωπίσει μια επείγουσα νέα απειλή. Για τον υπόλοιπο κόσμο, μοιάζει με κραυγαλέα ευνοιοκρατία – και χειρότερα, για τη χρησιμοποίηση των χρημάτων μας καθώς και της Δύσης, δεδομένων όλων όσων πληρώνουμε στο ΔΝΤ.

Η Ασία και η Αφρική έχουν εκνευριστεί λόγω της εμφανούς μεροληψίας του ΔΝΤ από τότε που ο υπό ευρωπαϊκή ηγεσία θεσμός διέθεσε τεράστια κεφάλαια για να βοηθήσει τα ευρωπαϊκά έθνη κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ευρωζώνη.

Η ίδια η έκθεση του Ταμείου προειδοποιούσε τότε πως η βοήθεια «δημιουργούσε την αντίληψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη είχαν υπερβολικό βάρος στις αποφάσεις του ΔΝΤ σε σχέση με την οικονομική τους ισχύ και πως τα προγράμματα του Ταμείου στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχαν πιο επιεικείς όρους από εκείνα στην Ασία».

Υπονόμευση του οργανισμού

Η εντύπωση της μεροληψίας, συνέχιζε η έκθεση, υπονόμευε την αποστολή του οργανισμού: «Σχεδόν οι μισοί επικεφαλής αποστολών [των χωρών του ΔΝΤ] θεώρησαν ότι οι αντιλήψεις περί έλλειψης ισορροπίας είχαν επηρεάσει αρνητικά τη δουλειά τους με τις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών».

Είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε από τη Νότια Ασία την αντίληψη ότι οι όροι του ΔΝΤ είναι πιο αυστηροί στην Ασία παρά στην Ευρώπη. Τρεις χώρες εδώ λαμβάνουν ή προσπαθούν να λάβουν βοήθεια από το ΔΝΤ: το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και η Σρι Λάνκα.

Ολες θα πρέπει να περάσουν από επώδυνη αναδιάρθρωση μόνο και μόνο για να έχουν πρόσβαση σε δανεικά μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πώς πιστεύετε ότι αισθάνονται όταν βλέπουν ότι ο τρίτος μεγαλύτερος δανειολήπτης του Ταμείου λαμβάνει πολύ περισσότερη βοήθεια, παρόλο που δεν μπορεί να πληροί παρόμοιες προϋποθέσεις;

Οταν η Ελλάδα χρειαζόταν βοήθεια πριν μια δεκαετία, πλήρωσε το ΔΝΤ αντί της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αυτό ήταν λάθος. Σήμερα, η Ουκρανία χρειάζεται και αξίζει βοήθεια. Η χώρα δεν πρέπει να παραδώσει την κυριαρχία της λόγω έλλειψης χρημάτων.

Πολύ υψηλό το κόστος

Αλλά οι φίλοι της στη Δύση έχουν την οικονομική δυνατότητα να διατηρήσουν την Ουκρανία φερέγγυα. Θα πρέπει να βοηθήσουν άμεσα και με διαφάνεια, αντί να υπονομεύουν παγκόσμιους θεσμούς.

Αυτό θα ήταν καλύτερο μακροπρόθεσμα για την Ουκρανία από το να επιβαρύνει το ήδη τεράστιο χρέος της. Και αν το τίμημα φαίνεται τσουχτερό στις δυτικές κυβερνήσεις, θα πρέπει να θυμούνται ότι το κόστος για το σπάσιμο ενός συμφώνου 80 ετών θα είναι πολύ, πολύ υψηλότερο.

* Ο Mihir Sharma είναι αρθρογράφος του Bloomberg Opinion. Ανώτερος συνεργάτης στο Observer Research Foundation του Νέου Δελχί, και συγγραφέας του έργου: «Επανεκκίνηση: Η τελευταία ευκαιρία για την ινδική οικονομία»